Εκείνη την έσχατη ώρα, λίγο πριν κροταλίσουν τα γερμανικά όπλα ένας από τους μελλοθάνατους βρήκε το θάρρος να ρωτήσει «γιατί, γιατί μας σκοτώνετε;»
Η απάντηση που πήρε συνοψίζει μια ολόκληρη ιδεολογία, όπως συνοψίζει και το μέγεθος της ανθρώπινης αλαζονείας: «Είστε βάρβαρος λαός... Αλλά θα υποταχτείτε!» Ίσως να μην έχει διατυπωθεί ποτέ άλλοτε κατηγορητήριο με τόση κυνικότητα.
Γέργερη Κρήτης, 17 Αυγούστου 1944. Ανάμεσα στους 25 που βρέθηκαν γονατισμένοι μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα των Γερμανών, ήταν ένας 36χρονος άνδρας, πατέρας τριών ανήλικων παιδιών. Αλέκος Παπαδάκης το όνομά του. Σαν είδε τις κάνες να τον σημαδεύουν δεν σκέφτηκε τίποτ' άλλο παρά μόνο το καινούργιο σακάκι που φορούσε. Το έβγαλε γρήγορα και το πέταξε μπροστά του, δεν ήθελε να το τρυπήσουν οι σφαίρες. Χειμώνας ερχόταν, δύσκολος χειμώνας, κάποιο από τα ορφανά του θα μπορούσε να ντυθεί με το ρούχο του σκοτωμένου πατέρα!
Δεκατέσσερις σφαίρες καρφώθηκαν στο κορμί του εκείνη τη μέρα, μαζί με την τελευταία, την χαριστική βολή, που τον βρήκε στην πίσω μεριά της κεφαλής. Μα δεν πέθανε! Έζησε για να διδάξει τι σημαίνει αξιοπρέπεια κι αγάπη γονεϊκή, έζησε για να διασώσει τη μνήμη, για να υπενθυμίζει σε κάθε επηρμένο κατακτητή πως η δόξα των ανθρώπων μοιάζει με τον καπνό που χάνεται στο φύσημα του ανέμου, πως οι εξουσίες που θεμελιώθηκαν πάνω στην αδικιά και στηρίχτηκαν στην βία είναι εφήμερες!
Είχα την τύχη να συναντήσω τον Αλέκο Παπαδάκη τον χειμώνα του 1980, στο ξεκίνημα της πρώτης μου προσπάθειας στο χώρο των περιοδικών. Πήγαμε μαζί στον τόπο εκτέλεσης, μιλήσαμε, θαύμασα τον άνθρωπο. Η χειμαρρώδης αφήγησή του με παράσερνε σ' ένα ζοφερό κόσμο, ζούσα την αγωνία του, ακουμπούσα τις πληγές του, σαν απόηχοι ενός μακρινού παρελθόντος μου φαίνονταν τα λόγια του. Ήμουν νέος πολύ κι έτρεφα την κρυφήν ελπίδα πως το πάθημα είχε γίνει κιόλας μάθημα, η ανθρωπότητα μπορούσε να σχεδιάζει ένα καινούργιο αύριο χωρίς τα φαντάσματα του χτες. Σήμερα, 35 χρόνια μετά, αντηχούν σαν καμπάνες κινδύνου τα λόγια του Γερμανού αξιωματικού. Είναι η πιο κυνική ομολογία μιας ιδεολογίας και μιας αντίληψης που δημιούργησε ποταμούς αιμάτων και κρουνούς δακρύων: Τιμωρείστε όχι επειδή κάνατε κάποιο έγκλημα αλλά επειδή είστε βάρβαροι, διαφορετικοί από μας τους πολιτισμένους. Που θα πει, με πιο απλά λόγια, πως «εμείς οι πολιτισμένοι σκοτώνομε όσους δεν είναι σαν κι εμάς».
Το πρώτο αφιέρωμα στη θυσία των 25 πατριωτών το δημοσίευσα στις "Κρητικές Εικόνες" το 1981. Πολλά χρόνια μετά ξεφύλλισα πάλι τις παλιές σημειώσεις κι έγραψα ένα εκτενέστερο κείμενο στο περιοδικό "ΥΠΕΡ -Χ" που εκδίδει και διανέμει δωρεάν ο όμιλος Σ/Μ ΧΑΛΚΙΑΔΑΚΗ (τεύχος 71/ 2014). Το κείμενο αυτό αναρτώ σήμερα και σε τούτη την ιστοσελίδα. Το αφιερώνω στη μνήμη όλων των πατριωτών από τη Γέργερη και τη Νίβρυτο που εκτελέστηκαν μαζί με τον Αλέκο, στη μνήμη όλων των θυμάτων του ναζισμού.
ΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΤΟΥ 2014:
Σαν αστροπελέκι έπεσε η διαταγή:
«Όλες οι πόρτες να μείνουν ανοιχτές. Όποιος δεν υπακούσει θα εκτελείται...».
Με βαριά καρδιά έβλεπαν οι άνθρωποι τους Γερμανούς να μπαινοβγαίνουν στις ορθάνοιχτες πόρτες και ν' αρπάζουν το βιος τους. Στάρια, κριθάρια, λάδια, μέχρι και πατάτες και σταφίδες· τίποτα δεν άφηναν. Άνοιξαν τις κασέλες, λεηλάτησαν υφαντά και κεντήματα, άδειασαν τα νοικοκυριά.
Κανείς δεν ήξερε τότε πως το διαγούμισμα δεν ήταν τίποτα μπροστά σ' εκείνο που επρόκειτο να συμβεί την επόμενη μέρα!
Γέργερη Κρήτης, 13 και 14 Αυγούστου 1944. Την ώρα που το γερμανικό θεριό ξεψυχούσε.
Η επόμενη μέρα, η μεγάλη γιορτή του Δεκαπενταύγουστου, βρήκε το χωριό βουτηγμένο στο πένθος. Λίγο πιο πέρα από τα τελευταία σπίτια, κείτονταν 24 κουφάρια. Παιδιά, πατεράδες, αδέρφια, συγγενείς, φίλοι. Δυο χωριά της Κρήτης, η Γέργερη κι Νίβρυτος είχαν πληρώσει βαρύ τίμημα...
Γυρνάμε πίσω τον χρόνο, επτά δεκαετίες πέρασαν από τότε, η συμφορά έγινε επέτειος που τιμάται με στεφάνια και λόγους επίσημους, το βίωμα σβήνει μαζί με τους ανθρώπους, η μνήμη γίνεται απλώς ιστορία. Η θυσία της Γέργερης είναι για την πολιτεία μια επέτειος. Όπως τόσες και τόσες. Για τους θύτες παραμένει απλώς μια παρένθεση που πρέπει να κλείσει. Χωρίς δικαίωση, φυσικά!
Ανασκαλεύομε τις μνήμες, σταματάμε στο χρόνο του εγκλήματος, ξαναζούμε στιγμή προς στιγμή τα γεγονότα. Σώθηκε ένας. Κι εκείνον τον έναν είχα την τύχη να τον συναντήσω πριν από χρόνια. Μιλήσαμε, αφουγκραστήκαμε μαζί το θρόισμα του χρόνου, ανηφορίσαμε μαζί στον τόπο της εκτέλεσης. Ήταν ο Αλέκος. Ο άνθρωπος - θαύμα! Είχε καταφέρει να ζήσει γαζωμένος με σφαίρες γερμανικές. Ούτε μια ούτε δυο... Δεκατέσσερις σφηνώθηκαν στα πλευρά, στο στέρνο, στους σπονδύλους, στο κεφάλι του. Γλίτωσε ακόμη κι όταν ο ψυχρός Γερμανός εκτελεστής σημάδεψε το πίσω μέρος της κεφαλής του. Ούτε η χαριστική βολή μπόρεσε να τον σκοτώσει.
Τον έλεγαν Αλέκο. Αλέκο Παπαδάκη. Ή Νταλιβέρη. Δηλαδή, πολυπράγμονα, πολυμήχανο, έξυπνο. Κι ήταν πράγματι έξυπνος ο (μακαρίτης πια) κυρ Αλέκος!
Τον είχα συναντήσει τον χειμώνα του 1980, Δεκέμβρη μήνα, όταν ήμουν ακόμη νεαρός δημοσιογράφος, κι είχα καταγράψει λέξη προς λέξη τις αναμνήσεις του. Κι αν ανασκαλεύω σήμερα σημειώσεις γραμμένες σε κιτρινισμένο δημοσιογραφικό χαρτί, κι αν κοιτάζω στο φως ασπρόμαυρα φιλμ, κι αν ξεφυλλίζω παλιά περιοδικά, είναι γιατί οι μνήμες των ανθρώπων αποτελούν την πιο φρέσκια μαγιά της ιστορίας.
Για τις δικές μας γενιές, εμάς που δεν ζήσαμε την Κατοχή αλλά μεγαλώσαμε ακούγοντας τους γεννήτορες να μιλούν για την Κατοχή και την Αντίσταση, η ιστορία δεν είναι μια αποστεωμένη αφήγηση, κάτι σαν παραμύθι με δράκους και λύκους κακούς. Αυτά που ακούγαμε κάποτε με δέος δεν είχαν συμβεί κάπου μακριά σε τόπους ά-τοπους, δεν είχαν γίνει σ' ένα αόριστο «κάποτε», μακριά, στον άχρονο χρόνο. Συνέβησαν εδώ, σε συγκεκριμένο τόπο και χρόνο. Κι είχαν θύματα. Κι είχαν πόνο. Κι είχαν κάμει τα δάκρυα να τρέχουν στα μάτια!
Η συζήτηση με τον Παπαδάκη δεν ήταν μια απλή συνέντευξη, περισσότερο έμοιαζε με αναπαράσταση ενός εγκλήματος! Ήταν τόσο καλός αφηγητής που, όταν στεκόταν πάλι στον τόπο του μαρτυρίου κι άφηνε το δάκρυ να ποτίσει το χώμα, το ίδιο χώμα που κάποτε είχε ποτιστεί με το αίμα του, κυλούσε κρύος ιδρώτας και στη δική μου ραχοκοκαλιά. Ήταν σα να μην είχαν πάψει ποτέ να τον σημαδεύουν τα γερμανικά πολυβόλα.
Όχι, όχι δεν ήταν μια απλή αναπαράσταση. Ο Αλέκος ξαναζούσε στιγμή με στιγμή τα φρικτά γεγονότα που είχαν σημαδέψει τη ζωή του. Ή, μάλλον, τις ζωές όλων των Κρητικών!
«Να μη φορέσουν τα παιδιά μου ματωμένο ρούχο... »
Είναι δύσκολο να μπει κανείς στην ψυχή του μελλοθάνατου. Να μάθει τι σκέψεις περνούν από το μυαλό του την ώρα που χάσκουν μπροστά του οι κάνες των όπλων, σε ποια κρυφά μονοπάτια καταφεύγει ο ανθρώπινος νους για να δώσει δύναμη στο κορμί, για ν' αντλήσει τις τελευταίες σταγόνες ελπίδας.
Ακούω τον Αλέκο και μένω άναυδος:
«- Γονατίστε, μας φώναξαν οι Γερμανοί. Μα πριν γονατίσω, σκέφτηκα τα παιδιά μου. Το σακάκι που φορούσα ήταν καινούργιο. Το μυαλό μου ήταν στα παιδιά μου...».
Τίποτ' άλλο δεν σκέφτηκε ο πατέρας την ώρα που βρισκόταν μπροστά στα γερμανικά πολυβόλα, στη ζοφερή γραμμή των μελλοθανάτων. Μόνο τα παιδιά του! Έβγαλε γρήγορα το καινούργιο σακάκι και το πέταξε δυο μέτρα μπροστά. Ήξερε πως σε λίγην ώρα, όταν εκείνος δεν θα ζούσε πια, θα έφταναν οι συγχωριανοί να μαζέψουν τα πτώματα. Θα έβρισκαν άθικτο το σακάκι, θα το παρέδιδαν στην οικογένειά· κάποιο από τα παιδιά του θα μπορούσε να το φορέσει να ζεσταθεί το χειμώνα. Ήξερε ο Αλέκος πως οι σφαίρες των Γερμανών θα έπεφταν αλύπητα στο σώμα του. Κόσκινο θα το έκαναν το κορμί του, κόσκινο και το καινούργιο σακάκι!
- Τρία παιδιά είχα, ήμουν 36 χρονών, γεννημένος το 1908, ήξερα πως ήταν δύσκολο να ζήσουν τα παιδιά μου χωρίς εμένα. Φτώχεια, παιδί μου, πείνα, στέρηση. Δεν είχαμε ρούχα να βάλομε· κι εγώ φορούσα καινούργιο σακάκι. Σκέψου πόσο πολύτιμο θα ήταν για τα ορφανά μου, κάποιο θα μπορούσε να το φορέσει και να ξεχειμωνιάσει μ' αυτό. Σκέφτηκα, λοιπόν, πως κανένα παιδί δεν μπορούσε να φορέσει ένα σακάκι βαμμένο με το αίμα του πατέρα του.
Η 13η του Αυγούστου
Ας πάρομε, όμως, τα πράματα από την αρχή.
Δεκατρείς του Αυγούστου, προπαραμονή της μεγάλης γιορτής της Παναγιάς, έφτασαν οι Γερμανοί στη Γέργερη και κύκλωσαν το χωριό. Δεν ήταν η πρώτη φορά που βλέπαν οι ορεσίβιοι του Ψηλορείτη γερμανικές περιπόλους. Συχνά ήταν τα περάσματά των κατακτητών. Έρχονταν, έπαιρναν όσους έβρισκαν, τους οδηγούσαν στην αγγαρεία, άλλοτε στο αεροδρόμιο και άλλοτε στα πυρομαχικά, άλλοτε στις οχυρώσεις. Τους έβαζαν να δουλεύουν νηστικοί από την ανατολή ως τη δύση κι ύστερα τους άφηναν να γυρίσουν ξεθεωμένοι στα σπίτια τους.
Εκείνη τη μέρα, δεκατρείς του Αυγούστου, ζήτησαν φαγητό και φιλοξενία· δεν είχαν άλλη επιλογή οι χωρικοί, πήγαν οι γυναίκες κι ετοίμασαν ό,τι μπορούσαν για να καλοταΐσουν τους (τάχατες) πολιτισμένους Ευρωπαίους, αυτούς που είχαν ως αποστολή τους να μεταλαμπαδέψουν στην απολίτιστη Ανατολή τον πολιτισμό της Αρίας φυλής. Η λεηλασία δεν είχε αρχίσει ακόμη.
Λίγο αργότερα κάλεσαν όλους τους κατοίκους, άντρες, γυναίκες και παιδιά, ν' αφήσουν τις πόρτες των σπιτιών τους ορθάνοιχτες και να μαζευτούν στον κεντρικό δρόμο. Για ώρες μπαινόβγαιναν στα σπίτια των χωρικών οι στρατιώτες και κουβαλούσαν στ' αυτοκίνητα ό,τι πολύτιμο κι ό,τι φαγώσιμο έβρισκαν.
Διαμαρτύρονταν οι άντρες, κλαίγανε οι γυναίκες καθώς έβλεπαν τους κόπους τους να κάνουν φτερά, γνώριζαν ότι ο χειμώνας θα ήταν δύσκολος κι η πείνα αβάσταχτη. Κανείς δεν τους άκουσε· «πέτρινη είναι, παιδί μου, η καρδιά του Γερμανού. Δεν κατέχει να κλαίει, δεν καταλαβαίνει τον πόνο των άλλων».
Ένας παλιός γνώριμος των Κρητικών, ο Νίκος Μαγιάσης, έλυνε κι έδενε εκείνη τη μέρα. Επίσημα παρουσιαζόταν σαν διερμηνέας των Γερμανών. Όλοι, όμως, ήξεραν ότι ήταν μπουμπούκι από τα λίγα, βίος και πολιτεία, συνεργάτης των κατακτητών κι αιμοσταγής δολοφόνος. Πολλά του καταμαρτυρούσαν οι Κρητικοί. Σκότωνε, έσφαζε, ατίμαζε, έκλεβε, λεηλατούσε. Ήταν αυτός που, μετά την απελευθέρωση, οδηγήθηκε στο δικαστήριο των δωσίλογων, οι ελληνικές αρχές τον κατηγορούσαν για προδοσία, μα η δίκη του δεν ολοκληρώθηκε ποτέ. Ένας αετός του Ψηλορείτη, ο Βρέντζος ή Τηγανίτης, τον έσφαξε μέσα στα δικαστήρια του Ηρακλείου. Μ' αυτόν τον απίστευτο τρόπο τον εκδικήθηκε για το θάνατο του αδερφού του.
Αυτός, λοιπόν, ο Μαγιάσης, διάβασε φωναχτά τα ονόματα 40 ανδρών. Τους συγκέντρωσαν στην άκρη του δρόμου, τους έβαλαν στη γραμμή και τους οδήγησαν σε μιαν αποθήκη. Τους κλείδωσαν, έβαλαν διπλοφρουρά στην πόρτα για να μη μπορεί ν' αποδράσει κανείς και τους άφησαν εκεί μαντρωμένους όλη τη νύχτα της 13ης προς την 14η του Αυγούστου. Μόνον ένας κατάφερε να τους ξεφύγει. Είπε στον Μαγιάση πως είχε ξεχάσει το σπίτι του κλειδωμένο κι έπρεπε να πάει να το ανοίξει. Τάχατες θα ξαναγυρνούσε σε λίγο στη φυλακή του. Δεν γύρισε.
Οι κατηγορίες που απήγγειλε ο Μαγιάσης ήταν συνηθισμένες για εκείνα τα χρόνια. Είπε πως ο γερμανικός στρατός θα τιμωρούσε τους κατοίκους της Γέργερης γιατί κλέβουν τα λάστιχα των αυτοκινήτων, βοηθούν τους αντάρτες, στέλνουν παξιμάδια και τυριά στ' αντάρτικα λημέρια. Τίποτ' άλλο δεν είπε. Ίσως ήξερε πως αν υποψιάζονταν οι ορεσίβιοι Κρητικοί τι τους περίμενε θα ξεσηκώνονταν κι οι Γερμανοί θα 'χαν άσκημα ξεμπερδέματα μαζί τους.
Νύχτα πια φώναξαν τον Μαγιάση σ' ένα σπίτι κι έστρωσαν τραπέζι με ό,τι καλύτερο μπορούσαν να βρουν. Φαΐ και κρασί. Ήξεραν καλά πως ο προδότης ήταν αργυρώνητος, παραδόπιστος. Αν είχαν τη δύναμη να τον δωροδοκήσουν θα μπορούσαν να σώσουν κάμποσους από τους σαράντα. Αλλά οι ορεσίβιοι της Κρήτης δεν είχαν τίποτα πια να του δώσουν. Τα κελάρια τους ήταν άδεια. Με το φαΐ και το κρασί, ίσως και με κάποιες υποσχέσεις, κατάφεραν να γλιτώσουν τους δεκατέσσερις. Έτσι έμειναν πια εικοσιπέντε στην ιδιότυπη φυλακή τους. Μα κι αυτοί μπορούσαν να ελπίζουν. Συζητούσαν μεταξύ τους, πίστευαν ότι θα τους έστελναν πάλι για αγγαρεία!
Η εκτέλεση
Την άλλη μέρα, 14 του Αυγούστου, τους βάλανε στη γραμμή κι άρχισε η θλιβερή πορεία στους δρόμους. Διάβηκαν τον κεντρικό δρόμο, τράβηξαν προς τα βορεινά. Ανάμεσά τους βάδιζαν πάνοπλοι Γερμανοί. Κανενός το μυαλό δεν πήγαινε στην εκτέλεση.
- Αγγαρεία μας πάνε πάλι, φώναξε κάποιος, μα δεν μπόρεσε να δευτερώσει το λόγο του. Κεραυνοβολημένος από το άγριο γερμανικό βλέμμα, σταμάτησε να μιλά. «Μια αγγαρεία ακόμη», σκέφτονταν κι έκαναν κουράγιο. Μόνο σαν έφτασαν στην Κερά κι άκουσαν τον αξιωματικό του γερμανικού στρατού να προστάζει «αριστερά! », μόνο τότε κατάλαβαν πως περπατούσαν σ' ένα δρόμο χωρίς επιστροφή!
Ο Αλέκος αναστενάζει...
«- Μόλις μας είπαν να στρίψομε αριστερά, ο ουρανός εσκοτείνιασε. Κανείς δεν μιλούσε, μα οι αναστεναγμοί του διπλανού σού έδιναν να καταλάβεις. Ήμασταν σίγουροι πια πως θα μας σκότωναν. Τα μάτια μας βούρκωσαν. Αγκαλιάζαμε ο ένας τον άλλο και ζητούσαμε συγχώρεση. Φιλούσαμε ο ένας τον άλλον, ξέραμε πως σε λίγο δεν θα ζούσαμε».
Όταν είχα την τύχη να μιλήσω μαζί του ο Αλέκος ήταν πια μεγάλος, είχε περάσει τα εβδομήντα. Κράση γερή, μαθημένος στο δρόμο και στα βάσανα. Περπατούσε σαν εικοσάχρονο παιδί κι εγώ που τον έβλεπα σκεφτόμουν πως μάλλον θα του έδινε φτερά η μνήμη· η μνήμη κι η συγκίνηση. Είχαμε συναντηθεί στο καφενείο, μιλήσαμε πολύ, είχαν μαζευτεί κι οι συγχωριανοί του τριγύρω. Κρατούσα ένα μπλοκάκι κι ένα μικρό μαγνητόφωνο, λέξη δεν άφηνα να πέσει κάτω. Κι όταν είδε πως συνέχιζα να έχω απορίες, σηκώθηκε απότομα, έτοιμος να βγει στο δρόμο.
Θυμάμαι... Είχα ρωτήσει προς τα πού πέφτει η Κερά. Κι εκείνος σηκώθηκε φουριόζος...
- Πάμε. Πάμε να σου δείξω...
Σ' όλο το δρόμο μιλούσε, ζωντάνευε το χτες με το λόγο του. Κάποτε - κάποτε ξέφευγαν αναστεναγμοί από τα σωθικά του κι από τα μάτια του δάκρυα. Στρίψαμε κι εμείς αριστερά, φτάσαμε στο σημείο της εκτέλεσης. Το μνημείο των πεσόντων ήταν ακόμη γεμάτο με ξεραμένες δάφνες· είχαν μείνει εκεί από την εκδήλωση που γίνεται κάθε καλοκαίρι στη Γέργερη. Τις προσπέρασε, σταμάτησε μπροστά στη μαρμάρινη επιγραφή. Άρχισα να διαβάζω μεγαλόφωνα:
ΕΝΤΑΥΘΑ ΤΗΝ 14 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ ΤΟΥ ΕΤΟΥΣ 1944
ΕΚΤΕΛΕΣΘΗΣΑΝ ΥΠΟ ΤΩΝ ΓΕΡΜΑΝΩΝ ΑΝΕΥ ΑΙΤΙΑΣ ΚΑΙ ΔΙΚΗΣ
ΟΙ ΚΑΤΩΘΙ 24 ΚΑΤΟΙΚΟΙ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ ΓΕΡΓΕΡΗΣ.
ΕΙΣ ΤΟΝ ΤΟΠΟΝ ΤΗΣ ΕΚΤΕΛΕΣΕΩΣ ΕΙΧΟΝ ΟΔΗΓΗΘΗ
25 ΕΛΛΗΝΕΣ ΠΑΤΡΙΩΤΑΙ
ΚΑΙ ΔΙΕΣΩΘΗ Ο ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΑΚΗΣ
ΑΝ ΚΑΙ ΒΑΡΕΩΣ ΤΡΑΥΜΑΤΙΣΘΕΙΣ.
Τέντωσε το χέρι, έβαλε το χέρι πάνω στο μάρμαρο και μου έδειξε τ' όνομά του.
- Να, εδώ με γράψανε κι εμένα. Δεν μπορώ να λείψω. Πρέπει να 'μαι κι εγώ κοντά τους, να είμαστε όλοι μαζί όπως ήμασταν και τότες μαζί απέναντι στις μπούκες των τουφεκιών.
Έκανε μερικά βήματα πίσω, παραμέρισε τα ξερά στεφάνια, σταμάτησε σε δυο υψωματάκια λίγα μέτρα πιο κει.
- Εδώ είχαν στήσει τα πολυβόλα. Δυο πολυβόλα! Εδώ που στέκομαι τώρα ήταν το εκτελεστικό απόσπασμα, να εδώ, εδώ στεκόταν ο επικεφαλής, ένας άγριος Γερμαναράς, αμίλητος!
Τα λόγια του έβγαιναν αργά από το στόμα του, κουνούσε το κεφάλι με θυμό και με πίκρα. Πότε - πότε ένα δάκρυ κυλούσε στα μάγουλά του. Αμέτρητες φορές είχε έρθει ως τότε στον τόπο της εκτέλεσης, δεκάδες φορές είχε ξαναζήσει την εμπειρία του θανάτου. Κάθε φορά ένιωθε το ίδιο ρίγος και την ίδια οργή. Έτσι μου είπε.
Προχώρησε κι άλλο, έφτασε στο βορεινό άκρο του μνημείου. Δίπλα ήταν φυτεμένη μια μικρή ελιά, κατσιασμένη. Ο κορμός της ήταν πλαγιασμένος, λες και μοχτούσε για να σταθεί όρθια και ν' αγναντέψει τον ήλιο.
- Το βλέπεις αυτό το μουρέλο; Ακριβώς εδώ μπροστά με βάλανε να γονατίσω. Ήταν τότες μικρές όλες οι ελιές εδώ γύρω. Όλες οι άλλες μεγαλώσανε μα τούτη δω επόμεινε όπως τη βλέπεις. Δεν μεγάλωσε· ίσως επειδή στον κορμό της σφηνώθηκαν οι σφαίρες. Ακόμη φαίνονται τα σημάδια.
«Έλα να ποθάνομε μαζί... »
Σκύβει, μου δείχνει ακριβώς το σημείο όπου τον είχαν στήσει οι Γερμανοί. Ήξερε πως το χώμα ήταν ποτισμένο με το αίμα του. Φαινόταν έτοιμος να ξεσπάσει σε λυγμούς. Αλλά η καρδιά που κατάφερε να νικήσει τον χάρο μπορούσε ν' αντέξει!
- Ήμουν στην άκρη κι ετοιμαζόμουν να γονατίσω. Μα κείνη την ώρα ακούω τον Γιώργη τον Κακουλάκη να με φωνάζει «Κουμπάρε Αλέκο, έλα κοντά μου, έλα να ποθάνομε μαζί, σύρθηκα, πήγα, τον είδα να σηκώνει τα χέρια ψηλά και να ψάλει. Δεν ξέρω τι έλεγε, ξέρω μόνο πως έλεγε λόγια της εκκλησίας. Μα εγώ δεν ήξερα, έκανα μόνο το σταυρό μου κι έλεγα πως σε λίγο θα βρισκόμουν στον άλλο κόσμο, ας ερχόταν η Παναγιά να της παραδώσω την ψυχή μου.
Ο Γιώργης συνέχισε να ψάλει, αντηχούσε η φωνή του, μα οι Γερμανοί δεν ήθελαν ν' ακούσουν τις κραυγές των αθώων.
- Πήρε θάρρος ένας άλλος, ο μακαρίτης ο Φραγκιάς, σηκώθηκε κι έβαλε τις φωνές· «γιατί μας σκοτώνετε; Πρέπει να μας απαγγείλετε κατηγορία. Κι αν κάμαμε κακό να μας περάσετε από δικαστήριο, πώς μπορείτε να μας εκτελέσετε χωρίς κατηγορία και χωρίς καταδίκη»; Κανείς δεν απάντησε. Στο τέλος εδέησε ν' ανοίξει το στόμα του ο επικεφαλής, τον κοίταξε άγρια, μας κοίταξε άγρια και είπε: «Είστε βάρβαρος λαός, θα υποταχτείτε... ».
Ο επικεφαλής στεκόταν ακίνητος, τα πολυβόλα παραταγμένα, ξωπίσω κάμποσοι στρατιώτες, σχεδόν ένας λόχος. Είχαν το νου τους μην τυχόν και ξεφύγει κανένας μελλοθάνατος. Λέει ο Αλέκος:
- Οι σφαίρες άρχισαν να πέφτουν. Σωριαστήκαμε ο ένας πάνω στον άλλον. Ένιωθα το αίμα μου να τρέχει, ένιωθα να χάνομαι.
Δεν μπορούσε να μετρήσει τις σφαίρες! Μια τον είχε βρει στα πλευρά. Μια άλλη είχε τρυπήσει την κοιλιά κι είχε σφηνωθεί σ' ένα σπόνδυλο, το αίμα του κυλούσε ζεστό, έσμιγε με το αίμα των άλλων. Λίγην ώρα μετά άκουγε μόνο βογγητά και βλαστήμιες γερμανικές. Κι όταν σταμάτησε το κροτάλισμα των όπλων, εκείνος ήταν σαν χαμένος, μισοζωντανός, μισοπεθαμένος, μισολιπόθυμος. Ήξερε πως μετά το κροτάλισμα των πολυβόλων θ' άρχιζε η τελευταία πράξη του δράματος, αυτό που κάποιοι αποκαλούν ακόμη χαριστική βολή (τι ειρωνεία, αλήθεια! Ακούς εκεί... Χαριστική!)
Άκουγε τα βογγητά των τελευταίων επιζώντων, αντηχούσαν στ' αυτιά του οι κραυγές εκείνων που δεν είχαν πεθάνει με την πρώτη.
- Ένας Γερμανός με πιστόλι μάς κάρφωνε από μια σφαίρα στα μηνίγγια. Στο δικό μου κεφάλι βρέθηκε μια τραγιάσκα. Κι αυτή η τραγιάσκα με έσωσε. Το κεφάλι μου ακουμπούσε στο σώμα του διπλανού, κολυμπούσα στα αίματα. Με πυροβόλησε. Η σφαίρα πέρασε την τραγιάσκα, τραυμάτισε το κεφάλι μου, αλλά δεν σφηνώθηκε, δεν τρύπησε το κόκκαλο, ξέφυγε. Είχα ακόμη τις αισθήσεις μου όταν πέρασε ένας Γερμανός και μας κλωτσούσε έναν-έναν. Έφαγα μια δυνατή κλωτσιά στα πισινά και τότε λιποθύμησα, χωρίς, όπως φαίνεται, να στενάξω ή να κουνηθώ. Όταν συνήλθα βρέθηκα μέσα σ' ένα σύννεφο από μύγες. Πού βρεθήκανε τόσες μύγες, δεν μπορώ να καταλάβω.
Το λάκτισμα της δοκιμασίας
Ντρεπόταν ο Αλέκος, τη γερμανική κλωτσιά δεν μπορούσε να την ξεχάσει ποτέ! Ήταν σα να πήρε φόρα ο «πολιτισμένος» εκτελεστής και να τον βάρεσε με τη μύτη της αρβύλας στον πρωκτό, ντρεπόταν να το πει, δείλιαζε... Κι όταν επέμεινα, αναστέναξε:
- Μου ξεπάτωσε ο κερατάς τον κωλάντερο! Κρεμάστηκε τ' άντερό μου, σαν το σφαγμένο χοίρο ήμουνα, πονούσα, δεν ήξερα ποιο κομμάτι του κορμιού μου πονούσε πιο πολύ. Μήνες έκαμα να συνέλθω, χρόνια και χρόνια με βασάνιζε.
Μετά την εκτέλεση οι Γερμανοί πήραν το δρόμο του γυρισμού. Σταμάτησαν στο χωριό, βγήκε ο Μαγιάσης (ο προδότης) από το αυτοκίνητο. Με ψυχρότητα, ίσως και χαιρεκακία, είπε στους χωρικούς το κακό μαντάτο· «να πάτε να τους μαζέψετε και να τους χωματίσετε γρήγορα, σκοτωμένοι είναι όλοι, με χαριστική βολή και οι εικοσιπέντε». Σύθρηνος στο χωριό. Τρέχαν όλοι σαν τρελοί, έφτασαν στον τόπο της εκτέλεσης. Ο Αλέκος ήταν ζωντανός!
- Ήταν ένας μεγάλος θάμνος εδώ κοντά και κει είχε κρυφτεί ένας χωριανός μου. Μόλις με είδε και κουνούσα, ήρθε, με βοήθησε και με πήγε στο βουνό. Το αίμα μου έτρεχε κουτσουνάρα. Εφωνάξανε λοιπόν τον παπά-Σπύρο και μου έδεσε τις πληγές. Σε λίγο καιρό το σώμα μου βρωμούσε, έτρεχε πύο. 14 σφαίρες είχαν σφηνωθεί στο σώμα μου. Τρεις απ' αυτές υπάρχουν ακόμη. Με πήγαιναν, λοιπόν, από τη μια πάντα στην άλλη. Κανείς δεν με ήθελε στο σπίτι του γιατί είχανε μάθει οι Γερμανοί πως γλίτωσα και ήτανε πυρ και μανία...
Σκύβει πάλι. Κάθε πατουχιά της γης τού θυμίζει κι από μια λεπτομέρεια της περιπέτειας.
- Από δω, έτρεχε ένα αυλάκι αίμα. Εκεί απέναντι (δείχνει πάλι), εκεί έχανε στέσει τον Αλέκο τον Καμπουράκη. Ω, Θε μου, πώς θυμάμαι τσι φωνές του! Όταν είχαμε πέσει κάτω είχε φαίνεται ανοίξει το κεφάλι του και μούγγριζε δυνατά... Του χρόνου που θα κάνουν πάλι το μνημόσυνο σκέφτομαι να κάμω αναπαράσταση, αν αντέξω. Μα τι να πρωτοκάνω και τι να πρωτοθυμηθώ; Να θυμηθώ τσι νύχτες που πέρασα στα κοτέτσια, στους στάβλους και τους αχεριώνες; Οι Γερμανοί είχανε διαδώσει πως σε όποιο σπίτι με βρουν θα το κάψουνε.
Ετοιμαζόμαστε να φύγομε. Μα ο Αλέκος γυρνά προς τα πίσω, στρέφει το κεφάλι, δεν μπορεί να κρύψει το δάκρυ του...
- Όταν πεθάνω λένε πως θα με θάψουν εδώ, δίπλα στο μεγάλο τάφο. Δεν ξέρω τι θα γίνει. Μα εγώ το νιώθω, η θέση μου είναι εδώ, δίπλα στους νεκρούς συντρόφους μου. Σαράντα χρόνια πάνε από τότε. Πού να το φανταζόμουνα τότε πως θα ζούσα τόσον καιρό μετά... Να, εδώ, ακριβώς σ' αυτό το σημείο με γονατίσανε, τρίτο στη σειρά. Δίπλα μου όλοι οι μακαρίτες, με την ίδια βαριά καρδιά. Εγώ σκεφτόμουνα τα κοπέλια μου, ήντα θα γενούνε δηλαδή, και ποιος θα τα ζήσει.
ΝΙΚΟΣ ΨΙΛΑΚΗΣ
Δείτε επίσης
-
Δεν υπάρχουν καταχωρήσεις
Σχετικά άρθρα
- “Γκρεμισανέ το το χωριό,πέτρες η γης γεμάτη, μα του Τυμπακιανού η ψυχή δε σβήστηκε απ’το χαρτη...”
- Ταξιδεύουν στην Αυστραλία τα ντοκιμαντέρ!
- Πραγματοποιήθηκε το Μνημόσυνο των θυμάτων της Γερμανικής Κατοχής στο Τυμπάκι!(Φωτογραφίες)
- ΠΟΛΙΤΕΙΑ ΤΥΜΠΑΚΙΟΥ, έγραψε ιστορία… πρόσφερε πολιτισμό!(φωτο)
- Εκδήλωση μνήμης για τους εκτελεσθέντες ήρωες στις Μοίρες