Ο Μουνκ δημιούργησε διάφορες εκδοχές της Κραυγής με διάφορα μέσα. Το Μουσείο Μουνκ έχει μια από τις δύο ζωγραφικές εκδοχές (1910) και ένα παστέλ.
« …Από το σάπιο σώμα μου θα ανθίσουν λουλούδια και θα είμαι μέσα τους και αυτή είναι η αιωνιότητα…» Έντβαρτ Μουνκ
Λένε πως πίσω από κάθε μεγάλο ζωγραφικό πίνακα κρύβεται και μια ιστορία. Όλοι τον έχουμε δει, τον έχουμε θαυμάσει, μας έχει ίσως τρομάξει αλλά λίγοι γνωρίζουν πραγματικά γιατί τον φωνάζουν « H Kραυγή » ή «The Scream» και ποιος τον έχει δημιουργήσει…
Στους περισσότερους τo όνομα Έντβαρτ Μουνκ δεν θυμίζει σχεδόν τίποτα. Νορβηγός ζωγράφος που γεννήθηκε πριν 150 χρόνια περίπου (12 Δεκεμβρίου 1863) και πέθανε σαν σήμερα στις 23 Ιανουαρίου του 1944. Ο διάσημος πίνακας είναι δικό του δημιούργημα.
Τον ίδιο τον χαρακτήρισαν ρεαλιστή ζωγράφο με πρότυπα τον έρωτα, την αρρώστια και το θάνατο!
Ο Μουνκ λοιπόν είναι ο δημιουργός της διάσημης « Κραυγής »που η ιστορία της ζωής του μας δίνει την απάντηση στην δημιουργία της. Ήταν το δεύτερο παιδί μιας επταμελούς οικογένειας από την Νορβηγία που, στα
τρία του χρόνια, μετακομίζει στο Όσλο, λόγω της εργασίας του πατέρα του.
Στο οικογενειακό δέντρο αναφέρονται πρόγονοί του που έχουν σχέση με τη ζωγραφική, την ιστορία και την τέχνη, γενικότερα. Σε πολύ νεαρή ηλικία ,στα πέντε του μόλις χρόνια, χάνει την μητέρα του από φυματίωση και
λίγα χρόνια αργότερα από την ίδια ασθένεια και την αγαπημένη του αδελφή ,Τζοάννα.
Μεγαλώνει σε ένα πολύ αυστηρό περιβάλλον, με έναν πληγωμένο πατέρα που σπέρνει τον φόβο σε όλα του τα παιδιά, λέγοντάς τους επανειλημμένα ότι εάν αμαρτήσουν με οποιαδήποτε τρόπο, θα καταδικάζονταν στην Κόλαση, χωρίς πιθανότητα συγχώρεσης. Αυτό δημιουργεί πολλές ενοχές στην παιδική του ψυχή και πιθανόν είναι η αιτία που τον κάνει να νιώθει και να είναι συχνά άρρωστος.
Κάποια στιγμή, μεγάλος πια, θα πει : «Δεν ζωγραφίζω αυτό που βλέπω, αλλά αυτό που έβλεπα».
Η οικογένεια του ακολουθεί μια πορεία που δεν θα την έλεγε κανείς ευτυχισμένη. Μια από τις αδελφές του επίσης πάσχει από διανοητική ασθένεια. Κανένας από τα υπόλοιπα αδέλφια του δεν παντρεύεται εκτός από τον Πέτρο- Ανδρέα που, όμως, πεθαίνει λίγους μήνες μετά τον γάμο του. Ο σκληρός και αυταρχικός πατέρας πεθαίνει στα 1889 σε σχετικά νεαρή ηλικία και τότε ο Μουνκ γράφει :
« …Kληρονόμησα δύο από τους πιο φοβερούς εχθρούς της ανθρωπότητας ..την κληρονομιά της φυματίωσης και της παραφροσύνης …η ασθένεια, η τρέλα και ο θάνατος ήταν οι μαύροι άγγελοι που στάθηκαν στο λίκνο μου…»
Στους πίνακες του, γενικά, υπάρχουν δύο στοιχεία που τους χαρακτηρίζουν. Η αγάπη και ο θάνατος. Στα έργα του δέχεται επιρροές από τους γάλλους εμπρεσιονιστές, καταξιώνεται όμως, τελικά, ως πρόδρομος του εξπρεσιονισμού. Θεωρείται πρωτοπόρος ζωγράφος και η προσφορά του στην μοντέρνα τέχνη είναι καινοτόμος και ασύγκριτη. Καθιερώθηκε έτσι να λέγεται όχι απλώς ο μεγαλύτερος Νορβηγός καλλιτέχνης αλλά και πρωτοπόρος ζωγράφος που επηρέασε την παγκόσμια ζωγραφική.
Συμμετέχει σε δύο κύκλους- κινήματα λογοτεχνών και ζωγράφων, οπαδών των Χεγκελ και Καντ οι« Μποέμ της Καστανίας» και αργότερα στους « Μποέμ του Βερολίνου που ζουν πέρα από τα πρότυπα του συντηρητικού κατεστημένου και που επηρεάζουν τη ζωή και την τέχνη του. Απαιτούν την ελευθερία του ατόμου και καθιερώνουν το ελεύθερο σεξ σαν βάση επικοινωνίας μεταξύ των δύο φύλλων.
Η σχέση του με την Τούλα Λάρσεν, κόρη πλούσιου εμπόρου κρασιών είναι καταλυτική. Ταξιδεύουν μαζί , πίνουν πολύ και στις συνεχείς πιέσεις της να παντρευτούν γράφει ο ίδιος σε τρίτο πρόσωπο σαν να μιλεί σε κάποιον φίλο του : «Από μικρός μισούσε το γάμο. Το αρρωστημένο και νευρωτικό περιβάλλον του σπιτιού του του είχε δημιουργήσει το συναίσθημα ότι δεν είχε δικαίωμα να παντρευτεί.»
Από την ασύδοτη ζωή που ζούσαν και το πολύ ποτό κλονίζεται η υγεία του πολύ σοβαρά και υποχωρεί στις πιέσεις της ερωμένης του αλλά τρέμοντας στην ιδέα του γάμου οδήγησε, τελικά, τη σχέση στη διάλυση. Πάνω στη διαμάχη του χωρισμού τους, η Λάρσεν βγάζει ένα περίστροφο κι απειλεί να αυτοκτονήσει. Τραυματίζεται στην προσπάθειά του να το αποσπάσει από τα χέρια της και του κόβεται μέρος από το δάχτυλό του. Το τραγικό τέλος του δεσμού κι ο τραυματισμός του του έγιναν έμμονη ιδέα και τον ακολούθησαν μέχρι τον τελικό νευρικό κλονισμό του, το 1908. Εισάγεται σε νευρολογική κλινική , όπου όλη αυτή η περιπέτεια τον οδηγεί σχεδόν σε παράλυση του ποδιού του, θεραπεύεται και στα τελευταία χρόνια της ζωής του απομονώνεται και συνεχώς δημιουργεί.
Το 1892, η Ένωση των καλλιτεχνών του Βερολίνου προσκάλεσε τον Μουνκ στην Έκθεση του Νοεμβρίου. Τα έργα του προκάλεσαν πικρή διαμάχη και μετά από μια εβδομάδα η έκθεση έκλεισε. Στη δεκαετία του '30 και τη δεκαετία του '40, οι Ναζί θεώρησαν τα έργα του "εκφυλισμένη τέχνη" και αφαίρεσαν τη δουλειά του από τα γερμανικά μουσεία. Ο Μουνκ πληγώθηκε βαθιά, καθώς είχε αρχίσει να αισθάνεται τη Γερμανία σαν την δεύτερη πατρίδα του.
Η Κραυγή είναι μία σειρά από εξπρεσιονιστικούς ζωγραφικούς πίνακες του ζωγράφου, που απεικονίζει μια αγωνιούσα μορφή με φόντο ουρανό σε χρώμα κόκκινο του αίματος. Θεωρείται από μερικούς πως συμβολίζει το ανθρώπινο είδος κάτω από τη συντριβή του υπαρξιακού τρόμου.
Ο Μουνκ δημιούργησε διάφορες εκδοχές της Κραυγής με διάφορα μέσα. Το Μουσείο Μουνκ έχει μια από τις δύο ζωγραφικές εκδοχές (1910) και ένα παστέλ. Η Εθνική Πινακοθήκη της Νορβηγίας έχει την άλλη ζωγραφική εκδοχή (1893). Μια τέταρτη εκδοχή, σε παστέλ, είναι στην ιδιοκτησία του Νορβηγού δισεκατομμυριούχου Πέττερ Όλσεν (Petter Olsen). Ο Μουνκ δημιούργησε επίσης μια λιθογραφία (1895) της εικόνας.Η Κραυγή έχει υπάρξει στόχος πολλών διάσημων κλοπών. Το 1994 κλάπηκε η εκδοχή της Εθνικής Πινακοθήκης. Ανακτήθηκε αρκετούς μήνες μετά. Το 2004 κλάπηκαν από το Μουσείο Μουνκ η Κραυγή και η Μαντόννα, έτερος πίνακας του Μουνκ. Και οι δύο πίνακες ανακτήθηκαν το 2006. Είχαν υποστεί φθορές που έπρεπε να διορθωθούν και επέστρεψαν στην κοινή θέα τον Μάιο του 2008.Ο αρχικός Γερμανικός τίτλος που δόθηκε στον πίνακα από τον Μουνκ ήταν Der Schrei der Natur (Ο Λυγμός της Φύσης).
Μία από τις τέσσερις εκδοχές του πίνακα , πωλήθηκε στον οίκο δημοπρασιών Sotheby για σχεδόν 120 εκατομμύρια δολάρια.
Σε μια σελίδα στο ημερολόγιό του με την επικεφαλίδα Νίκαια 22.01.1892, ο Μουνκ περιγράφει την έμπνευσή του για τον αρχικό πίνακα:
«Περπατούσα σ' ένα μονοπάτι με δυο φίλους - ο ήλιος έπεφτε - ξαφνικά ο ουρανός έγινε κόκκινος σαν αίμα - σταμάτησα, νιώθοντας εξαντλημένος, και στηρίχτηκα στο φράχτη - αίμα και γλώσσες φωτιάς πάνω από το μαύρο-μπλε φιόρδ και την πόλη - οι φίλοι μου προχώρησαν, κι εγώ έμεινα εκεί τρέμοντας από την αγωνία - κι ένιωσα ένα ατέλειωτο ουρλιαχτό να διαπερνά τη φύση."
Έχτισε ένα στούντιο και ένα σπίτι στο κτήμα Ekely στο Skøyen του Όσλο, όπου και πέρασε τις τελευταίες δεκαετίες της ζωής του. Πέθανε εκεί στις 23 Ιανουαρίου 1944, έναν μήνα μετά από τα 80ά γενέθλιά του. Ο ίδιος λίγα χρόνια πριν έχει γράψει :
« …Από το σάπιο σώμα μου θα ανθίσουν λουλούδια και θα είμαι μέσα τους και αυτή είναι η αιωνιότητα…»
ΠΗΓΕΣ:
Wikipedia.org
Cretalive.gr
http://www.munchmuseet.no
Δείτε επίσης
- Γερμανία: Αυτοκίνητο έπεσε σε επισκέπτες χριστουγεννιάτικης αγοράς - Τουλάχιστον 11 νεκροί
- Politico: Ο Γ’ Παγκόσμιος Πόλεμος βρίσκεται ήδη σε εξέλιξη, στην Ουκρανία
- NBA Cup: Θρίαμβος για τους Bucks με triple-double του MVP Αντετοκούνμπο
- Οι χριστιανοί στη Συρία ζουν ξανά τον εφιάλτη
- Η τρύπα του όζοντος επουλώνεται με ταχύ ρυθμό