Η κυβέρνηση επέλεξε να αντιμετωπίσει ισοπεδωτικά τον αγροτικό κόσμο, αντιμετωπίζοντας τον ως μία, ενιαία και αδιαίρετη ολότητα.
Μέσα από την απόλυτη έλλειψη εμπειρίας της και την αδυναμία να κατανοήσει τα λάθη των προκατόχων της, προσκολλημένη στις δικές της ιδεοληπτικές αγκυλώσεις, παρέμεινε πιστή στα «ταξικά» και ανεδαφικά στερεότυπα του μακρινού παρελθόντος, μιλώντας γενικά για «αγροτιά». Όμως η πραγματικότητα των κοινωνικών διαστρωματώσεων δεν είναι μανιχαϊστική. Αντίθετα είναι απείρως πολυπλοκότερη. Όπως δεν υπάρχει ο ταξικός ισοπεδωτικός διαχωρισμός, κατά το γνωστό «λαός και κολωνάκι», έτσι μετά το Κιλελέρ έπαψε να υπάρχει και η «αγροτιά» ως κάτι ενιαίο.
Είναι γνωστό όμως, ότι υπάρχουν τεράστιες διαφορές προβλημάτων, δυνατοτήτων, προτεραιοτήτων και εισοδημάτων στον αγροτικό κόσμο. Σε έναν σύγχρονο σχεδιασμό θα ήταν αδιανόητο να μην λαμβάνεται υπόψη, πως άλλος είναι ο αγρότης του νησιού, άλλος του κάμπου, άλλος του βουνού, άλλος του μεγάλου νησιού. Δεν έχουν ούτε τα ίδια προβλήματα, ούτε τις ίδιες δυνατότητες παραγωγής πλούτου και ως εκ τούτου δεν έχουν την ίδια φοροδοτική και εισφοροδοτική ικανότητα.
«Τσουβαλιάζοντας» τον αγροτικό κόσμο μέσα στην απόλυτη άγνοια της, η κυβέρνηση, κατάφερε το αδιανόητο: Να στήσει μαζικά τους οργισμένους αγρότες σε μπλόκα απέναντί της, διακόπτοντας τις συγκοινωνίες και τις μεταφορές ανθρώπων και αγαθών επ’ αορίστω σε μια ήδη ασθμαίνουσα οικονομία, με δικαιολογία - και όχι άδικα - τις νωπές μνήμες του προεκλογικού κ. Τσίπρα που υποσχόταν πάνω στα τρακτέρ, τα πάντα σε όλους.
Η πραγματικότητα όμως, όπως αποδείχτηκε, ήταν μακριά από την καλοστημένη προεκλογική εικόνα. Η κυβέρνηση δεν είχε και εξακολουθεί να μην έχει καμία αντίληψη, για την αντιμετώπιση των πολύπλοκων αγροτικών προβλημάτων, αλλά και για την αξιοποίηση του πρωτογενούς τομέα, ως ενός βασικού πυλώνα στον περίφημο σχεδιασμό περί παραγωγικής ανασυγκρότησης της χώρας.
Αν και η συμμετοχή του πρωτογενούς τομέα στο εθνικό ΑΕΠ είναι παραδοσιακά μικρή, η ανάπτυξή του αποτελεί βασικό εργαλείο για την δημιουργία θέσεων απασχόλησης και παραγωγής πλούτου. Ωστόσο, μέσω καταλλήλων πολιτικών συνέργειας, ο αγροτικός τομέας μπορεί να προσδώσει αλλά και να πάρει προστιθέμενη αξία, με τομείς όπως αυτοί του τουρισμού και της μεταποίησης.
Εξάλλου, δεν πρέπει να μας διαφεύγει πως κατά την τρέχουσα προγραμματική περίοδο 2014 -2020, λόγω της νέας ΚΑΠ υπολογίζεται πως θα εισρεύσουν 19,5 δις ευρώ, ενώ από το βασικό εργαλείο ανάπτυξης, τα διαρθρωτικά ταμεία (ΕΣΠΑ), για τα οποία δικαιολογημένα πολύς λόγος γίνεται, η χώρα αναμένει μόλις 16 δις, αν όλα πάνε καλά.
Η νέα Κ.Α.Π. δίνει τη δυνατότητα: α. αναδιανομής των επιδοτήσεων προς ενίσχυση της μη εντατικής γεωργίας και κτηνοτροφίας, καθώς και των νέων αγροτών, β. αξιοποίησης της έρευνας και καινοτομίας, γ. σύνδεσης και συντονισμού των προγραμμάτων αγροτικής και περιφερειακής ανάπτυξης, και δ. την επιτέλους δημιουργία ενός υποχρεωτικού Συστήματος Παροχής Συμβουλών.
Δυστυχώς όμως, οι Έλληνες αγρότες βρίσκονται μακριά ακόμη από την αξιοποίηση των δυνατοτήτων που δίνονται μέσω της ΚΑΠ, σε σχέση με τους υπόλοιπους συναδέλφους τους των 27 κρατών μελών της ΕΕ. Οι Ευρωπαίοι αγρότες, αντιμετωπίζοντας με λιγότερους αναλογικά πόρους τους ίδιους κανόνες που απορρέουν από την Κ.Α.Π., κατάφεραν να διαμορφώσουν ένα εξωστρεφές παραγωγικό μοντέλο, διασφαλίζοντας σημαντική προστιθέμενη αξία στην παραγωγή τροφίμων.
Είναι χαρακτηριστικό ότι ενάμιση χρόνο μετά την έναρξη ισχύος της μεταρρύθμισης της νέας ΚΑΠ, δεν έχουν λυθεί βασικά ζητήματα, σε σχέση με το ποιος είναι ο ενεργός αγρότης (δηλαδή ο επαγγελματίας αγρότης) και πως ακριβώς περνάμε από το άδικο ιστορικό στο Περιφερειακό μοντέλο. Ποιος δηλαδή είναι ο δικαιούχος και πως γίνεται η κατανομή των άμεσων ενισχύσεων (επιδοτήσεις). Γιατί το μεγάλο ζητούμενο είναι το πώς ο παραγωγός θα μάθει να ζει από το εισόδημά του και όχι από τις επιδοτήσεις που είχε συνηθίσει μέχρι σήμερα να τον συντηρούν.
Οι άμεσες ενισχύσεις, πρέπει από εδώ και στο εξής να αντιμετωπίζονται ως βασικό εργαλείο άσκησης γεωργικής πολιτικής. Η κατασπατάληση τους με κριτήρια και λογικές πελατειακών σχέσεων οδήγησαν στην απώλεια ευκαιριών εκσυγχρονισμού της γεωργίας και στην απομάκρυνση από την παραγωγή, όπως και στον εκμαυλισμό μερίδας του αγροτικού κόσμου.
Κλειδί για τη βιωσιμότητα του Έλληνα παραγωγού είναι η δημιουργία και η συμμετοχή του σε μεγάλα συλλογικά σχήματα, κυρίως ομάδες παραγωγών. Έξω από αυτά, είναι βέβαιο, πως δεν μπορεί πλέον να καρπωθεί την προστιθέμενη αξία του προϊόντος που παράγει.
Είναι αναγκαίο σήμερα να ξεκινήσει ένας ειλικρινής και ουσιαστικός διάλογος που θα επιτρέψει τη βιωσιμότητα του αγροτικού τομέα. Από την άλλη, ο μαξιμαλισμός των αγροτικών αιτημάτων, αλλά και η αντικοινωνικότητα των μπλόκων ως μορφή αγώνα, δεν επιτρέπει στους αγρότες να συνάψουν τις απαραίτητες συμμαχίες, απομακρύνοντας τους από μια εφικτή λύση, στο πλαίσιο της πραγματικότητας.
Ωστόσο, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι πίσω από τα τρακτέρ στα μπλόκα υπάρχει και η παράλληλη Ελλάδα της δημιουργίας. Παραγωγοί που αν και αντιμετωπίζουν δυσκολίες εξακολουθούν να παράγουν εξαιρετικά ποιοτικά προϊόντα και επιμένουν στην εξωστρέφεια όπως οι οινοποιοί, τους οποίους η κυβέρνηση καταδίκασε επιβάλλοντας Ειδικό Φόρο Κατανάλωσης στο κρασί και επιβεβαιώνοντας για ακόμη μία φορά την άγνοια της.
Η αδιαφορία για το αγροτικό ζήτημα έρχεται από μακριά. Όλες οι κυβερνήσεις, ανεξαιρέτως στηρίχτηκαν στο βολικό περιβάλλον που δημιουργούσε η κατασπατάληση των επιδοτήσεων, αγνοώντας τα θεσμικά εργαλεία που προσφέρονταν από την ένταξη μας στην ΕΕ. Αν αυτό στο παρελθόν ήταν άδικο, σήμερα είναι σίγουρα εγκληματικό.
liberal.gr