Τρεις Κρητικοί στο Τολέδο: Γκρέκο, Καζαντζάκης και Μίκης Θεοδωράκης (βίντεο).
Ένα κονσέρτο από καμπάνες στο Τολέδο θα σημάνει την έναρξη του έτους Γκρέκο. Το 2014 συμπληρώθηκαν 400 χρόνια από το θάνατο του μεγάλου κρητικού ζωγράφου.
Με αφορμή την επέτειο μεταφερόμαστε νοερά 25 χρόνια πίσω, όταν στο Τολέδο και στα χνάρια του Γκρέκο μετέβη για ένα ιδιότυπο προσκύνημα ο Μίκης Θεοδωράκης. Και μαζί του "κουβάλησε" αποσπάσματα του Καζαντζάκη από την "Αναφορά στον Γκρέκο" κι όχι μόνο.
Το κείμενο προέρχεται από το βιβλίο του Γιώργου Λογοθέτη «Μίκης Θεοδωράκης, θρησκεία μου είναι η Ελλάδα»
Ήταν βράδυ, 11 Μαΐου 1990, όταν φτάσαμε στο Τολέδο, την πρώην περίφημη πρωτεύουσα της Ισπανίας, την πόλη που φιλοξένησε για δεκαετίες τον άλλο μεγάλο Κρητικό: τον Δομίνικο Θεοτοκόπουλο.
Εδώ στο Τολέδο, ο Μίκης αισθάνεται την ανάγκη να μιλήσει στον Ελ Γκρέκο. Ίσως αυτός να καταλάβει, να κατανοήσει, να δικαιολογήσει τις απρόσμενες αποφάσεις του.
Όμως, δεν χρειάζεται να πει τίποτα. Γιατί ένας άλλος Κρητικός, τα έχει προβλέψει όλα. Το μόνο που χρειάζεται ο ψηλός επισκέπτης είναι να σταθεί με δέος και σεβασμό μπροστά στον μεγάλο σύντεκνο από την Κρήτη, και να επαναλάβει τα λόγια που ο Νίκος Καζαντζάκης πρόβλεψε, στη δική του «Αναφορά προς τον Γκρέκο»:
«Παππού αγαπημένε. Όλη μου η ζωή ήταν ένας ανήφορος. Ανήφορος και γκρεμός και ερημιά. Κινήσαμε πολλούς συναγωνιστές, με ιδέες πολλές, με συνοδεία μεγάλη.
Μα όσο ανηφορίζαμε κι η κορυφή μετατοπίζονταν και αλάργαινε, συναγωνιστές και ιδέες και ελπίδες μ’ αποχαιρετούσαν. Λαχάνιαζαν, δεν ήθελαν, δεν μπορούσαν να ανέβουν πιο απάνω.
Κι απομέναμε μονάχοι με τα μάτια καρφωμένα στην επόμενη κορυφή. Δεν μας κινούσε η αλαζονεία, ούτε η απλοϊκή βεβαιότητα πως θα σταθεί μια μέρα η κορυφή και θα τη φτάσουμε. Μήτε κι αν τη φτάναμε, πως σα βρούμε εκεί απάνω την ευτυχία, τη σωτηρία και τον παράδεισο.
Ανεβαίναμε γιατί ευτυχία, σωτηρία και παράδεισος για μας ήταν η ανάβαση».
Η φημισμένη αυτοκρατορική πολιτεία σαν να νιώθει ανήσυχη. Σαν ο επισκέπτης να έφερε μαζί του τα απείθαρχα πνεύματα της Κρήτης. Γιατί εκεί που ο ανοιξιάτικος ήλιος λάμπει στον ουρανό, μια καταιγίδα ξεσπά ανελέητα πάνω από το Τολέδο.
Τον ακούω μηχανικά και προσπαθώ να μπω στα άδυτα της ψυχής του... Εδώ στην Ισπανία, τη χώρα του Δον Κιχώτη, κάνω μια προσπάθεια να βρω τα μυστικά προστάγματα που τον οδηγούν στα τραγικά αδιέξοδα... Σαν να περίμενε την ερώτηση, έχει έτοιμη την απάντηση:
«Από τότε που άρχισα να γυρίζω την Ελλάδα και τον κόσμο, νιώθω ότι είμαι κάποιος που σαν τον Δον Κιχώτη με το κοντάρι του χτυπάει τους ανεμόμυλους. . .
…Για μένα η αληθινή ζωή είναι αυτή που βρίσκεται στη φαντασία μου... Στα όνειρά μου... Αν εγώ ζω αυτή τη ζω και την απολαμβάνω, τη χαίρομαι και τη δημιουργώ, τότε νιώθω ευτυχισμένος...
Εκείνο που γεμίζει τον άνθρωπο είναι ο εσωτερικός του κόσμος. Πόσο γεμάτος είσαι με ιδέες, με έργα, με φαντάσματα, με ομορφιές, με αυταπάτες!»
Ο νους μου ταξιδεύει στον Ελ Γκρέκο. Σαν άλλος Δον Κιχώτης και εκείνος, προκαλούσε επίμονα την Ιερά Εξέταση ζωγραφίζoντας με κίνδυνο της ζωής του την Εβραία ερωμένη του, ως Παναγία. Μια πρωτόγνωρη «αμαρτία»: για τους φανατικούς Ισπανούς ιεροεξεταστές!
Γεμάτος και αυτός με «έργα, ομορφιές και αυταπάτες», η κρητική του περηφάνια πολλές φορές τον εμπόδιζε να πουλάει τους πίνακές του. «Σας τους δίνω ως ενέχυρο», έλεγε στους αγοραστές. «Όταν σας επιστρέψω τα δουκάτα, θα μου επιστρέψετε τους πίνακές μου...»
Είναι φανερό πως κάποια αόρατη μεταφυσική δύναμη φαίνεται να συνδέει το Τολέδο με τους τρεις παράξενους Κρητικούς. Κάποιο άγραφο Χρέος να τους οδηγεί σε δαιδαλώδεις δρόμους ηθικής και αξιοπρέπειας.
Σαν να οσμίζεται την παρουσία του Καζαντζάκη και του Γκρέκο, ο Μίκης αισθάνεται την ανάγκη να κάνει δική του «ΑΝΑΦΟΡΑ» στους δύο μεγάλους προγόνους:
«Το δικό μου ΧΡΕΟΣ χλευάστηκε από πολλούς...
Αυτό με πονάει... Δεν το θέλω...
Ίσως το καλύτερο να ήταν αν έμενα έξω από όλα αυτά…
Γιατί δεν μου έμεινε τίποτα πλέον...
Μόνο η μουσική μου...»
Ξαφνικά, ο εικονολήπτης της ισπανικής τηλεόρασης στρέφει την κάμερα στο παράθυρο. Απέναντι από τον Μίκη, στο περβάζι, με φόντο το ανταριασμένο Τολέδο, ένα μικρό σπουργιτάκι γαντζώνεται στο κάγκελο και προσπαθεί να βρει καταφύγιο από τη θύελλα που ξέσπασε.
Σαν να βρήκε τον φίλο που περίμενε, ο Μίκης νιώθει πως ήρθε η ώρα να βγάλει τη λάβα που του καίει τα σωθικά:
«Ναι! Νιώθω μόνος! Όλοι και όλα με πρόδωσαν...
Σκέφτομαι τη φοβερή σπορά που έγινε από τη γενιά μου...
Τι μάχες, τι διαδηλώσεις, τι όνειρα...
Για να δώσουμε δύναμη στο έθνος, θάψαμε με τον ιδρώτα μας και με το αίμα μας όλη τη χώρα...
Αν αυτό δεν είναι αδικία, τότε τι είναι αδικία...;»
Για μια ακόμα φορά νιώθω αμηχανία... Ο Μίκης Θεοδωράκης αισθάνεται μόνος! Αυτός, που απλώνοντας τι χέρια του αγκαλιάζει την Ελλάδα ολόκληρη, αισθάνεται μόνος... Μόνος με τον Θεοτοκόπουλο και τον Kαζαντζάκη, στην άλλη άκρη της Μεσογείου.
Μπροστά μου, η «ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΤΟΝ ΓΚΡΕΚΟ». Διαβάζω:
«Η αξία του ανθρώπου δεν είναι η νίκη, αλλά ο αγώνας για τη νίκη.
Και ξέρω ακόμα τούτο, το δυσκολότερο: Δεν είναι ούτε ο αγώνας για τη νίκη!
Η αξία του ανθρώπου είναι να ζει και να πεθαίνει παλικαρίσια και να μην καταδέχεται αμοιβή.
Κι ακόμα ετούτο, ακόμα πιο δύσκολο: η βεβαιότητα, πως δεν υπάρχει αμοιβή, να σε γεμίζει χαρά, περηφάνια κι αντρεία.. .»
Τα λόγια του Καζαντζάκη τον ηρεμούν... Η καταιγίδα κoπάζει. Ο ήλιος διώχνει τα σύννεφα και αγκαλιάζει ξανά το Τολέδο...
Το βράδυ, με τη συναυλία έρχεται η λύτρωση. Σκηνή η χορωδία και η ορχήστρα της Μουσικής Aκαδημίας της Δρέσδης, ο Γιώργος Νταλάρας και η Μαρία Δημητριάδου, παρoυσιάζoυν τα έργα «Επιφάνεια Αβέρωφ», «Raven», «Eπιζών», και «Κατάσταση Πολιορκίας». Έργα που έχει ο ίδιος ανάγκη να διευθύνει, και να ακούσει τους στίχους:
«Μακριά πολύ μακριά,
λάμπουν τα φώτα που μας έκλεψαν,
της πολιτείας που μας έκλεψαν…»
Το σώμα στην αρχή ήρεμο, τα χέρια απλώνονται με αργές κινήσεις, τα πρόσωπα των αγίων του Ελ Γκρέκο στους τοίχους της μεσαιωνικής μεγαλοπρεπούς αίθουσας παρακολουθούν με προσοχή τα δρώμενα. Τίποτα δεν προμηνύει το ξέσπασμα που θα ακολουθήσει όταν τα χέρια ξαφνικά αρχίζoυν τον ξέφρενο παφλασμό τους:
« ...Εγώ, πού είμαι;
Σε ποια χώρα, σε ποια γη...
σε ποια βουνά που καίνε…
επιμένοντας η φωνή μου να ακουστεί σε τούτες
τις εποχές…
Χτυπώντας πόρτες και παράσυρα
που κλείσανε τούτες τις εποχές…»
«ΕΠΙΖΩΝ» του Τάκη Σινόπουλου.
Και μετά τη θύελλα, ξανά η νεκρική ηρεμία από το κελί της Ασφάλειας:
«Και πια δεν σα 'χει μείνει τίποτα από μένα,
ούτε η τύψη που έμελλε να γίνω,
ούτε το άγγιγμά μου στο χέρι σου...
Μα σα 'χω διαλυθεί σ' όλους τους ποταμούς
του κόσμου,
σα 'χω γράψει τ' όνομά σου σ' όλα τα χιόνια
των γκρεμών,
σα 'χω διασχίσει το σκοτάδι που φοβόμουνα
ως την άλλη όχθη,
και το κορμί μου ίσως νεκρό
μα πάλι ακέραιο σ' αναπαύεται,
με γύρω του τη θύμησή σου
και τη λιόλουστη ζωή…»
«ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΠΟΛΙΟΡΚΙΑΣ». της Μαρίνας Χατζηδάκη.
Το προσκύνημα
Το 1451, σε ένα μικρό χωριό της Κρήτης γεννήθηκε ο Δομίνικος Θεοτοκόπουλος. Δεκαοχτώ ετών ταξιδεύει στη Βενετία, όπου γίνεται γνωστός με το όνομα Ελ Γκρέκο. Δεκατρία χρόνια αργότερα τον βρίσκουμε στη Ρώμη. Λίγα χρόνια μετά, το ανήσυχο πνεύμα του τον οδηγεί στο Τολέδο, όπου έζησε τριάντα επτά χρόνια μέχρι το θάνατό του, στις 7 του Απρίλη 1614.
450 χρόνια μετά, το πνεύμα του μεγάλου ζωγράφου καλωσορίζει τον Μίκη Θεοδωράκη, στο σπίτι του, που σήμερα είναι μουσείο. Ο διευθυντής μάς ξεναγεί στις αίθουσες. Τα ήρεμα βυζαντινά πρόσωπα του Γκρέκο σαν να ξύπνησαν από την αιωνιότητα, παρακολουθούν με ένα κρυφό χαμόγελο την ιεροτελεστία.
Αυτό είναι το προσκυνητάρι του Γκρέκο. Το ησυχαστήριό του...
Ένα χοντρό κόκκινο σκοινί εμποδίζει την είσοδο στους επισκέπτες.
Με αργές κινήσεις ο Μίκης Θεοδωράκης βγάζει το σκοινί, προχωράει, γονατίζει, διπλώνει τα χέρια του και ακουμπάει το κεφάλι του στο μαξιλάρι... Οι Ισπανοί παρακολουθούν με δέος... Το ίδιο και ο εσταυρωμένος πάνω από το σκυμμένο του κεφάλι.
Για μια ακόμα φορά, ο Καζαντζάκης παίρνει τα ηνία:
Από την «Αναφορά» του Καζαντζάκη στον Γκρέκο:
«Παππού αγαπημένε. Πόσος καιρός πέρασε από τη νύχτα εκείνη που κοιμήθηκα στο Τολέδο, κι οσμίστηκες πως έφτασε ένας Κρητικός στη γειτονιά σου και σηκώθηκες από το μνήμα σου, γίνηκες όνειρο κι ήρθες και με βρήκες;
Μια αστραπή; Τρεις αιώνες; Ποιος μπορεί στον αέρα της αγάπης να ξεχωρίσει την αστραπή από την αιωνιότητα;
Όλη μου τη ζωή ήμουν ένα δοξάρι σε ανήλεα, αχόρταγα χέρια. Πόσες φορές τα αόρατα χέρια τέντωσαν, παρατέντωσαν το δοξάρι και το άκουγα να τρίζει, να σπάσει!
Ας σπάσει! φώναζα...
Με είχες μάθει, παππού, να διαλέξω. Διάλεξα.
Και τώρα αχνίζει το δειλινό πάνω στους λόφους.
Μεγάλωσαν οι ίσκιοι, γέμισε ο αγέρας πεθαμένους. Η μάχη σκολάζει.
Νίκησα; Νικήθηκα;
Τούτο μόνο ξέρω: είμαι γεμάτος πληγές και στέκομαι όρθιος.
Γεμάτος πληγές, όλες στο στήθος. Κι έκαμα ό,τι μπόρεσα, παππού, περισσότερο, απ' ό,τι μου παράγγειλες, Για να μη σε ντροπιάσω.
Φιλώ το χέρι σου, φιλώ τον ώμο τον δεξό σου, φιλώ τον ώμο το ζερβό σου. Παππού, καλώς σε βρήκα...»
Ο Γιώργος Λογοθέτης κατάγραψε με τον δικό του τρόπο στην κάμερα τη συνάντηση στο Τολέδο... παίρνει μέρος και ο Νίκος Καζαντζάκης που έγραψε τα κείμενα που διαβάζει ο ηθοποιός Δημήτρης Καρέλης.
Συμμετέχουν : Γιώργος Νταλάρας, Μαρία Δημητριάδου
Πηγή: ekriti.gr
Δείτε επίσης
-
Δεν υπάρχουν καταχωρήσεις
Σχετικά άρθρα
- 5 Νοεμβρίου 1957: Η επεισοδιακή κηδεία του Καζαντζάκη- Η απαγόρευση του αρχιεπισκόπου Αθηνών
- Σταύρος Θεοδωράκης για Στέφανο Κασσελάκη: Παλιά ψήφιζε ΠΑΣΟΚ - Είναι «μείγμα» Μητσοτάκη και Τσίπρα
- Η απάντηση του Καζαντζάκη για τον αφορισμό του: «Μου δώσατε μια κατάρα, σας δίνω μια ευχή»
- «Ένα μονάχα αξίζει: το ταξίδι» – Νίκος Καζαντζάκης
- Δ. Κουτσούμπας για Μίκη Θεοδωράκη: Χώρεσε στο μεγαλειώδες έργο του την εποποιία της λαϊκής πάλης