Εχει πολλούς γεννήτορες η πίστη στη μια ή στην άλλη θρησκεία, στο ένα ή στο άλλο από τα αλληλομισούμενα δόγματα της ίδιας θρησκείας.
Ο φόβος και η ανάγκη, οι βαριές περιπλοκές του βίου, που άλλους τους εξωθούν στην πλήρη άρνηση κι άλλους τους δεσμεύουν σε μια πίστη με αρχαϊκά γνωρίσματα, η ίδια η γεωγραφία εντέλει, το πού γεννηθήκαμε δηλαδή, συναποφασίζουν προς τα πού θα κινηθεί κάθε ψυχή.
Αυτόν τον τελευταίο παράγοντα, το κατά συμβεβηκός, τον παραβλέπουμε συνήθως· προφανής η σημασία του, αλλά οι ιδεοληψίες κρίνουν συμφερότερη την εθελοτυφλία. Και θεωρούμε έτσι ότι είναι εκ Θεού, εκ φύσεως και εκ γονιδίων δοσμένες η πίστη μας, η γλώσσα, η εθνικότητα. Και δεν σχετίζονται με το τυχαίο, που μας έφερε από τη μια ή την άλλη πλευρά κάποιων συνόρων, γεωγραφικών αλλά και χρονολογικών. Η πολιτισμική κολυμπήθρα που μας περιλαμβάνει μόλις γεννιόμαστε, και διαμορφώνει τον χαρακτήρα μας όταν ακόμα δεν έχουμε γνώσεις και λόγο, δεν αφήνει περιθώρια εκλογής. Δεν είναι, πάντως, κατασκευασμένη από την Ειμαρμένη. Αν γεννηθείς στην Ελλάδα, οι πιθανότητες να γίνεις χριστιανός ορθόδοξος (να σε ονομάσουν δηλαδή οι άλλοι) είναι πάνω-κάτω 90%, μια και, όσο κι αν μας προκαλεί δυσφορία, σε τούτο τον τόπο ζουν ανέκαθεν και Ελληνες που ούτε ορθόδοξοι είναι ούτε καν χριστιανοί.
Το ποιας ποιότητας χριστιανός θα γίνει, όμως, ο «γεννημένος χριστιανός», όπως άλλωστε και το ποιας ποιότητας Ελληνας θα γίνει ο «γεννημένος Ελληνας», εξαρτάται από ένα κράμα τυχαίου και επιλογής. Το τυχαίο έχει να κάνει με τους ανθρώπους με τους οποίους θα διασταυρωθεί ο βίος του· λίγο πάνω - λίγο κάτω στη βαθμολογία των Πανελλαδικών Εξετάσεων, λ.χ., κι όλα αλλάζουν. Η επιλογή αφορά το ποιους δασκάλους θα προτιμήσει για να μαθητεύσει σε αυτούς διά βίου. Για παράδειγμα, ποιους χριστιανούς θα υψώσει σαν παράδειγμα, τους αξιωματούχους της Εκκλησίας που έχουν το όνομα αλλά όχι και τη χάρη, ή την ανώνυμη εξ ανωνύμων γιαγιά, που προτιμά να δίνει τον οβολό της, κρυφά, σε κάναν φτωχό, και να μην τον καταθέτει στο παγκάρι της εκκλησίας, γιατί έχει ερμηνεύσει με εντελώς δικό της τρόπο το γνωστό «έχει ο Θεός»; ΄Η ποιους θα καταλήξει να θεωρήσει κοντινότερούς του απ’ όσους τιμήθηκαν με τον χαρακτηρισμό του «διδασκάλου του Γένους» και θ’ ανοίξει το μυαλό και την ψυχή του στο πνεύμα τους;
Δύο από τους διδασκάλους του Γένους, λοιπόν, έχουν ιδιαίτερη σχέση με τη μέρα της Λαμπρής, ειδικά με ένα από τα έθιμά της, το Αγιο Φως, που το θεωρούμε ακρίτως παμπάλαιο, ταυτισμένο με το ξεκίνημα του χριστιανισμού, και επιπλέον επικυρωμένο από όλες τις εκκλησιαστικές κεφαλές. Πασίγνωστος ο ένας διδάσκαλος, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι είναι ικανοποιητικά γνωστό και το έργο του: ο Αδαμάντιος Κοραής. Και μάλλον ψιλό γράμμα έξω από τους ακαδημαϊκούς κύκλους ο άλλος: ο Νικηφόρος Θεοτόκης. Αν έβλεπαν να αποδίδονται σήμερα στο φως των Ιεροσολύμων «τιμές αρχηγού κράτους», να εξισώνεται δηλαδή αυτό που λατρεύεται σαν αυθεντικό θεϊκό σημάδι ή και σαν ταυτότητα του Θεού με τον πρώτο τυχόντα αρχηγό κράτους, σημαντικό ή ασήμαντο, πιθανόν θα τα ’σχιζαν τα χαρτιά τους.
Φοβάμαι ότι για πολλούς της Εκκλησίας και η απλή αναφορά του ονόματος του Κοραή μια τέτοια μέρα είναι κάτι σαν αμαρτία. Εχουν το δίκιο τους. Στον «Διάλογο περί του εν Ιεροσολύμοις Αγίου Φωτός», ανάμεσα στον Φώτιο και στον Καλλίμαχο, υποδειγματική αποδόμηση μιας ωφελιμιστικής σκηνοθεσίας, για τον Χίο σοφό και μόνο το ότι «εν και το αυτό θαύμα δεν γίνεται πλην μίαν και μόνην φοράν», και όχι κάθε χρόνο, σαν μια τελετή ανάμεσα στις πολλές, αρκεί για να αποκαλύψει τους «θαυματοπλάστες».
Γόνος της αρχοντικής κερκυραϊκής οικογένειας των Θεοτόκηδων, ο Νικηφόρος (1731-1800) σπούδασε ιατρική και φυσικομαθηματικά στα πανεπιστήμια της Πάντοβας και της Μπολόνιας και διαδέχθηκε τον Ευγένιο Βούλγαρη στην αρχιεπισκοπή Σλαβονίου και Χερσώνος, με έδρα την Πολτάβα της Ουκρανίας, στη χειροτονία του δε, είχε παραστεί και η αυτοκράτειρα Αικατερίνη Β΄. Στα συγγράμματά του επέλεξε την απλή γλώσσα, αυτός μάλιστα εισήγαγε στη νεοελληνική γραμματεία τον όρο «καθαρεύουσα». Τολμηρός επιστημονικά (του αποδίδεται η πρωτιά της αποδοχής και διδασκαλίας του ηλιοκεντρικού συστήματος του Κοπέρνικου), υπήρξε τολμηρός και στα θεολογικά. Το μαρτυρεί η απάντηση που έδωσε το 1775 στον Ελευθέριο Μιχαήλο τον Λαρισαίο, που του έθεσε το εξής ερώτημα: «Αληθές ή πλάσμα το εν θεοδέγμονι του Σωτήρος τάφω κατά την κυριώνυμον του Πάσχα ημέραν φως;». Αντλώ ένα τμήμα της απάντησης του Θεοτόκη από το άρθρο του Κ. Ι. Δυοβουνιώτη «Περί του εν Ιεροσολύμοις αγίου φωτός», Επετηρίς Εταιρείας Βυζαντινών Σπουδών, τόμ. ΙΒ, 1936:
«Τι δε εν ταις καθ’ ημάς γίνεται ημέρας, τούτο ερώ σοι, όπερ παρά των κορυφαίων του τόπου εκείνου ακήκοα ανδρών, και μάλα αξιοπίστων και πάσης αιδούς αξίων και ευλαβείας, ων τινες μεν εν Κυρίω κεκοίμηνται, τινές δε εν τω βίω περιάγουσιν. Ουκ απ’ ουρανού κατέρχεται, ουδ’ από του τάφου αναβλύζει, αλλ’ ο επί την διακονίαν ταύτην ταχθείς αρχιερεύς εν τω λεγομένω εισελθών Κουβουκλίω, τον πυρίτην παίων πυρ εξάγει επάνω του ζωοδόχου τάφου, είτα εφάψας τας εν τω τάφω πρότερον τριβείσας λαμπάδας κρατών εξέρχεται και το φως μεταδίδωσιν ως ηγιασμένον τη επαφή και προσψαύσει του Παναγίου Τάφου. Και ο μεν αγελαίος λαός εκ του τάφου το φως εκείνο αναβλύσαν νομίζει, ουδείς δ’ αυτώ τουναντίον ειπείν θαρσεί, δεινόν τι παθείν δεδιττόμενος. Ως ουν οράς, ουκ έστι πλάσμα, ουδέ γαρ πλάττουσί τι ή κατασκευάζουσιν όλως, ουδέ δη το γινόμενον κρύπτουσι κατ’ ιδίαν ερωτηθέντες οι εκεί προεδρεύοντες, την δε του χύδην λαού υπόληψιν θεραπεύσαι μη δυνάμενοι οικονομικώ σιωπώσι· και γαρ ουδεμίαν επιφέρει βλάβην η τοιαύτη υπόληψις».
Επικαλούμενος τις μαρτυρίες αυτοπτών που συγκαταλέγονται στους «κορυφαίους» των Ιεροσολύμων, ο Θεοτόκης, που δεν έχει ανάγκη θαύματα τέτοιου ή άλλου είδους για να πιστέψει, πληροφορεί ότι το φως δεν κατέρχεται από τον ουρανό ούτε αναβλύζει από τον τάφο. Το παράγει ο εντεταλμένος αρχιερέας χτυπώντας τον πυρίτη (για τσακμάκια μιλούν οι Λατίνοι περιηγητές του 17ου και του 18ου αιώνα, που ειρωνεύονται ένα θαύμα λατινικής, ωστόσο, εμπνεύσεως, καθολικής). Επειδή, όμως, ο «αγελαίος λαός» πιστεύει ότι το φως αναβλύζει από τον τάφο, ουδείς εναντιώνεται στην πίστη αυτή, από φόβο μην πάθει κανένα κακό. Αν, πάντως, ερωτηθούν κατ’ ιδίαν οι εκεί «προεδρεύοντες», καταλήγει ο λόγιος κληρικός, ομολογούν την αλήθεια.
Η λαϊκή πίστη έχει τα όριά της, αλλά το πρόβλημα είναι πάντα στους ταγούς. Και μόνο να σκεφθεί κανείς ποια άγια χέρια υποδέχονται και μοιράζουν το αεροπορικώς αφικνούμενο θαύμα, βλέπει το φως να σβήνει. Μολαταύτα, καλό Πάσχα.
ΠΑΝΤΕΛΗΣ ΜΠΟΥΚΑΛΑΣ
kathimerini.gr