Παρά τις συνεχείς ανατροπές στις εξελίξεις περί τη διαπραγμάτευση, προσωπική άποψη του υπογράφοντος (την οποία πάντως συμμερίζονται αρκετοί παράγοντες τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό, τουλάχιστον σε επίπεδο ιδιωτικών συνομιλιών) είναι ότι είμαστε πολύ κοντά σε μια λύση, που θα έχει σαφέστατα πολιτικά στοιχεία.
Μια λύση τα βασικά στοιχεία της οποίας ενδεχομένως έχουν ήδη προσυμφωνηθεί στο παρασκήνιο, παρά τις ατελείωτες πολιτικές μανούβρες που σε αυτήν τη φάση έχουν ως μοχλό τη σκληρή στάση του ΔΝΤ.
Είναι ήδη εμφανές ότι αμφότερες οι πλευρές που έχουν τον πρωταγωνιστικό ρόλο (Τσίπρας και Μέρκελ) κινούνται πλέον παράλληλα.
Ο κ. Τσίπρας συγκαλεί σχεδόν καθημερινά κυβερνητικές συσκέψεις που στην ουσία έχουν έντονα κομματικό χαρακτήρα προκειμένου να προετοιμάσει για τις επερχόμενες εξελίξεις, ενώ την ίδια τακτική ακολουθεί εσχάτως και η κ. Μέρκελ με τους βουλευτές του κυβερνητικού σχηματισμού της.
Αμφότεροι, δε, εμφανίζονται πλέον να χρησιμοποιούν τις αντιδράσεις στο εσωτερικό των παρατάξεων τους ως όπλο για την πίεση της άλλης πλευράς.
Αυτές ακριβώς οι «εσωτερικές» διεργασίες είναι που δείχνουν ότι μάλλον βρισκόμαστε πια πολύ κοντά, κι ότι η λύση, όποια κι αν είναι αυτή, αποτελεί εν τέλει κοινό σκοπό.
Κι όσο αν κάτι τέτοιο ακούγεται εντελώς παράξενο στους οπαδούς μιας καθαρά οικονομικής προσέγγισης των πραγμάτων, τα όρια αυτής της λύσης μάλλον δεν καθορίζονται από τους αριθμούς, αλλά από τους πολιτικούς περιορισμούς, όπως τους αντιλαμβάνονται οι δύο πλευρές, κι από την ανάγκη αμφοτέρων να εμφανιστούν στο τέλος ότι επέτυχαν.
Σε αυτό το πλαίσιο και με δεδομένο το σκωτσέζικο ντους των διαρροών και δηλώσεων ένθεν κακείθεν, δεν θα πρέπει να αποκλειστεί κι ένας ακόμη γύρος έντασης, ίσως μεγαλύτερης από κάθε άλλη φορά, προκειμένου να συνειδητοποιήσουν οι βουλευτές (είτε πρόκειται για Έλληνες είτε για Γερμανούς) ότι η μάχη ήταν σε αρκετά μεγάλο βαθμό σκληρή.
Δεν θα είναι άλλωστε η πρώτη φορά που η Ευρώπη θα εμφανίζεται να βρίσκει τη χρυσή τομή, τη λύση που ικανοποιεί όλες τις πλευρές, όχι απλώς στο παρά πέντε, αλλά στο παρά ένα, κι αφού προηγουμένως τα πράγματα έχουν φτάσει στο χείλος του γκρεμού.
Ούτε θα είναι παράξενο αν αυτή η «λύση» στην πραγματικότητα μεταθέτει την επίλυση των πιο σημαντικών ζητημάτων στο μέλλον, αφού παραδοσιακά η Ευρώπη, με τα πολλά κέντρα λήψης αποφάσεων, τα συχνά αντικρουόμενα συμφέροντα και τις εγγενείς αδυναμίες λήψης ρηξικέλευθων αποφάσεων, καταφεύγει συχνότατα σε τέτοιου είδους πολιτικά τεχνάσματα, που από οικονομική σκοπιά είναι συνήθως επιβλαβή.
Θα ήταν άλλωστε εντελώς λανθασμένο να υποθέσουμε ότι η κ. Μέρκελ κινείται ανεπηρέαστη από τις πολιτικές συνθήκες στη χώρα της.
Ακριβώς όπως ο κ. Τσίπρας γνωρίζει ότι υπάρχουν κάποια όρια τα οποία, αν ξεπεραστούν, θα θέσουν σε κίνδυνο την επιβίωση της κυβέρνησής του, έτσι και εκείνη γνωρίζει ότι η ρύθμιση του ελληνικού χρέους θα είναι επώδυνο ποτήρι, κι ότι η παροχή νέου πακέτου βοήθειας στην Ελλάδα θα αντιμετωπιστεί αρνητικά από μεγάλη μερίδα της κοινής γνώμης αλλά και του κόμματός της, εάν και εφόσον δεν ικανοποιηθούν κάποιες προϋποθέσεις.
Τόσο ο ένας, όσο και η άλλη θα πρέπει να πείσουν τους δικούς τους, αλλά και την ευρύτερη κοινή γνώμη, ότι η λύση που δόθηκε ήταν κοπιώδης, ρεαλιστική, πολιτικά σκόπιμη, υπέρ της «ορθολογικά ενεργούσας ενωμένης Ευρώπης», ότι ο αντίπαλος έκανε μεγάλες παραχωρήσεις - και το κυριότερο ότι δημιουργεί προοπτικές να ενισχύσει τα συμφέροντά τους (του καθενός... ξεχωριστά, βεβαίως) στο μέλλον.
Ότι ήταν με βάση τις συνθήκες «η μόνη λύση».
Διότι αυτά είναι τα βασικά χαρακτηριστικά του καλού πολιτικού μασάζ, τα οποία, ουδεμία αμφιβολία έχω, τα γνωρίζουν άριστα και οι δύο ηγέτες.
ΥΓ.: Υπάρχουν ακόμη τρεις παίκτες στο τραπέζι που δεν πρέπει να αγνοούνται:
Η πλευρά της Κομισιόν, όπως αυτή εκφράζεται από τον κ. Γιούνκερ, είναι προφανές ότι επιθυμεί μια λύση που θα διασφαλίζει το μέλλον της Ελλάδας στην ευρωζώνη, καθώς το τελευταίο που θα ήθελε θα ήταν μια πρωτοφανής ρήξη κατά τη διάρκεια της θητείας του στην «κυβέρνηση της Ευρώπης».
Πολύ δε περισσότερο όταν είναι εμφανές ότι επιθυμεί την επιστροφή της Κομισιόν σε ένα πολύ πιο κεντρικό ρόλο, τον οποίο έχασε τα τελευταία χρόνια, (προς όφελος των ηγετικών κρατών της ευρωζώνης και του... ΔΝΤ) λόγω των συνεπειών της κρίσης.
Η ΕΚΤ, από τη μεριά της, δεν αισθάνεται καθόλου άνετα που οι συνθήκες την έχουν φέρει να παίζει το ρόλο πολιορκητικού κριού σε ενδωευρωπαϊκές συγκρούσεις, γεγονός που απέχει παρασάγγας από τον βασικό της ρόλο αλλά και την πολιτικοποιεί de facto.
Oι παρεμβάσεις της αποσκοπούν περισσότερο στα να πιέσουν τα χρονικά περιθώρια, μήπως και τελειώσει πιο γρήγορα η υπόθεση.
Πιο σύνθετος είναι ο ρόλος του ΔΝΤ που υπόκειται όχι μόνο σε «καταστατικούς» περιορισμούς, ή στις πιέσεις των μελών του (κυρίως όσων υποστηρίζουν ότι υπάρχουν δύο μέτρα και δύο σταθμά στην αντιμετώπιση της Ελλάδας έναντι άλλων μη ευρωπαϊκών χωρών), αλλά και στην προσωπική προσέγγιση του θέματος από τον σχετικά πρόσφατα αναβαθμισμένο σε «διευθυντή Ευρωπης» Πολ Τόμσεν, ο οποίος υπερασπίζεται σθεναρά την ορθότητα ενός (κατά τεκμήριο αποτυχημένου πολιτικά αλλά και οικονομικά) προγράμματος, του οποίου έχει κατά μείζονα λόγο την πατρότητα.
Εν τούτοις, το ίδιο το ΔΝΤ δεν έχει λόγους να εξωθήσει τα πράγματα στα άκρα, άπαξ και καταστεί σαφές ότι η Ευρώπη έχει καταλήξει σε μια λύση αποδεκτή εκ μέρους των υπολοίπων, εφόσον λάβει και εκείνο κάποιο «φύλλο συκής».
Γιατί εν τέλει στην από πολλές πλευρές «αμαρτωλή» υπόθεση της ελληνικής διάσωσης, που συνεχίζεται εδώ και πέντε χρόνια, αυτό που ψάχνουν όλοι οι πρωταγωνιστές, κι όχι μόνον η κυβέρνηση Τσίπρα, είναι ένα «φύλλο συκής», που να σώζει τα προσχήματα.
Πηγή: euro2day.gr