
Στην κανονικότητα (;) επιστρέφει η αγορά, μετά τα αλλεπάλληλα σοκ της πανδημίας, της κρίσης στην εφοδιαστική αλυσίδα και το πληθωριστικό τσουνάμι, καθώς αίρεται το έκτακτο πλαφόν στο περιθώριο κέρδους.
“Δεν θα μπορούσε να είναι για πάντα. Τέτοιο μέτρο δεν εφαρμόστηκε σε καμιά άλλη ευρωπαϊκή χώρα”, σημειώνουν αρμόδιες πηγές στο iefimerida, ωστόσο το ζητούμενο για τους καταναλωτές και το στοίχημα κυρίως για το υπουργείο Ανάπτυξης, είναι να μην καταγραφούν αδικαιολόγητες
ανατιμητικές τάσεις από σήμερα και να λειτουργήσει ο ανταγωνισμός.
Οι πληροφορίες αναφέρουν ότι στους νέους τιμοκαταλόγους δεν υπάρχουν εστίες προβληματισμού, ενώ τα στοιχεία που έχουν ληφθεί από αλυσίδες λιανικού εμπορίου για τον Μάιο και τον Ιούνιο- όσο ήταν δηλαδή σε ισχύ το πλαφόν- δεν δείχνουν περίεργες συμπεριφορές.
Προφανώς και η αγορά θα παραμείνει στο μικροσκόπιο των ελεγκτικών υπηρεσιών, οι οποίες έχουν τη δυνατότητα άντλησης στοιχείων και ηλεκτρονικών διασταυρώσεων για την τήρηση των διατάξεων που παραμένουν σε ισχύ και αφορούν σε αθέμιτες πρακτικές.
Κατ' αρχάς, όλο το πλαίσιο για τη λειτουργία καρτέλ σε κλάδους ή προϊόντα θα συνεχίσει να καλύπτει την εφοδιαστική αλυσίδα. Όπως δήλωσε η πρόεδρος της Επιτροπής Ανταγωνισμού (Ναυτεμπορική), στο επίκεντρο του ελεγκτικού ενδιαφέροντος της Αρχής βρίσκονται οι κλάδοι τροφίμων, ενέργειας, υπηρεσιών και προϊόντων υγείας, μεταφορών, ηλεκτρονικού εμπορίου – ψηφιακών τεχνολογιών και χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών. Πέραν τούτου, παραμένουν σε ισχύ διατάξεις για την εύρυθμη λειτουργία της αγοράς, όπως για παράδειγμα η υποχρέωση ανακοίνωσης από τα super markets στο υπουργείο Ανάπτυξης, της όποιας αύξησης τιμής αγοράς από προμηθευτή καταναλωτικών προϊόντων, που είναι απαραίτητα για την αξιοπρεπή διαβίωση ή παρουσιάζουν υψηλή ζήτηση. Ανάλογη υποχρέωση ανακοίνωσης, υπάρχει και για τις λιανικές τιμές των οπωροκηπευτικών.
“Οι ίδιοι οι εμπλεκόμενοι στην εφοδιαστική αλυσίδα, ειδικά οι πιο “μικροί” γνωρίζουν ότι αν δεν λειτουργήσουν στο πλαίσιο του ανταγωνισμού, θα τους αποβάλει η αγορά” εκτιμούν αρμόδιες πηγές, συμπληρώνοντας ότι και οι ίδιοι οι καταναλωτές, έχοντας πλέον την εμπειρία των τελευταίων, δύσκολων ετών, θα πρέπει να “σκανάρουν”, να συγκρίνουν και τελικά να επιλέγουν βάσει της καλλίτερης τιμής και όχι κατ’ ανάγκη βάσει φίρμας.
Θα πρέπει, άλλωστε, να σημειωθεί ότι πέρα από το Παρατηρητήριο Καταναλωτή, που θα συνεχίσει να λειτουργεί, παραμένει σε ισχύ ως το τέλος Οκτωβρίου το “Καλάθι του Νοικοκυριού”, με προϊόντα ευρείας κατανάλωσης σε ειδικές, χαμηλότερες τιμές.
Οι πολυεθνικές
Τα καλά νέα είναι ότι ο φόβος για αναζωπύρωση των πληθωριστικών πιέσεων, μέσω νέας αύξησης των διεθνών τιμών των καυσίμων, δείχνει να καταλαγιάζει μετά την παύση πυρός στη Μ. Ανατολή. Είναι ενδεικτικό ότι η τιμή του Brent είναι περίπου 23% χαμηλότερη από πέρσι, ενώ οι ανατιμήσεις στη λιανική των καυσίμων δείχνουν να “σβήνουν” σταδιακά, με εξαίρεση τα νησιά. Από την άλλη, δεν μπορεί να περάσει στα “ψιλά” η επιμονή του πληθωρισμού σε Ευρώπη κι Ελλάδα, τόσο στα τρόφιμα όσο και στις υπηρεσίες.
Το μόνο σίγουρο είναι ότι οι καταναλωτές θα χρειαστεί να κάνουν μεγάλη υπομονή για να δουν την όποια νομοθετική παρέμβαση από την Κομισιόν, για την αντιμετώπιση των αθέμιτων πρακτικών, που χρησιμοποιούν πολυεθνικές στην υποτίθεται Ενιαία Ευρωπαϊκή αγορά. Το θέμα αναδείχθηκε στην κορύφωση της πληθωριστικής κρίσης, όταν μια απλή σύγκριση έδειχνε ότι το ίδιο ακριβώς προϊόν πωλείται σε τελείως διαφορετικές τιμές, ακόμα και σε διπλανές χώρες, κάτι που το “ένιωσαν” ιδιαιτέρως οι καταναλωτές της Ελλάδας.
Υπάρχει ακόμα πρόβλημα; Υπάρχει, αν και ίσως όχι σε τέτοια έκταση. Για παράδειγμα, συγκρίνοντας γνωστή μάρκα δημητριακών, διαπιστώνει κανείς ότι η ίδια ακριβώς συσκευασία στην Ελλάδα κοστίζει 5,90 ευρώ, ενώ στη Γαλλία πωλείται προς 5,18 ευρώ. Σε άλλη περίπτωση, γνωστό συσκευασμένο τυρί, στα ελληνικά ράφια πωλείται προς 5,48 ευρώ, ενώ στα γαλλικά το βρίσκει κανείς με 3,99 ευρώ. Αντιστρόφως, γνωστό σαμπουάν, που πωλείται στη Γαλλία προς 6,19 ευρώ, στα ελληνικά ράφια το αγοράζει κανείς με σχεδόν μισή τιμή (3,48 ευρώ).
Θα παρέμβει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή; Θα παρέμβει, αλλά όπως αναφέρουν αρμόδιες πηγές, η σχετική νομοθετική πρωτοβουλία δεν θα πρέπει να αναμένεται νωρίτερα από το τέλος του 2026, δηλαδή σε ενάμιση χρόνο από σήμερα…
Δείτε επίσης
-
Δεν υπάρχουν καταχωρήσεις