Οι κοινοβουλευτικές δημοκρατίες παγκοσμίως εκπροσωπούνται συνήθως από δύο μεγάλες παρατάξεις: τη δεξιά και την αριστερά (σύμφωνα με τον ορισμό που προέκυψε από το γαλλικό κοινοβούλιο), ή τη συντηρητική έναντι της προοδευτικής παράταξης (σύμφωνα με το αυθαίρετο λεξιλόγιο των Ελλήνων αριστερών).
Και οι δύο αυτές παρατάξεις πάντα εποφθαλμιούσαν το λεγόμενο «κέντρο», έννοια ακαθόριστη που περισσότερο υποδηλώνει το κρίσιμο εκείνο κομμάτι των μετακινούμενων ψηφοφόρων που τελικά καθορίζουν μια κυβερνητική αλλαγή.
Οι εκλογές της 20ής Σεπτεμβρίου κατέδειξαν ότι η ελληνική δεξιά (ή κεντροδεξιά για να γίνω περισσότερο «εύπεπτος»), απέτυχε να πείσει το «κέντρο» και είναι πλέον εμφανές ότι η Νέα Δημοκρατία, το κόμμα που από το 1974 εκπροσωπεί την κεντροδεξιά στον ελληνικό πολιτικό χάρτη, δεν είναι ελκυστική, δεν «πουλάει» στον πολίτη.
Σε σχέση με τη Νέα Δημοκρατία του Σαμαρά, ο οποίος είχε ν' αντιμετωπίσει τη μυθολογία του ΣΥΡΙΖΑ, η Νέα Δημοκρατία του Μεϊμαράκη είχε απέναντί της τα κυβερνητικά πεπραγμένα του ΣΥΡΙΖΑ.
Και όμως, μετά από τα τόσα λάθη της κυβέρνησης Τσίπρα και τις τόσες οδυνηρές συνέπειες που ακολούθησαν, η Νέα Δημοκρατία έλαβε 192.000 ψήφους λιγότερες από τις προ οκτώ μηνών βουλευτικές εκλογές, παρ' όλο που είχε τονωτική ένεση ψηφοφόρων από το Ποτάμι.
Το γεγονός αυτό δεν πρέπει να μας εκπλήσσει και η ερμηνεία θα διευκολυνθεί αν αναλύσει κάποιος τα βασικά χαρακτηριστικά του κόμματος από ιδρύσεώς του: στα θετικά του, είναι βέβαιο ότι πρέπει ν' αναφερθεί η εδραίωση της πολιτικής ομαλότητας και σταθερότητας καθώς και η ευρωπαϊκή προοπτική της χώρας που σηματοδότησε η ένταξη της χώρας στην ΕΟΚ το 1981.
Είναι όμως αυτά τα γεγονότα απόρρια της δομής και λειτουργίας αυτού του μεγάλου κόμματος;
Η απάντηση είναι ασφαλώς αρνητική: η θετική ιστορία του κόμματος αφορά τον ιδρυτή της και τότε πρωθυπουργό, τον Κωνσταντίνο Καραμανλή.
Η Νέα Δημοκρατία ως οργανισμός υπήρξε εξ΄ αρχής, στα μάτια των πολιτών και όχι των κομματικών στελεχών, μια δομή η οποία πορευόταν με τη φιλοσοφία της «ενός ανδρός αρχής», όπου ο εκάστοτε αρχηγός επέβαλε το περιβάλλον του, τις προσωπικές πολιτικές επιλογές του και την κομματική του ατζέντα.
Το κόμμα, όπως άλλωστε και ο «αιώνιος αντίπαλος» που άκουγε στο όνομα ΠΑΣΟΚ, επί 35 περίπου χρόνια (μέχρι που πτώχευσε η χώρα το 2010) βασίστηκε στις πελατειακές με τους ψηφοφόρους του σχέσεις και όχι στην παραγωγή πολιτικών και προτάσεων που αυτό δημιουργούσε και η κοινωνία αποδεχόταν, σε στελέχη κακού επιπέδου τα οποία είχαν ως προσόν την κομματική τους αφοσίωση και όχι σε ικανούς τεχνοκράτες, σε πολιτικές που τις περισσότερες φορές σκόπευαν στην αποφυγή του «πολιτικού κόστους» και όχι στην αναγκαία ορθή πορεία προς όφελος της πατρίδας.
Κάθε φορά που το κόμμα ερχόταν στην εξουσία διόριζε τα δικά του «γαλάζια» παιδιά ως δημοσίους υπαλλήλους και τα στελέχη του (κατά κανόνα αυτά που αποτύγχαναν να εκλεγούν) σε καίριες θέσεις του δημόσιου τομέα ως Γενικούς Γραμματείς υπουργείων και επικεφαλής των ΔΕΚΟ.
Αντιλαμβάνομαι ότι τα προαναφερθέντα ηχούν δυσάρεστα, προφανώς ακόμα χειρότερα διέπραξε το ΠΑΣΟΚ, αλλά η αλήθεια είναι ότι έτσι ασκήθηκε η ελληνική δημόσια διοίκηση επί 40 χρόνια.
Οι εκλογές της 20ής Σεπτεμβρίου κατέδειξαν ότι η ελληνική δεξιά απέτυχε να πείσει το «κέντρο» και είναι πλέον εμφανές ότι η Νέα Δημοκρατία, το κόμμα που από το 1974 εκπροσωπεί την κεντροδεξιά στον ελληνικό πολιτικό χάρτη, δεν είναι ελκυστική, δεν «πουλάει» στον πολίτη.
Το μεγάλο ερώτημα που τίθεται τούτη τη χρονική στιγμή αφορά τη μελλοντική ελληνική κεντροδεξιά, τον τρόπο που θα οργανωθεί τόσο σχετικά με τη λειτουργία της όσο και με την παραγωγή πολιτικής. Κατά τη γνώμη μου πρέπει να συμβούν τα παρακάτω:
1) Νέο brand name:
Στη βιομηχανία μαζικής κατανάλωσης, όταν ένα προϊόν γεράσει, όταν δεν «τραβάει» πλέον στην αγορά, τότε η διοίκηση της εταιρείας αποφασίζει αυτό που στη γλώσσα του marketing λέγεται "re-branding".
Αυτή είναι η αναγκαία διαδικασία επανατοποθέτησης του προϊόντος στην αγορά, όπου κρατούνται τα βασικά και τα καλά χαρακτηριστικά του και προστίθενται νέα συστατικά που θα το βοηθήσουν να αποκτήσει νέα μερίδια αγοράς, συνεπώς μία επιτυχημένη πορεία.
Αυτή ακριβώς η ανάγκη υπάρχει και στην πολιτκή: η Νέα Δημοκρατία πρέπει ν' αλλάξει όνομα και σύμβολα, μαζί βεβαίως με άλλα σημαντικά που θ' αναφέρω παρακάτω.
Το re-branding και η υιοθέτηση νέας ονομασίας είναι ένα από τους σημαντικούς λόγους που θα φέρουν νέο αίμα, νέα πρόσωπα στον πολιτκό αυτό χώρο, αλλά και νέους ψηφοφόρους.
2) Οργάνωση πολυεθνικής επιχείρησης:
Αναφέρομαι ειδικά στις πολυεθνικές επιχειρήσεις γιατί εκεί οι κανόνες επιλογής των στελεχών είναι τέτοιοι που το μοναδικό κριτήριο είναι το συμφέρον του οργανισμού.
Η μελλοντική κεντροδεξιά παράταξη πρέπει να επιλέξει στελέχη άξια με τα προσόντα εκείνα που θα είναι χρήσιμα στην οργάνωση και την ανάπτυξη του κόμματος, πρέπει να σταματήσει να προσφέρει θαλπωρή σε όλους εκείνους που ήρθαν στο κόμμα για να στεγαστούν!
3) Καθαρή ιδεολογική ταυτότητα:
Τα πεπραγμένα και οι θέσεις της ΝΔ έδειχναν στις περισσότερες περιπτώσεις διστακτικότητα ή και εγκατάλειψη της αυτονόητης ιδεολογίας του κόμματος.
Αυτό είχε σαν συνέπεια την επί 40 χρόνια ιδεολογική ηγεμονία της Αριστεράς, μπορεί η Αριστερά να μην κυβερνούσε αλλά οι ιδέες της, οι τακτικές της και οι διεκδικήσεις της πρυτάνευαν και πρυτανεύουν στα μέσα μαζικής ενημέρωσης, στο συνδικαλισμό, στην εκπαίδευση, στις πολιτιστικές εκδηλώσεις κλπ.
Η νέα κεντροδεξιά πρέπει να προβάλλει την ιδεολογία της και όχι να ντρέπεται γι' αυτήν, πρέπει να εκπροσωπήσει επιτέλους το υγιέστερο κομμάτι της κοινωνίας, αυτό που παράγει πλούτο και δίνει θέσεις εργασίας, που θέλει εκτενείς ιδιωτικοποιήσεις, μαζική προσέλκυση ξένων επενδύσεων, πλήρη απελευθέρωση της αγοράς, πλήρη απελευθέρωση των εργασιακών σχέσεων (μόνο αν μπορεί μια επιχείρηση να απολύσει εύκολα τότε θα προσλάβει και εύκολα), συρρίκνωση του κράτους - επιχειρηματία, οργάνωση του κράτους - ελεγκτή, δικαίωμα στον πολίτη να επιλέγει τον τρόπο ασφάλισής του (δημόσια ή/και ιδιωτική ασφάλιση), μείωση των φορολογικών συντελεστών (που θα φέρουν περισσότερα δημόσια έσοδα).
Όλα αυτά μέσα από την παγίωση της δημόσιας τάξης (δεν είναι δυνατόν να κλείνουν οι δρόμοι της Αθήνας 600 φορές τον χρόνο από διαδηλωτές!) και της δημιουργίας κλίματος εμπιστοσύνης μεταξύ του κράτους και του πολίτη.
Μόνον όταν η παράταξη αποκτήσει καθαρή ιδεολογική ταυτότητα θα μπορέσει να πείσει την κοινωνία ότι η σωτηρία της πατρίδας μας θα έρθει μέσα από τη δημιουργία πλούτου που θα παράξει μια υγιής ιδιωτική επιχειρηματικότητα.
4) Ηγεσία με όραμα:
Όλα τα παραπάνω δεν μπορούν να υλοποιηθούν χωρίς μια νέα ηγεσία με όραμα, με το οποίο θα μπολιαστεί η κοινωνία.
Ο ηγέτης που χρειάζεται η κεντροδεξιά του μέλλοντος πρέπει να είναι νέος τόσο βιολογικά όσο και σε ιδέες, πρέπει να έχει άριστο βιογραφικό σπουδών και επαγγελματικής εμπειρίας, πρέπει να έχει αποδείξει διοικητική ικανότητα, πρέπει να περιβάλλεται από ομάδα αρίστων συνεργατών (και όχι κολάκων κολλητών) και πρέπει να εμπνεύσει τους πολίτες ότι αυτός είναι ο κατάλληλος για να τους καθοδηγήσει.
Η ευθύνη την οποία έχουν ν' αναλάβουν οι πολίτες σε σύντομο χρονικό διάστημα είναι και μεγάλη και καθοριστική, θα κληθούν να επιλέξουν τον ηγέτη της κεντροδεξιάς παράταξης του μέλλοντος που θα εργαστεί εις το όνομά τους για την ευημερία τους!
Πηγή: huffingtonpost.gr