Τα τελευταία 10 - 15 χρόνια οι μελισσοκόμοι αναφέρουν ότι τα μελίσσια τους είναι ασυνήθιστα αδύναμα.
Οι μέλισσες δέχονται επίθεση από πολλές πλευρές. Παράσιτα, αγροχημικά φάρμακα, μολυσματικοί παράγοντες, κλιματικές αλλαγές είναι μόνο μερικοί από τους λόγους για την εξαφάνισή τους, οι οποίοι έχουν εντοπισθεί από τους επιστήμονες.
Συγκεκριμένα, τρία νεονικοτινοειδή φυτοφάρμακα, που κυκλοφορούν με πολλές εμπορικές ονομασίες σε όλη την Ευρώπη και την Ελλάδα, θεωρούνται βασική αιτία.
Ομως άγνωστο παραμένει ακόμα ποιες είναι οι συνέπειες από τον συνδυασμό όλων αυτών των επικίνδυνων παραγόντων, ποια είναι η αλληλεπίδρασή τους για την υγεία των μελισσών.
Οπως επισημαίνει η EFSA (Ευρωπαϊκή Αρχή για την Ασφάλεια των Τροφίμων) με χθεσινή ανακοίνωσή της, είναι σημαντικό να εκτιμηθεί με ποιο τρόπο ο συνδυασμός αυτών των παραγόντων οδηγεί στον θάνατο ή στην εξασθένιση των μελισσιών, «μια επιστημονική εργασία εξαιρετικά φιλόδοξη αλλά και συναρπαστική», αναφέρει ο Simon More, επικεφαλής κτηνίατρος της έρευνας. «Τα στοιχεία αυτά θα μας βοηθήσουν στη συνέχεια να προβλέψουμε και άρα πιθανώς να μειώσουμε τις συνέπειες για τις μέλισσες», εκτιμά.
Η μείωση των πληθυσμών των μελισσών δεν σημαίνει μόνο ότι το μέλι για τις επόμενες γενιές μπορεί να είναι ένα ακριβοθώρητο προϊόν, αλλά θέτει σε κίνδυνο ολόκληρη την παραγωγή των τροφίμων για την οποία οι μέλισσες εργάζονται ακούραστα εκατομμύρια χρόνια τώρα, γυρίζοντας από λουλούδι σε λουλούδι.
O Οργανισμός Τροφίμων και Γεωργίας των Ηνωμένων Εθνών (FAO) εκτιμά ότι από τα 100 είδη φυτών από τα οποία προέρχεται το 90% των τροφίμων παγκοσμίως, τα 71 γονιμοποιούνται με τη μεταφορά γύρης από τις μέλισσες.
Η πλειονότητα των καλλιεργειών στην Ευρώπη γονιμοποιείται με μέλισσες. Αν θέλουμε μια ψυχρή οικονομική αποτίμηση της δουλειάς που κάνουν για εμάς οι μέλισσες, αυτή ανέρχεται σε εκατοντάδες δισεκατομμύρια ευρώ.
Με λίγα λόγια, χωρίς τις μέλισσες είναι απίθανο ότι θα μπορέσουμε να εξασφαλίσουμε τη διατροφή μας και άρα την επιβίωσή μας.
Δεν είναι τυχαίο ότι ο Αϊνστάιν ανέφερε ότι αν οι μέλισσες εξαφανιστούν, σε ελάχιστο χρονικό διάστημα το ανθρώπινο είδος θα ακολουθήσει την τύχη τους.
Με αυτή την έννοια, η ΕFSA εκτιμά ότι είναι πολύ σημαντικό να εκτιμήσουμε πόσα υγιή μελίσσια υπάρχουν σε όλο τον κόσμο.
Τα τελευταία 10 - 15 χρόνια οι μελισσοκόμοι αναφέρουν ότι τα μελίσσια τους είναι ασυνήθιστα αδύναμα (οι βασίλισσες ζουν λιγότερο από το αναμενόμενο και οι κηφήνες είναι στείροι) και χάνουν συνεχώς πληθυσμούς, ειδικά στη Δυτική Ευρώπη, στη Γαλλία, στο Βέλγιο, στην Ελβετία, τη Γερμανία, στο Ηνωμένο Βασίλειο, στην Ολλανδία, την Ιταλία και την Ισπανία.
Στην Ελλάδα το πρόβλημα έχει αναφερθεί από τους μελισσοκόμους, αλλά εκτιμάται ότι η κατάσταση είναι καλύτερη από ό,τι σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες.
Ωστόσο χρειάστηκαν αρκετές μαρτυρίες και πιέσεις για να αναγνωριστεί ως σημαντικό δεδομένο η εξαφάνιση των μελισσών, που στην αρχή χαρακτηριζόταν περιστασιακό ή τυχαίο φαινόμενο.
Το 2009 η Ευρωπαϊκή Αρχή για την Ασφάλεια των Τροφίμων δημοσίευσε μελέτη στην οποία καταγραφόταν το φαινόμενο και προτείνονταν συγκεκριμένα μέτρα.
Ενα από τα προβλήματα που πρέπει να αντιμετωπίσουν οι επιστήμονες είναι η δυσκολία να συγκεντρωθούν στοιχεία για μέλισσες που δεν ανήκουν σε συγκεκριμένα μελίσσια ― αυτά που χρησιμοποιούνται για την παραγωγή μελιού και των παραγώγων του.
Πώς επηρεάζονται, για παράδειγμα, οι άγριες μέλισσες;
Οι επιστήμονες παραδέχονται πως είχαμε ελάχιστα στοιχεία για τη ζωή των ευρωπαϊκών μελισσών.
Τα τελευταία χρόνια έχει γίνει σημαντική προσπάθεια στο επίπεδο της συλλογής στοιχείων, αλλά όλοι παραδέχονται πως είναι δύσκολο να ελεγχθούν οι συνθήκες που δημιουργούν το πρόβλημα.
Πηγή: kathimerini.gr
Δείτε επίσης
- Η CIA παραδέχτηκε με επίσημα έγγραφα της: «Βρήκαμε εξωγήινη φυλή στον Άρη το 1984»
- Reuters: O Πούτιν είναι έτοιμος να συζητήσει με Τραμπ για κατάπαυση του πυρός στην Ουκρανία
- Ρωσία: Ξεκίνησε μαζική παραγωγή κινητών πυρηνικών καταφυγίων - Φόβοι για επέκταση του πολέμου
- Γάζα-OHE: Οι μέθοδοι πολέμου που χρησιμοποιεί το Ισραήλ αντιστοιχούν σε γενοκτονία
- Παναγία των Παρισίων: Ήχησαν ξανά οι καμπάνες για πρώτη φορά μετά την πυρκαγιά του 2019