Κρήτη: Ο καλλιτέχνης που ζει και δημιουργεί μέσα από το ξύλο
Ζει, αναπνέει, λειτουργεί κυρίαρχα μέσα από τη σχέση και την επαφή που έχει με το ξύλο. Νιώθει ότι κάθε φορά που δίνει «ζωή» στο άψυχο ξύλο σε έναν κορμό από δένδρο που είχε πεθάνει, πως και ο ίδιος ζωντανεύει.
«Και είναι μία ζωντάνια που τη νιώθω, τόσο δυνατά που πολλές φορές με εκπλήσσει. Υπάρχουν πολλές φορές που ξεχνιέμαι πάνω από το ξύλο την ώρα που το σκαλίζω δίνοντας του μορφή που όταν επανέρχομαι στον χρόνο μπορεί να έχουν περάσει ακόμη και μέρες», λέει στο ΑΠΕ - ΜΠΕ ο Γιώργος Κουτάντος, ένας γνήσια λαϊκός καλλιτέχνης ξυλογλύπτης ο οποίος στην πλαγιά του Ψηλορείτη στην Αξό Μυλοποτάμου Ρεθύμνου, έχει δημιουργήσει έναν κόσμο, της ανάτασης, της ανάστασης, της περίσκεψης, έναν κόσμο της δημιουργίας, αποκλειστικά δικό του, όπως ο ίδιος αναφέρει.
Γεννημένος το 1981, από πολύ νεαρή ηλικία ένιωσε την ανάγκη να δημιουργήσει με τα χέρια. Χωρίς να έχει δασκαλευτεί, χωρίς να έχει μελετήσει. Έφτιαξε πηλό και ξεκίνησε με φιγούρες ζώων, να δίνει σχήμα στον πηλό, στον γύψο ενίοτε και στην πέτρα, ζωντανεύοντας τα δημιουργήματα του με χρώματα έντονα. «Όμως κάποια μου έσπασαν και όποτε έσπαγε ο πηλός εγώ πείσμωνα και αναζητούσα νέες τεχνικές, πιο σκληρά υλικά και σιγά σιγά οδηγήθηκα στο ξύλο το οποίο, σαν να ήταν από τον θεό ένιωσα μία παράξενη, πρωτόγνωρη δεσιά μαζί του. Κι η αλήθεια είναι ότι ποτέ δεν με πρόδωσε…». Ο Γιώργης όπως τον φωνάζουν φίλοι και χωριανοί,διαπίστωσε πως κάθε φορά το έργο του και η γλυπτική στο ξύλο, έπαιρνε όλο και μεγαλύτερες διαστάσεις με αποτέλεσμα να οδηγηθεί στη δημιουργία τεράστιων έργων κυρίως για να γοητεύουν από μακριά, όπως εξομολογείται στο ΑΠΕ ΜΠΕ, και όχι για να εντυπωσιάζουν.
Εκεί στη μάντρα που υπήρχαν σταβλισμένα ζώα της οικογένειας του, ο Γιώργος Κουτάντος ξεκίνησε με το σκαρπέλο και τη μικρή βαριά να δίνει φυσιογνωμία και ζωή στα ξύλα του, στους κορμούς του. Όμως κάθε έργο με το που ολοκληρωνόταν ζητούσε και τη στέγη του και ο Γιώργος Κουτάντος ή Τσκαλογιώργης άρχισε παράλληλα να φτιάχνει όλο και μεγαλύτερους χώρους στη μάντρα, στο στάβλο. Που μετέπειτα έγινε σπίτι, και συνέχισε να χτίζει πότε με πέτρα, πότε με ξύλο, τοίχους, σκεπές, να δημιουργεί σκεπαστά τμήματα για τα έργα του, με αποτέλεσμα κάποιο πρωινό να έχει μπροστά στα μάτια του ένα ολόκληρο τεράστιο μουσείο όπου φυλάσσονται και «αναπνέουν» τα έργα του προφυλαγμένα από τους δύσκολους καιρούς που μαγνητίζει ο Ψηλορείτης.
Θα ήταν περίπου 8 χρόνων όταν πήρε μουσκεμένο χώμα από τις ποτισμένες ελιές και πλάθοντας το κατάλαβε ότι στο άμορφο μπορούσε να δίνει μορφή. «Δεν το έσκαψα το χώμα όταν το πήρα. Έχωσα τα δακτύλια μου μέσα στο χώμα χωρίς να το πληγώσω. Αυτό κάνω τόσα χρόνια. Ποτέ δεν έχω κόψει ούτε ένα ξύλο. Πάντα τα ξύλα που δουλεύω είναι ξύλα νεκρά, πεσμένα από τους καιρούς, κομμένα αλλά όχι από μένα. Έρχονται φίλοι και γνωστοί και μου λένε πως στην πέρα μπάντα υπάρχει ένας κορμός πεσμένος. Πάω με τα αδέρφια μου και τον φέρνω στο σπιτικό, στο Μουσείο μου και αφού τον μελετήσω, αφού δω όσα μπορέσει να δει το μάτι και το μυαλό μου πάνω στο άψυχο ξύλο, στον άψυχο κορμό, ξεκινάω να πελεκώ, να δίνω σχήμα και να ζωντανεύω ότι η φύση επέτρεψε να βρεθεί στα χέρια μου». Ακόμη και επισκέπτες που έχουν γνωρίσει τα έργα του, τον έχουν πάρει τηλέφωνο μόλις δουν κάπου έναν κορμό και τον ενημερώνουν το πού βρίσκεται. «Ταξιδεύω και τον φέρνω στην τελευταία τους πατρίδα», λέει χαμογελώντας.
Από μικρός ο Γιώργης είχε την ενίσχυση και την ασφάλεια που του παρείχε η δεμένη οικογένεια του με «τον κυρ Γιάννη και την Μάνα Μαρία», δυο γονείς που τον ενίσχυαν συνεχώς, προκαλώντας τον να μην πάψει να δημιουργεί. Αυτή την αγάπη διακρίνει εύκολα κάποιος στο έργο του στο οποίο απεικονίζονται οι γονείς του και ο ίδιος, φτάνοντας σε ύψος που ξεπερνάει τα τρία μέτρα. Όπως και στο τεράστιο γλυπτό του όπου το οικογενειακό δέντρο είναι γεμάτο καρπούς που είναι τα μέλη της πατρικής του οικογένειας.
Ο στρατός τού έδωσε την ευκαιρία της περισυλλογής και το αποτέλεσμα αυτής ήταν το 2001 να δημιουργήσει το πρώτο του τεράστιο έργο που απεικονίζει το Αετό, σύμβολο του Ψηλορείτη, στα ακράνυχα του οποίου είναι πιασμένος και μάχεται μαζί του το φίδι. Ο κορμός που φτιάχτηκε το έργο αγοράστηκε από τον ίδιο μόλις έφευγε για φαντάρος. Και αυτός τον «περίμενε» ξέροντας ίσως ότι ο Γιώργης θα του δώσει και πάλι ζωή.
Το τεράστιο μέγεθος των έργων του Γιώργου Κουτάντου έχει εντυπωσιάσει Έλληνες και ξένους επισκέπτες, και τουρίστες. Και νιώθει αυτή η αναγνώριση ως υποχρέωση του να εξηγεί, να περιγράφει ο ίδιος σε κάθε επισκέπτη ξεχωριστά σε όλους τους χώρους του Μουσείου, για όλα τα εκθέματα, το πώς ξεκίνησαν, πώς δούλεψε, τι μήνυμα ήθελε να μεταφέρει.
Και αυτή η δοτικότητα που δείχνει προς τους επισκέπτες του Μουσείου είναι τόσο αγνή, που πραγματικά εντυπωσιάζει. «Έχω γνωρίσει ανθρώπους από όλο τον κόσμο. Και αυτοί έχουν γνωρίσει τα έργα μου. Δε θέλει πολλά ο άνθρωπος για να αναπτύξει ζεστή σχέση ο ένας με τον άλλον. Θέλει κάτι πολύ απλό. Κουβέντα. Με αυτή τα κλείνεις όλα».
Στην ερώτηση, ποιο ήταν το καλύτερο κομπλιμέντο που έχει ακούσει, εξιστορεί την επαφή του με ένα μικρό μαθητή από ένα νηπιαγωγείο του Ατσιπόπουλου στο Ρέθυμνο. «Όταν τους μίλησα για τα έργα μου, ρώτησα τα παιδιά αν θέλουν να με ρωτήσουν κάτι. Ένα μικρό σήκωσε το χέρι του για να μιλήσει και όταν τον κοίταξα, με δυνατή φωνή και στον ενικό μου είπε, τόσο αληθινά μα και τόσο αθώα. Κύριε, είσαι φοβερός. Αυτό θεωρώ ότι είναι ό,τι πιο αληθινό έχω ακούσει ως κομπλιμάν, διότι τα παιδιά δεν χαρίζουν και δεν χαρίζονται». Θυμάται όμως, όπως μας είπε, και επισκέπτες του μουσείου που στέκονται μπροστά από έργα του και δακρύζουν πότε από χαρά και πότε από λύπη… «Δεν ρωτάω το γιατί. Αφήνω τον καθένα στο συναίσθημα και στις σκέψεις του. Θυμάμαι και τα παιδιά με αναπηρία που έχουν σταθεί μπροστά από τα έργα μου, τα οποία εκείνα θαυμάζουν εμένα, αλλά εγώ θαυμάζω αυτά. Διότι είναι πιο μαχητές από μένα και στη ζωή και στα πάντα, τόσο αυτά όσο και οι δικοί τους. Μια φορά συναντήθηκα με δύο τυφλά παιδιά τα οποία γνώριζαν τα έργα μου ψηλαφώντας κάθε ένα από αυτά για πάρα πολύ ώρα. Συγκινήθηκα και ένιωσα υπέροχα που τους έδωσα τη δυνατότητα να γνωρίσουν μία μορφή τέχνης με τεράστιο ύψος, όπως τεράστια είναι η δύναμη των παιδιών αυτών για τη ζωή».
Η γυναίκα στα έργα του, είναι ένα πρόσωπο συμβολικό και μέσα από το σκάλισμα επιθυμεί να εκφράζει την αγάπη που γεμίζει η γυναίκα και η μάνα τον κόσμο, τον πόνο και την αγωνία, τον θρήνο αλλά και τη δημιουργία, το πρόσωπο, αυτή καθ΄ αυτή η γυναίκα.
Στο έργο του για τη μνήμη της κυπριακής τραγωδίας, διαβάζει ο επισκέπτης την επιγραφή «Ισαάκ και Τάσο, Αθάνατοι» και βλέπει τη γερόντισσα να κρατά κάτω από τη σημαία τη φωτογραφία του αγνοούμενου παιδιού της, που χάθηκε στην Κύπρο, όπως χάθηκε η ζωή του Ισαάκ όταν ανέβηκε στον ιστό της σημαίας, από σφαίρα Τούρκου. Ο καλλιτέχνης εκφράζει όλη του, όπως ανέφερε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, την αγωνία για το θέμα τόσο του διχοτομημένου νησιού, για το πώς θα πορευτεί ο κυπριακός λαός στο μέλλον αλλά κυρίως: «Ένιωσα την ανάγκη να στείλω το μήνυμα ότι οι αγνοούμενοι δεν πρέπει να ξεχαστούν. Και αυτό το μήνυμα μπορεί να μείνει χρόνια αποτυπωμένο στο έργο μου πάνω στο ξύλο των αιώνων και της ζωής», ανέφερε.
Έχοντας λάβει μέρος, στα είκοσι χρόνια του ως ξυλογλύπτης, σε πολλές εκθέσεις και «κουβαλώντας» σήμερα πια τον τίτλο του καταξιωμένου ιδιαίτερου ξυλογλύπτη καλλιτέχνη, ο Γιώργης, πιο πολύ απομονωμένος και αφοσιωμένος στο δέσιμο του με την τέχνη του, δεν μετέχει πια σε εκθέσεις. «Άλλωστε είναι πια πολύ δύσκολο τα έργα μου είναι πολύ μεγάλα και πολύ δύσκολα θα μπορούσαν να μεταφερθούν. Δεν διακινδυνεύω ούτε να τραυματιστούν μήτε να σπάσουν. Εδώ στην Αξό, κάτω από το βλέμμα του Ψηλορείτη, υπάρχω, ζω μαζί τους και όποιος θέλει μπορεί να μας επισκεφτεί. Οι πόρτες μας είναι ανοικτές όπως και οι ψυχές μας», μας είπε ο ορεσίβιος άνδρας που οι προεκτάσεις των χεριών του καταλήγουν σε ένα βαριόσφυρο και ένα χονδροσκάρπελο.
«Μόνο έτσι δουλεύονται η Ελιά, η Λεμονιά, ο Ευκάλυπτος, τα Κυπαρίσσια, η Καρυδιά. Και όσο τα δουλεύω τόσο ανακαλύπτω και την ιστορία του κάθε δένδρου. Ιστορία που αναδύεται είτε μέσα από την ηλικία του είτε μέσα από τα σημάδια του επιφανειακά και κατάσαρκα. Έχω διαβάσει λόγια πάνω σε κορμούς γραψίματα, έχω ξεκουφίσει σφαίρες, αλλά έχω αφουγκραστεί και τριξίματα λες και αναστενάζει ο κορμός για κάποιο λόγο». Ιστορίες δηλαδή, που μεταξύ του Γιώργου Κουτάντου και των κορμών ανταλλάσσονται, λες και μοιάζει Κρυφό Σχολειό, το Μουσείο που ο ίδιος έκτισε και έστησε ως βιβλίο με ζωντανές ξυλόγλυπτες σελίδες.
Αυτές οι ιστορίες, αποτυπώνονται και στα πάνω από 100 ξυλόγλυπτα του καλλιτέχνη. Μπορεί να περνούν μήνες και μήνες μέχρι να ολοκληρώσει ένα έργο, όμως όταν η τελευταία κοψιά, ρίξει στο πάτωμα το τελευταίο πριονίδι ή την τελευταία φλούδα ξύλου, τότε ο κάθε ένας εκστασιάζεται μπροστά στο πώς έχει αποτυπωθεί, ο Θάνατος, το Μοιρολόι, ο Γάμος, η σύναξη, οι χωρικοί, ήθη και έθιμα του τόπου που έρχονται να δέσουν με την αποτύπωση της καθημερινότητας του χωριού, της ιστορίας, της Μυθολογίας, με το έργο του τον Ηρακλή και τον Προμηθέα Δεσμώτη, εικόνες της σύγχρονης ιστορίας, του δράματος του Κυπριακού προβλήματος αλλά και της ορθοδοξίας μέσα από τη Σταύρωση και τη Γέννηση του Χριστού. Έργα που ξεπερνούν ακόμη και τα 6,50 μέτρα σε ύψος. Θεόρατα όπως και το μεγαλείο της σχέσης που έχει ο Γιώργος Κουτάντος με τον τόπο του, τη φύση αλλά και την εσωτερικότητα των ανθρώπων.
«Πολλές φορές έχω σταθεί δίπλα στο έργο μου για να συνεχίσω τη δημιουργία του πάνω στο κορμό, με νεύρα, ή με λύπη, ακόμη και με θυμό για διάφορους λόγους. Όμως όταν απομακρυνθώ έχοντας ολοκληρώσει το σκάλισμα και το πελέκημα του, νιώθω πως όλα έχουν περάσει. Νιώθω πως τίποτε δεν με έχει αγγίξει, πως δεν έχω άλλο συναίσθημα πέρα της αγαλλίασης. Αυτό δηλαδή που κάθε άνθρωπος, θα ήταν όμορφο να γνωρίσει πριν πει ότι απόκαμε και δεν αντέχει άλλο», αναφέρει ο Γιώργος Κουτάντος έχοντας στο βλέμμα του όση αλήθεια μπορεί να κουβαλάει ένας άνθρωπος που ζει πολύ μακριά από τον θόρυβο και τα πειράγματα ενός πολύπλοκου αστικού κόσμου.
Δείτε επίσης
-
Δεν υπάρχουν καταχωρήσεις