Μικρό το μερίδιο της Κρήτης στην παραγωγή
Μπορεί η Κρήτη να έχει μέχρι σήμερα πολύ μικρό μερίδιο στην παραγωγή της επιτραπέζιας ελιάς στη χώρα μας, αλλά τα στοιχεία δείχνουν έναν κλάδο ραγδαία αναπτυσσόμενο, πολλά υποσχόμενο και σίγουρα προσοδοφόρο, με τους Κρητικούς να καλούνται και εκείνοι να «δουν» και αυτό το κομμάτι της ελαιοκομίας, κάτι βέβαια που μέχρι σήμερα γίνεται στον νομό Ρεθύμνου, αλλά ασφαλώς χωρίς αποτελέσματα τέτοια που να μας βάζουν στις πιο παραγωγικές περιοχές της χώρας.
Η Εθνική Διεπαγγελματική Οργάνωση Επιτραπέζιας Ελιάς, που ιδρύθηκε το 2014, ανταποκρίθηκε στο αίτημα της εφημερίδας μας, προσκομίζοντάς μας σημαντικά στοιχεία, που αναφέρουν ότι σήμερα γύρω στο 85% ή 170 χιλιάδες τόνοι της εγχώριας παραγωγής επιτραπέζιας ελιάς εξάγονται σε περισσότερες από 100 χώρες κατ’ έτος, προσαυξάνοντας το εθνικό προϊόν κατά 400 εκατομμύρια ευρώ!
Στη ΔΟΕΠΕΛ συμμετέχουν όλοι όσοι ασχολούνται με την επιτραπέζια ελιά σε όλο το φάσμα, από τους ελαιοπαραγωγούς επιτραπέζιων ποικιλιών που είναι οργανωμένοι σε συνεταιριστικές οργανώσεις και Ομάδες Παραγωγών απ’ όλες τις περιφέρειες παραγωγής ελαιοκάρπου επιτραπέζιων ποικιλιών της χώρας, μέχρι το σύνολο σχεδόν των μονάδων επεξεργασίας, μεταποίησης, τυποποίησης και εμπορίας (διακίνησης και εξαγωγής), οι οποίοι και έχουν προχωρήσει στην αυτόνομη εκπροσώπησή τους υπό τη σκέπη της Οργάνωσης. Αυτό αναφέρει σε μήνυμά του ο γεωπόνος Γεώργιος Ντούτσιας, που είναι και πρόεδρος της ΔΟΕΠΕΛ.
«Η πρωτοβουλία δημιουργίας ενός φορέα εθνικού χαρακτήρα, με διευρυμένες αρμοδιότητες, που θα εκπροσωπεί αποτελεσματικά και ισορροπημένα τον κλάδο, αποτελεί βασική προϋπόθεση προάσπισης των συμφερόντων ενός στρατηγικού, για την εθνική οικονομία, εξαγωγικού προϊόντος και ισχυροποίησης της θέσης του στις διεθνείς αγορές. Για την επίτευξη των στόχων της ΔΟΕΠΕΛ, είναι απαραίτητη η ενεργή και αποτελεσματική συμμετοχή όλων», αναφέρει ο κ. Ντούτσιας.
Με αριθμούς
Η Ελλάδα είναι δεύτερη εξαγωγική χώρα στον κόσμο στην επιτραπέζια ελιά, με μια μέση ετήσια παραγωγή 215 χιλιάδων τόνων. Η ελληνική παραγωγή επιτραπέζιας ελιάς κατέχει το 8% της παγκόσμιας ετήσιας παραγωγής, ενώ δραστηριοποιούνται στον κλάδο 64 χιλιάδες ελαιοπαραγωγοί και 100 επιχειρήσεις της χώρας μας. Ο κλάδος της επιτραπέζιας ελιάς στη χώρα μας έχει καταφέρει την τελευταία δεκαετία να διπλασιάσει τις εξαγωγές της σε 100 χώρες στον κόσμο.
Στην Ελλάδα η πρώτη σε παραγωγή ποικιλία ελιάς είναι η “πράσινη Χαλκιδικής”, με 13.400 παραγωγούς, σε συνολικές ποσότητες που ανέρχονται στους 113 χιλιάδες τόνους από μία συνολική έκταση 10 εκατομμυρίων ελαιοδέντρων.
Η δεύτερη ποικιλία είναι η “Καλαμάτα” με 13.900 παραγωγούς και 68 χιλιάδες τόνους από μια συνολική έκταση 10 εκατομμυρίων ελαιοδέντρων.
Η Εθνική Διεπαγγελματική Οργάνωση Επιτραπέζιας Ελιάς διαχειρίζεται ακόμα την “κονσερβολιά” (μαύρη ελιά), που παράγεται σε ποσότητες 80 χιλιάδων τόνων στις ίδιες περιοχές, από 35.500 παραγωγούς και σε μια έκταση 20 εκατομμυρίων ελαιοδέντρων.
Όλες οι άλλες περιφέρειες της χώρας παράγουν συνολικά 6 χιλιάδες τόνους επιτραπέζιας ελιάς, ενώ διαθέτουν 1.200 παραγωγούς από μια συνολική έκταση 10 εκατομμυρίων ελαιοδέντρων.
Η ποικιλία «Χαλκιδική»
Οι πράσινες επιτραπέζιες ελιές “Χαλκιδική” προέρχονται από ελαιόδεντρα της ποικιλίας “Χαλκιδική” (Olea Europea sp.), η οποία καλλιεργείται κυρίως στον νομό Χαλκιδικής, αλλά και στην Κεντρική και την Ανατολική Μακεδονία, ενώ μικρότερος αριθμός ελαιοδέντρων της ποικιλίας καλλιεργούνται και σε άλλες περιοχές της χώρας.
Πρόκειται για τον γνωστό διεθνώς εμπορικό τύπο “green olives Halkidiki variety” με το χαρακτηριστικό μεγάλο μέγεθος καρπού, το κυλινδροκωνικό σχήμα με τη θηλή στο κάτω μέρος του καρπού, το λαμπερό πράσινο-πρασινοκίτρινο χρώμα, τη μεγάλη αναλογία σάρκας προς πυρήνα, τα άριστα οργανοληπτικά χαρακτηριστικά και τον εύκολο αποχωρισμό του πυρήνα από τη σάρκα κατά την εκπυρήνωση. Η συγκομιδή του καρπού γίνεται με τα χέρια κατευθείαν από το δέντρο από τα μέσα Σεπτεμβρίου μέχρι τα τέλη Οκτωβρίου, όταν ο καρπός βρίσκεται στο κατάλληλο στάδιο ωρίμανσης. Μετά τη συγκομιδή, η επεξεργασία, η μεταποίηση και η τυποποίηση του ελαιόκαρπου γίνονται σε οργανωμένες μονάδες επεξεργασίας που διαθέτουν κατάλληλους δεξαμενικούς χώρους, όπου το προϊόν υφίσταται ξεπίκρισμα και φυσική ζύμωση μέσα σε άλμη και στη συνέχεια ωριμάζει μέσα στην ίδια μητρική άλμη υπό συνεχή επιστημονική παρακολούθηση, μέχρι να αποκτήσει τα επιθυμητά οργανοληπτικά χαρακτηριστικά.
Ο ελληνικός αυτός εμπορικός τύπος (“green olives Halkididki variety”) παρουσιάζει μεγάλη εξαγωγική δυναμική και αντίστοιχα μεγάλη ζήτηση, αποτέλεσμα της οποίας είναι οι φυτεύσεις χιλιάδων ελαιοδενδρυλλίων της ποικιλίας “Χαλκιδική” κατ’ έτος στις περιοχές παραγωγής.
Η ποικιλία «Καλαμάτα»
Οι φυσικές μαύρες επιτραπέζιες ελιές της ποικιλίας “Καλαμάτα” (“Kalamata olives”) προέρχονται από ελαιόδεντρα της ποικιλίας “Καλαμάτα” ή “αετονυχολιά”, ή “χονδρολιά”, ή “τσιγκέλι”, ή “αετονύχι” ή “νυχάτη”, ή “κορακολιά” (“Olea europea var.ceraticarpa”) και καλλιεργούνται σε περιοχές της Πελοποννήσου και της Κεντρικής Ελλάδας. Σπουδαιότεροι νομοί παραγωγής είναι κατά σειρά: Αιτωλοακαρνανίας, Λακωνίας, Φθιώτιδας, Μεσσηνίας, κ.ά.
Πρόκειται για τον γνωστό διεθνώς εμπορικό τύπο “Kalamata olives”, ο οποίος έχει άριστη φήμη τόσο στην ελληνική, όσο και στην παγκόσμια αγορά, εξαιτίας των άριστων οργανοληπτικών χαρακτηριστικών του έτοιμου προς διάθεση προϊόντος και ιδιαίτερα του μελανοϊώδους χρώματος, της τραγανής σάρκας και της άριστης γεύσης.
Η συγκομιδή του καρπού γίνεται με τα χέρια ή και με δονητικά μηχανήματα, από τις αρχές Νοεμβρίου μέχρι τις αρχές του χειμώνα, όταν το χρώμα του καρπού είναι κατάλληλο, πριν την πλήρη ωρίμανση του. Μετά τη συγκομιδή, ο ελαιόκαρπος οδηγείται σε οργανωμένες μονάδες επεξεργασίας, όπου υφίσταται φυσική ζύμωση και συντήρηση μέσα σε άλμη, και στη συνέχεια ωρίμανση μέσα στην ίδια μητρική άλμη, όπου αποκτά τα άριστα οργανοληπτικά του χαρακτηριστικά υπό συνεχή επιστημονική παρακολούθηση.
Στη συνέχεια, οδηγείται σε ποιοτική διαλογή και ταξινόμηση κατά μέγεθος σε εμπορικές κατηγορίες μεγέθους και είναι έτοιμος να οδηγηθεί σε συσκευασία και στην κατανάλωση ως έχει ή μετά από περαιτέρω μεταποίηση στην παρασκευή χαρακτών ελιών ή εκπυρηνωμένων ελιών (το 60% περίπου του έτοιμου προϊόντος διατίθεται εκπυρηνωμένο).
Το έτοιμο προϊόν οδηγείται στην κατανάλωση με πάρα πολλούς κωδικούς, γιατί, πέραν της παρουσίασης ως ολόκληρων χαρακτών ή εκπυρηνωμένων ελιών, προστίθενται στο συσκευασμένο προϊόν και πάρα πολλά αρτύματα και καρυκεύματα.
Ο φημισμένος διεθνώς αυτός ελληνικός εμπορικός τύπος επιτραπέζιων ελιών “Kalamata olives” παρουσιάζει μεγάλη εξαγωγική δυναμική και αντίστοιχα μεγάλη ζήτηση, αποτέλεσμα της οποίας είναι οι φυτεύσεις κατ’ έτος χιλιάδων ελαιοδενδρυλλίων της ποικιλίας “Καλαμάτα” κυρίως στους νομούς Αιτωλοακαρνανίας, Λακωνίας και Φθιώτιδας. Αναμένεται, δε, στα επόμενα 10 χρόνια η παραγωγή του συγκεκριμένου εμπορικού τύπου να φθάσει τους 100 χιλιάδες τόνους.
«Κονσερβολιά»
Η ιστορικότερη ποικιλία της χώρας
Η “κονσερβολιά” είναι η ιστορικότερη ποικιλία της χώρας. Οι φυσικές μαύρες επιτραπέζιες ελιές της ποικιλίας αυτής έγιναν το πρώτο αντικείμενο εμπορίου τον 19ο αιώνα και από τις αρχές του 20ού αιώνα σε αυτόν τον εμπορικό τύπο στηρίχτηκε η εξαγωγική προσπάθεια της χώρας (“greek black olives”). Η ποικιλία “κονσερβολιά” (“Olea europaea media rotunda”) καλλιεργείται κυρίως σε περιοχές της Κεντρικής Ελλάδας, στους νομούς Φθιώτιδας, Φωκίδας, Μαγνησίας, Αιτωλοακαρνανίας, Άρτας και Εύβοιας. Πρόκειται για την πλέον διαδεδομένη επιτραπέζια ποικιλία της χώρας, με τα περισσότερα ελαιόδεντρα.
Ο καρπός της ποικιλίας “κονσερβολιά” έχει στρογγυλό έως ωοειδές σχήμα, ανήκει στις αδρόκαρπες (μεγαλόκαρπες) ποικιλίες και έχει μεγάλη αναλογία σάρκας προς πυρήνα και εύκολη απόσπαση του πυρήνα από τη σάρκα κατά τη μάσηση ή την εκπυρήνωση. Το χαρακτηριστικό που τη διαφοροποιεί είναι ότι από τον ελαιόκαρπο της ποικιλίας “κονσερβολιά” μπορεί να παραχθούν οι περισσότεροι εμπορικοί τύποι των επιτραπέζιων ελιών. Κυρίως όμως από την ποικιλία “κονσερβολιά” παράγονται οι εμπορικοί τύποι: “πράσινες ελιές σε άλμη” (“green olives”) και “φυσικές μαύρες ελιές σε άλμη” (“natural black olives”).
Όλοι οι εμπορικοί τύποι επιτραπέζιων ελιών της ποικιλίας “κονσερβολιά” είναι προϊόντα φυσικής ζύμωσης και τα τελικά προϊόντα παρουσιάζουν άριστα οργανοληπτικά χαρακτηριστικά. Η συγκομιδή των καρπών ξεκινάει από τον Σεπτέμβριο για την παρασκευή των πράσινων εμπορικών τύπων και συνεχίζεται μέχρι τις αρχές του χειμώνα για την παρασκευή των φυσικών μαύρων εμπορικών τύπων. Η συγκομιδή γίνεται με τα χέρια ή και με δονητικά μηχανήματα.
Δείτε επίσης
- Πλήρης ανατροπή για το ελαιόλαδο – Κατρακυλά η τιμή… μειωμένη και η παραγωγή
- Έρχεται ν/σ του ΥπΑΑΤ για τα αγροτικά κόκκινα δάνεια
- Mercosur: Τι φέρνει η εμπορική συμφωνία για τους ευρωπαίους αγρότες – Κερδισμένοι και χαμένοι
- Στην αγορά της Σαουδικής Αραβίας το κρητικό ελαιόλαδο: “Deal” με τιμή 8,59 ευρώ το κιλό!
- «Ανοίγουν» οι λαϊκές αγορές για τους αγρότες – Πώς θα λειτουργούν