Πόσο ειρηνικοί ήταν οι Μινωίτες; Γιατί δεν άφησαν εικονογραφία πολέμου, μαχών και τειχών παρά τις επαφές τους με άλλους, σύγχρονούς τους, ανατολικούς λαούς οι οποίοι συνήθιζαν τέτοιες αναπαραστάσεις;
«Δυστυχώς δεν μπορεί να είναι αλήθεια. Είχαν αναπτυχθεί στην Κρήτη κρατικές οντότητες, εξάλλου σε κάποια φάση η Κνωσός φαίνεται πως κυριάρχησε σε όλο το νησί. Κράτη δεν ιδρύονται χωρίς βία, δεν εδραιώνονται χωρίς αγώνες και ταραχές, είτε εσωτερικές, εντός της κοινότητας, είτε εξωτερικές με τους γείτονες», απάντησε η αρχαιολόγος Δρ. Μεταξία Τσιποπούλου μέσω της ομιλίας της με τίτλο «Πόλεμος στο προϊστορικό Αιγαίο: ενδείξεις βίας και πολεμικής ετοιμότητας στη μινωική Κρήτη», που πραγματοποίησε πρόσφατα στο Μουσείο Ηρακλειδών, εγκαινιάζοντας τον θεματικό κύκλο των αρχαιολογικών διαλέξεων με τίτλο «Πόλεμος στην αρχαιότητα». Η κ. Τσιποπούλου είναι επίτιμη διευθύντρια του Υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού, ειδική για την Εποχή του Χαλκού και την Πρώιμη Εποχή του Σιδήρου του Αιγαίου και ειδικότερα της Κρήτης, όπου έχει πραγματοποιήσει πολλές σημαντικές ανασκαφές. Τα τελευταία 15 χρόνια διευθύνει τις αρχαιολογικές έρευνες στο νεκροταφείο της πρώιμης και μέσης μινωικής περιόδου (συνεχής χρήση από το 2800 έως το 1700 π.Χ.) του Πετρά στη Σητεία.
Πώς μπορεί, λοιπόν, να ερμηνευτεί η απουσία της πολεμικής θεματολογίας στην τέχνη των Μινωιτών. Με δυο τρόπους, εξήγησε η ομιλήτρια. «Πρώτον ότι στα περισσότερα από 2.000 χρόνια που διήρκεσε ο Μινωικός πολιτισμός δεν έγιναν πόλεμοι ή άλλες συγκρούσεις ή, δεύτερον, ότι οι Μινωίτες θεώρησαν, για κάποιους λόγους, ότι δεν έπρεπε να απεικονίσουν μάχες και πολεμικές συρράξεις... Προφανώς ο κοινός νους ευνοεί την άποψη ότι οι Μινωίτες επέλεξαν να μην εικονίσουν τον πόλεμο», επεσήμανε.
Ο λόγος που έγινε κάτι τέτοιο, δύσκολα μπορεί να εξηγηθεί. Όπως και γιατί στον μινωικό πολιτισμό δεν υπάρχει καμία παράσταση ή αναφορά σε άρχοντα. «Από το Μινωικό πολιτισμό δεν έχουμε καμία παράσταση άρχοντα, ούτε και μας έχει σωθεί όνομα άλλο εκτός του Μίνωα, και ίσως του Ραδάμανθυ, για τον οποίο δεν έχουμε και πολλές πληροφορίες. Ο ομηρικός Ιδομενέας εξάλλου ήταν ένας Μυκηναίος βασιλιάς της Κρήτης», σημείωσε η κ. Τσιποπούλου, έχοντας ήδη τονίσει το μυστήριο του μινωικού πολιτισμού, που πυκνώνει συνεχώς, παρά τα νέα ευρήματα και τις καινούργιες ερμηνείες. Και μια ενδιαφέρουσα πληροφορία από την ίδια: «Για όποιον απορεί για τον πασίγνωστο Πρίγκιπα με τα κρίνα από την Κνωσό, φοβάμαι ότι θα σας απογοητεύσω, διότι η τοιχογραφία αυτή, φαίνεται ότι έχει συγκροτηθεί από δύο ή τρεις διαφορετικές παραστάσεις, και το σώμα ανήκει σε πυγμάχο, ενώ το κεφάλι σε σφίγγα, σύμφωνα με μια μελέτη των θραυσμάτων που δημοσίευσε ο Wolf Dietrich Niemeyer».
Ωστόσο, τείχη υπήρχαν στη μινωική Κρήτη, όπως αυτά που αποκαλύφθηκαν κατά τις συστηματικές ανασκαφές τις οποίες διενήργησε η κ. Τσιποπούλου τη δεκαετία του 1980 στον Κόλπο της Σητείας, συγκεκριμένα στην Αγία Φωτιά και, κυρίως, στον Πετρά, όπου έχουν αποκαλυφθεί ένα μινωικό ανάκτορο, τμήμα ενός αστικού οικισμού, καθώς κι ένα ασύλητο ελίτ νεκροταφείο, με διάρκεια χρήσης περίπου 1.000 χρόνια. Στην Αγία Φωτιά, το τείχος που περιβάλλει το μοναδικό (μέχρι σήμερα) ορθογώνιο κτίριο χρονολογείται -μαζί με το κτίριο- περίπου στο 2100-2000 π.Χ. «Υπήρχε άραγε κίνδυνος από τη θάλασσα; Ή μήπως αυτοί που το έκτισαν ήθελαν να προστατεύσουν τον χώρο τους και τις δραστηριότητές τους από τους γείτονες;», είναι μερικά από τα ερωτήματα που γεννώνται, σύμφωνα με την επίτιμη διευθύντρια του ΥΠΠΟΑ.
Αλλά και παραδίπλα, στον Πετρά, τη μινωική Σητεία, τι ρόλο μπορεί να έπαιζαν ακόμα δυο τείχη, σχεδόν κυκλώπειας κατασκευής και με ορθογώνιους πύργους, το δεύτερο από τα οποία περιβάλλει το πλάτωμα του ανακτόρου στην κορυφή του λόφου; Σύμφωνα με την ανασκαφέα του, τα δυο αυτά τείχη αποτελούν τμήμα εκτεταμένων έργων διαμόρφωσης του ευρύτερου χώρου, που σχετίζονται με την ίδρυση του ανακτόρου. Τι πιστεύει λοιπόν; «Ότι της ίδρυσης των Παλαιών μινωικών ανακτόρων, γύρω στο 1900 π.Χ., προηγήθηκαν κοινωνικές αναταραχές, των οποίων την έκταση δεν είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε, μέχρι την τελική επικράτηση μιας εκ των ελίτ κάθε τόπου ή, το πιθανότερο, τον συμβιβασμό μεταξύ μερικών εξεχόντων γενών, τα οποία ανέλαβαν στη συνέχεια να διοικήσουν τα ανάκτορα. Τα τείχη κτίσθηκαν αμέσως μετά από αυτήν την επικράτηση, επομένως αποτελούσαν μάλλον μια δήλωση ισχύος και προπαγάνδας της νέας εξουσίας, απέναντι σε όποιον σκεφτόταν να την επιβουλευθεί, ντόπιο ή ερχόμενο από τη θάλασσα». Συνεπώς, τα τείχη «δεν σχετίζονταν με οποιουδήποτε είδους πολεμικές συρράξεις, αλλά κτίσθηκαν αμέσως μετά από τις όποιες αναταραχές, ακριβώς για να αποφευχθούν αντίστοιχες στο μέλλον, εναντίον της νέας ηγεσίας», εξήγησε η ομιλήτρια, συμπληρώνοντας ότι στην ίδια περίοδο χρονολογούνται και τα τείχη σε άλλες δύο σημαντικές ανακτορικές θέσεις της ανατολικής Κρήτης, τα Μάλια και τη Ζάκρο.
Και από όπλα; Στην Πρωτομινωική εποχή (3000-2100 π.Χ. περίπου), τα περισσότερα είναι εγχειρίδια, μικρά ξίφη δηλαδή, ασημένια ή χάλκινα, τα οποία, σύμφωνα με μελετητές, είτε αποτελούσαν μέσα επίδειξης (τα ασημένια) είτε μαχαίρια (τα χάλκινα) για διάφορες καθημερινές χρήσεις, ενώ σπανιότερα θα μπορούσαν να είχαν χρησιμοποιηθεί ως όπλα για μονομαχίες εκ του πλησίον. «Στην ίδια χονδρικά εποχή, καθώς και λίγο αργότερα, συναντούμε και ανδρικά ειδώλια που φέρουν αντίστοιχα εγχειρίδια στη ζώνη τους, όπως το πολύ γνωστό από το ιερό κορυφής του Πετσοφά, κοντά στο Παλαίκαστρο, ανατολικά του Πετρά. Ανάλογα όπλα θα μπορούσαν βέβαια να σκοτώσουν, αν χρειαζόταν, αλλά μάλλον αυτοί που τα έφεραν επεδίωκαν να εντυπωσιάσουν, επιδεικνύοντας την υψηλή κοινωνική τους θέση, που τους επέτρεπε να έχουν πρόσβαση σε ακριβές εισηγμένες πρώτες ύλες, όπως ο χαλκός και το ελεφαντόδοντο», υπογράμμισε.
Μετά την καταστροφή των ανακτόρων της Κρήτης γύρω στο 1900 π. Χ. -μάλλον από σεισμό- ανεγείρονται νέα ανάκτορα, όπου κυριαρχεί η Κνωσός. Την ίδια περίοδο αρχίζει και η επεκτατική πολιτική στον Αιγαίο. Πόσο ειρηνική ήταν; «Οι μινωικές εγκαταστάσεις στη Θήρα, τη Μήλο, την Ρόδο, την Κέα, τη Σάμο, αλλά και τη Μίλητο και την Ιασό της Μικράς Ασίας, πιθανότατα είναι αποικίες που ιδρύθηκαν για εμπορικούς σκοπούς. Είναι βέβαιο ότι αρκετοί Μινωίτες κατοίκησαν εκεί, δεν πρόκειται για απλά εμπορεία, μετέφεραν τον πολιτισμό τους, τις σφραγίδες τους, σε μερικές περιπτώσεις και πινακίδες Γραμμικής Α γραφής, τα αγγεία τους, τη μαγειρική και την υφαντική τους κλπ. Αυτή η κατάσταση της Μινωικής -για την ακρίβεια Κνωσιακής- επικράτησης στο Αιγαίο ονομάσθηκε ‘μινωική ειρήνη’ κατ’ αντιστοιχία με την πολύ νεότερή της ‘ρωμαϊκή ειρήνη’ που επικράτησε σε όλη τη Μεσόγειο, μετά τις ρωμαϊκές κατακτήσεις όλων των ελληνιστικών βασιλείων και όχι μόνον. Υπήρχε άραγε μινωικός στρατός στα νησιά για να προστατεύσει την κυριαρχία ή πρόκειται μόνον για ειρηνική, εμπορική αρχικά και πολιτιστική εξάπλωση; Προηγήθηκε μήπως κάποιος πόλεμος της ‘μινωικής ειρήνης; Δεν γνωρίζουμε. Πολύ ενδιαφέρουσες γι’ αυτήν τη Νεοανακτορική περίοδο, πέρα από το γεγονός της Μινωικής εξάπλωσης στο Αιγαίο, είναι άλλες δύο αλλαγές, η μια στα όπλα και η δεύτερη στις απεικονίσεις», ανέφερε η κ. Τσιποπούλου.
Και εξηγεί ότι την εποχή αυτή αρχίζουν να εμφανίζονται στην Κρήτη μεγάλα σπαθιά, οπωσδήποτε πιο λειτουργικά από τα προηγούμενα εγχειρίδια. Επίσης, για πρώτη φορά έχουμε παραστάσεις μονομαχιών σε σφραγιδόλιθους. Τι σημαίνουν τα τελευταία παραδείγματα; «Πιθανότατα συνδέονται με τη λεγόμενη Μινωική θαλασσοκρατορία, αλλά οπωσδήποτε δείχνουν την άνοδο νέων ελίτ εντός της μινωικής κοινωνίας, την εποχή των Νέων Ανακτόρων, οι οποίες αισθάνονται την ανάγκη να διακριθούν ως πολεμιστές. Είχαν προφανώς το χρόνο να εξασκηθούν και στα όπλα για να προωθήσουν την ιδεολογία τους και σε συμβολικό επίπεδο», ανέφερε η κ. Τσιποπούλου, συμπληρώνοντας πόσο περίεργο είναι οι παραστάσεις αυτές μονομαχιών να περιορίζονται στη μικρογλυπτική, ενώ θα ήταν πολύ καλύτερα εναρμονισμένες σε τοιχογραφίες, όπως συνέβη αργότερα στην Μυκηναϊκή Ελλάδα. «Όπως είπαμε όμως, δεν έχουμε στις μινωικές τοιχογραφίες καμία σκηνή βίας ή πολέμου».
Μετά το 1450 η Κρήτη ήταν υπό Μυκηναϊκή κυριαρχία και πολλές αλλαγές συνέβησαν στην κοινωνία και τη διοίκηση. Νέες ελίτ αναπτύχθηκαν. Οι Μυκηναίοι ήταν πολεμιστές και πολλοί από αυτούς είχαν ταφεί με τα μακριά σπαθιά τους, αλλά και τα «οδοντόφρακτα κράνη» τους από χαυλιόδοτες κάπρου. Μετά την πτώση των Μυκηναϊκών ανακτόρων της κυρίως Ελλάδας, νέα κύματα Μυκηναίων έφθασαν στην Κρήτη και ενσωματώθηκαν με τον ντόπιο πληθυσμό. Μαζί με αυτούς και ομάδες πολεμιστών, οι οποίες τον 12ο αιώνα έχουν ταφεί σε μικρούς θολωτούς τάφους, συνοδευόμενες από ισχυρά επιθετικά και αμυντικά όπλα.