Πώς μπορούμε να αναζωογονήσουμε έναν τομέα τόσο σημαντικό για την ελληνική οικονομία και τόσο προβληματικό όσο ο αγροδιατροφικός τομέας;
Στην τελική ευθεία για τις πρόσφατες εκλογές, στο πλαίσιο των εξαγγελιών στις οποίες προχώρησε ο Αλέξης Τσίπρας, δεσμεύθηκε να μειώσει τον φόρο των αγροτικών συνεταιρισμών στο 10% από την 1/1/2020.
Ανακοίνωσε επίσης την έκπτωση 10% στο φορολογητέο εισόδημα των συνεταιρισμένων αγροτών - «ένα επιπλέον κίνητρο για την ενίσχυση του μοντέλου της συνεταιριστικής οικονομίας, του μοντέλου παραγωγής, στο οποίο εμείς θέλουμε να επενδύσουμε, το συνεταιριστικό μοντέλο». Από την πλευρά του, ο Κυριάκος Μητσοτάκης επανέλαβε κατά την ομιλία του στην Κρήτη τη δίκη του δέσμευση να φορολογούνται με 10% όλα τα αγροτικά συλλογικά σχήματα.
Επί της ουσίας, πρόκειται για ένα από τα λίγα πεδία δημόσιας πολιτικής στα οποία αμφότεροι μοιάζει να συμφωνούν, θέτοντας ως προτεραιότητα την προσφορά κινήτρων για συνεργασία. Και όμως, οι δεσμεύσεις τους έχουν μια σημαντική διαφορά: η μεν δέσμευση του πρωθυπουργού αφορά αποκλειστικά τους συνεταιρισμούς, ο δε πρόεδρος της αξιωματικής αντιπολίτευσης αναφέρεται σε «όλα τα αγροτικά συλλογικά σχήματα».
Η διαφορά αυτή αποκαλύπτει δύο διαφορετικές φιλοσοφίες σε ό,τι αφορά τον τρόπο με τον οποίο το κράτος μπορεί να επιδιώξει έναν μεγαλύτερο βαθμό συνεργατικότητας στον αγροτοδιατροφικό τομέα - δύο φιλοσοφίες που αξιολογούνται στην πρόσφατη έκθεση της διαΝΕΟσις που δόθηκε στη δημοσιότητα τον Μάιο.
Η μελέτη αυτή αποτυπώνει τα αίτια και τα αποτελέσματα της κατάρρευσης του συνεταιριστικού μοντέλου στη χώρα μας, καταγράφοντας την πρόσφατη ανάδειξη εναλλακτικών σχημάτων και σκιαγραφώντας ένα νέο μοντέλο συνεργατικότητας για τον συγκεκριμένο κλάδο.
Γιατί μας ενδιαφέρει τόσο πολύ να αυξηθεί ο βαθμός συνεργασίας στον αγροτοδιατροφικό τομέα; Γιατί είναι ο μόνος τρόπος να ξεπεραστεί το θεμελιώδες ζήτημα που αντιμετωπίζει ο κλάδος: το πολύ μικρό μέγεθος.
Όταν το μέγεθος μετράει
Σύμφωνα με τη μελέτη, το μέγεθος σε όλα τα επίπεδα -κλήρος, γεωργικές εκμεταλλεύσεις, μεταποίηση, προώθηση εξαγωγών- είναι τόσο μικρό, ώστε να καθιστά την πλειοψηφία των ελληνικών μονάδων μη ανταγωνιστικές σε ό,τι αφορά τις εξαγωγές και τα διεθνώς εμπορεύσιμα προϊόντα.
Ο μέσος κλήρος στην Ελλάδα είναι 68 στρέμματα, σχεδόν το 1/3 του ευρωπαϊκού μέσου όρου, ενώ οι περισσότερες από τις μισές εκμεταλλεύσεις έχουν μέγεθος μικρότερο από 20 στρέμματα. Την ίδια στιγμή, το 95% των επιχειρήσεων στον τομέα των τροφίμων έχουν λιγότερους από 10 υπαλλήλους. Το 2015, μόνο 27 επιχειρήσεις που μεταποιούν προϊόντα του πρωτογενούς τομέα είχαν πωλήσεις άνω των 100 εκατ. ευρώ, ενώ καμία μεταποιητική επιχείρηση δεν είχε πωλήσεις άνω των 500 εκατ. ευρώ.
Αν υπάρχει δε ένα στοιχείο που αξίζει να κρατήσει κανείς, είναι ότι το μέγεθος στον αγροτοδιατροφικό τομέα μετράει. Κι αυτό γιατί για να διεκδικήσει κανείς μερίδιο στις διεθνείς αγορές αγροδιατροφικών προϊόντων, δεν αρκεί να έχει τις καλύτερες... ντομάτες. Χρειάζεται επίσης υψηλές δαπάνες marketing, οικοδόμηση εκτεταμένων δικτύων διανομής, έρευνα και ανάπτυξη, πιστοποίηση και διασφάλιση της ποιότητας και μεγάλη παραγωγική δυναμική.
Το μικρό μέγεθος αποτελεί λοιπόν δυσυπέρβλητο εμπόδιο, καθώς συνδέεται, μεταξύ άλλων, με υψηλά κόστη παραγωγής και συναλλαγών, χαμηλή δυνατότητα καινοτομίας, αυξημένο κόστος χρηματοδότησης και αδυναμία προσέλκυσης κεφαλαίων. Ταυτόχρονα, οι δαπάνες marketing και οι δαπάνες καινοτομίας έχουν τις δικές τους καμπύλες απόδοσης, που υπόκεινται σε αδυσώπητους κανόνες, οι οποίοι αφορούν το μέγεθος της εκάστοτε επένδυσης.
Για όλους αυτούς τους λόγους, η επίτευξη οικονομιών κλίμακας αποτελεί καθοριστικό στοιχείο για την ανάπτυξη του αγροδιατροφικού τομέα. Ξεφεύγοντας από την παγίδα του μικρού μεγέθους.
Ο μόνος δρόμος είναι η συνεργασία
Με αυτά τα δεδομένα, η έρευνα καταλήγει στο συμπέρασμα ότι ο μόνος ρεαλιστικός δρόμος για την επίτευξη οικονομιών κλίμακας είναι η μαζική αύξηση του βαθμού συνεργασίας, σε όλα τα επίπεδα και με όλους τους τρόπους. Οριζόντια, μεταξύ των αγροτών (παραδοσιακοί συνεταιρισμοί, συνεταιρισμοί νέου τύπου, ΟμΠ και ΟΠ, αγροτικές επιχειρήσεις κ.λπ.) ή/και μεταξύ των μεταποιητικών επιχειρήσεων (δίκτυα και clusters), κάθετα μεταξύ των αγροτών και των μεταποιητικών επιχειρήσεων (συμβολαιακή γεωργία, υβριδικά σχήματα συνεργασίας μεταξύ συνεταιρισμών και ιδιωτικών επιχειρήσεων), ή μεταξύ των μεταποιητικών και των εμπορικών επιχειρήσεων, ή μεταξύ ολόκληρης της αλυσίδας αξίας και των ερευνητικών κέντρων.
Για να επιτευχθεί η μετάβαση στο νέο αυτό μοντέλο προτείνονται στο τελευταίο μέρος της μελέτης μια σειρά από αναλυτικά μέτρα και παρεμβάσεις ως κίνητρα για αυξημένη συνεργασία - από οικονομικά κίνητρα για συμμετοχή σε συνεργατικά σχήματα, μέχρι απλοποιήσεις στη νομοθεσία, προγράμματα capacity building και καλύτερη αξιοποίηση της ευρωπαϊκής χρηματοδότησης, μεταξύ άλλων.
Τα κίνητρα αυτά, όμως, έχουν όμως ως κοινό παρονομαστή την ανάγκη να είναι το κράτος ουδέτερο σε ό,τι αφορά τη νομική μορφή των συνεργατικών σχημάτων - να μην προτιμάται, με άλλα λόγια, μια μορφή συνεργασίας (π.χ. ο παραδοσιακός αγροτικός συνεταιρισμός) εις βάρος άλλων. Στην ίδια κατεύθυνση, ο νέος νόμος-πλαίσιο που προτείνεται πρέπει να δίνει στους συνεταιρισμούς τη μέγιστη δυνατή ευελιξία να καθορίζουν οι ίδιοι, μέσω του καταστατικού τους, την εσωτερική οργάνωση και επιχειρηματική κατεύθυνση που επιθυμούν, έχοντας την ευχέρεια να υιοθετήσουν μικτά οργανωτικά χαρακτηριστικά.
Εκεί έγκειται και η διαφορά φιλοσοφίας μεταξύ των εξαγγελιών του πρωθυπουργού και του προέδρου της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Όλων των ειδών οι συνεργασίες πρέπει να είναι αποδεκτές στην προσπάθεια αύξησης της συνεργατικότητας, υπό μία προϋπόθεση: να είναι επιχειρηματικά αποτελεσματικές και οικονομικά προσοδοφόρες.
Δείτε επίσης
-
Δεν υπάρχουν καταχωρήσεις
Σχετικά άρθρα
- Διαμέσου της αναγεννητικής γεωργίας το μέλλον του πρωτογενούς τομέα εκτιμά η Bayer
- Γεωργία 4.0 και νέο μοντέλο αγροτικής παραγωγής
- Ο αντίκτυπος της κλιματικής αλλαγής στη γεωργία
- Ο έξυπνος μετασχηματισμός του οικοσυστήματος της ελληνικής γεωργίας
- Στοιχεία που προκαλούν προβληματισμό για τη γεωργία στην Ελλάδα