Μείωση άµεσων ενισχύσεων και χαµηλά περιθώρια κέρδους αλλάζουν τον πρωτογενή τομέα
Ευρύτατες ανακατατάξεις στη σύνθεση της αγροτικής ιδιοκτησίας σε συνδυασµό µε την ανανέωση στο αγροτικό δυναµικό, την όλο και µεγαλύτερη συγκέντρωση της αγροτικής δραστηριότητας και την «ψηφιοποίηση» των καλλιεργητικών µέσων, στοιχειοθετούν νέα δυναµική γύρω από το αγροτικό επάγγελµα, οι επιπτώσεις της οποίας γίνονται ήδη αισθητές στις αγροτικές περιοχές.
Η συζήτηση έχει ξεφύγει από το αν θα φύγουν οι παλιοί ή θα παραµείνουν οι νέοι, ξεπερνάει ακόµη και τις πτυχές που είχε η κουβέντα περί µικρών ανίσχυρων και µεγάλων δυναµικών καλλιεργειών και γίνεται µε τον καιρό πολύ πιο σύνθετη. Έχει να κάνει ωστόσο, µε το πνεύµα της εποχής, τις δυνατότητες που προσφέρει η τεχνολογία, τα στενά οικονοµικά περιθώρια που αφήνει η αγροτική δραστηριότητα, τη συρρίκνωση των άµεσων ενισχύσεων (ΚΑΠ) και φυσικά, µε την φορολόγηση της ακίνητης περιουσίας.
Αυτό που καταγράφεται µε σαφήνεια ως εξέλιξη σε κάθε µικρό ή µεγάλο χωρίο της ελληνικής περιφέρειας, είναι µια κινητικότητα στην οριζόντια ιδιοκτησία και κυρίως στις αγοραπωλησίες που συνδέονται µε παραγωγικές ή και λιγότερο παραγωγικές αγροτικές γαίες. Θα µπορούσε να πει κανείς µάλιστα ότι αφετηρία του νέου κύµατος µεταβιβάσεων, όπως αυτό προκύπτει από τις συµβολαιογραφικές πράξεις, εντοπίζεται σε µικρά και λιγότερο παραγωγικά ή και εγκαταλελειµµένα αγροτεµάχια και περνάει σιγά - σιγά στα µεγαλύτερα και πιο οργανωµένα -από πλευράς υποδοµών- αγροκτήµατα.
Οι αιτίες αυτού του φαινοµένου εντοπίζονται στις νέες ανάγκες (πωλητές) αλλά και προτεραιότητες (αγοραστές) που δηµιούργησε η δεκαετής οικονοµική κρίση, στην αποµείωση µε τον καιρό της σηµασίας των άµεσων ενισχύσεων και την καθιέρωση της φορολογίας για την ακίνητη περιουσία. Βεβαίως η εξέλιξη έχει να κάνει και µε την ενδυνάµωση κάποιων δραστήριων επαγγελµατιών του αγροτικού χώρου οι οποίοι επιδίδονται συστηµατικά στην αγορά γης, όπως επίσης και µε την µεταφορά πόρων από τον αστικό χώρο προς αναζήτηση επενδυτικών λύσεων στον τοµέα της αγροτικής παραγωγής.
Το τελευταίο «πριµοδοτείται», είτε από νεοεισερχόµενους στον τοµέα της αγροτικής δραστηριότητας οι οποίοι συνήθως φλερτάρουν µε την καθετοποιηµένη παραγωγή και στόχο το τελικό προϊόν (branding), είτε από ελεύθερα επενδυτικά κεφάλαια (fund και ευρύτερα κεφαλαιούχοι) που αναζητούν επενδυτικές ευκαιρίες όχι µόνο στο πεδίο του real estate και των ανανεώσιµων πηγών ενέργειας (φωτοβολταϊκά - βιοαέριο) αλλά και σε ειδικότερους τοµείς της αγροτικής παραγωγής (θερµοκήπια λαχανικών, κάνναβη, super foods, ακρόδρυα κ.α.). Το αποτέλεσµα όλων αυτών επιφέρει βαθιές αλλαγές τόσο στο αγροτικό επάγγελµα όσο και στην κοινωνική σύνθεση της υπαίθρου.
Οι συνειδητοί επαγγελµατίες επενδύουν
Θετικό απόηχο είχε απ’ ό,τι φαίνεται, τουλάχιστον για ένα µεγάλο µέρος των γνήσιων επαγγελµατιών του αγροτικού χώρου, το πρόσφατο δηµοσίευµα της Agrenda, όσον αφορά στις σκέψεις οι οποίες γίνονται µεταξύ των ιθυνόντων του αγροτικού χώρου, ακόµα και για πλήρη αντικατάσταση των άµεσων στρεµµατικών ενισχύσεων από προγράµµατα του Β’ πυλώνα.
Είναι πλέον σαφές, ότι, όσο περνάει ο καιρός και καθώς «αδυνατίζει» το λεγόµενο τσεκ, οι συνειδητοί επαγγελµατίες του αγροτικού χώρου στρέφονται όλο και πιο αποφασιστικά υπέρ της δηµιουργίας ευνοϊκότερων συνθηκών για πάγιες επενδύσεις. Υπέρ της άποψης αυτής τάσσονται µε τον καιρό και µικρότεροι καλλιεργητές, οι οποίοι βλέπουν το τσεκ να µην αρκεί για τη βιωσιµότητα των αγροτικών τους εκµεταλλεύσεων. Αντίθετα, λένε, θα είχε σηµασία, η πρόσβαση σε χρηµατοδοτικά µέσα τα οποία θα µπορούσαν να εξασφαλίσουν µια άλλη, βελτιωµένη εικόνα συνθηκών παραγωγής.
Δείτε επίσης
-
Δεν υπάρχουν καταχωρήσεις