Επτά χρόνια μετά την υπογραφή του πρώτου μνημονίου, την 8η Μαΐου του 2010, κι αμέσως μετά την ανακοίνωση της συμφωνίας με τους εκπροσώπους των θεσμών (που αναμένεται να επικυρωθεί στο προσεχές Eurogroup), υπάρχει για πρώτη φορά η αίσθηση, σε έμπειρους παράγοντες της αγοράς, ότι ενδεχομένως αυτό το διάστημα «ξύνουμε τον πάτο του βαρελιού» της ελληνικής κρίσης.
Με την προϋπόθεση όμως ότι η Ελλάδα θα λάβει σύντομα το απαραίτητο «αντίδωρο» στο θέμα του χρέους, ήτοι μια υπόσχεση για την αναδιάρθρωσή του, αρκετά σαφή ώστε να επιτρέψει στον πρόεδρο της ΕΚΤ να εντάξει τη χώρα μας στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης, το περίφημο πλέον QE. Και με δεύτερη -αλλά εξίσου απαραίτητη- προϋπόθεση ότι η κυβέρνηση θα κινητοποιηθεί προκειμένου να ενισχύσει τις επενδύσεις και την ανάπτυξη, είτε πρόκειται για ξένους, είτε για Έλληνες επενδυτές και επιχειρηματίες.
Τα παραπάνω βεβαίως, εάν και εφόσον όλα πάνε κατ' ευχήν, δεν σημαίνουν σε καμία περίπτωση ότι η κοινωνία θα νιώσει τη διαφορά άμεσα. Για μεγάλο διάστημα, η πίεση από τα απανωτά μέτρα των τελευταίων ετών (και εκείνων που θα έρθουν) θα συνεχίσει να επηρεάζει το βιοτικό επίπεδο του μεγαλύτερου μέρους της κοινωνίας.
Ωστόσο, είναι πιθανό ότι θα υπάρξει, ήδη μέσα στο τρέχον έτος, μια αλλαγή κλίματος μεταξύ των επενδυτών, η οποία θα αποτυπωθεί τόσο στις άμεσες όσο και στις έμμεσες επενδύσεις (αγορές ομολόγων και μετοχών) κι ότι αυτό με τη σειρά του θα τονώσει την ψυχολογία (που βρίσκεται εδώ και μεγάλο διάστημα στο ναδίρ), οδηγώντας σε μια εκτίναξη του συμπιεσμένου ελατηρίου της ελληνικής οικονομίας.
Το αν η εκτίναξη αυτή θα έχει διάρκεια εξαρτάται και πάλι, σε πολύ μεγάλο βαθμό, από τις κινήσεις της κυβέρνησης αλλά και από την ευρύτερη συγκυρία. Το θετικό σενάριο που μπορεί να εκτυλιχθεί αυτή τη φορά κινδυνεύει από ακύρωση, στην περίπτωση που υπάρξουν νέου τύπου περιπέτειες στην περιοχή μας, είτε κάποιος άλλος «μαύρος κύκνος» από αυτούς που όλο και πιο συχνά εμφανίζονται τα τελευταία χρόνια, διεθνώς.
Η φράση «κάνε με προφήτη, να σε κάνω πλούσιο» δεν καθιερώθηκε τυχαία. Εν τούτοις, το γεγονός ότι για πρώτη φορά φαίνεται να υπάρχει ένας οδικός χάρτης με τα μέτρα (και τα αντίμετρα) που θα λάβει η χώρα έως και μετά το 2020, αλλά και το γεγονός ότι κατά πάσα πιθανότητα θα καταρτιστεί σύντομα κι ένας οδικός χάρτης για την ελάφρυνση του ελληνικού χρέους, σε συνδυασμό με το -ίσως πιο σημαντικό γεγονός- ότι οι ξένοι δανειστές μας δείχνουν πλέον να αντιλαμβάνονται τόσο τα λάθη που έγιναν, όσο και την ανάγκη να «τελειώσει» η πολύχρονη ελληνική κρίση, δημιουργούν βάσιμη αισιοδοξία.
Το ερώτημα που μένει να απαντηθεί, είναι αν η κυβέρνηση θα αδράξει την ευκαιρία και θα κινηθεί με όσο το δυνατόν μεγαλύτερη ταχύτητα και αποτελεσματικότητα, προκειμένου να γυρίσει η χώρα σε ανάπτυξη και να δημιουργηθούν οι περίφημες θέσεις εργασίας, τις οποίες τόσο συχνά αναφέρει το τελευταίο διάστημα ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας. Ή αν αντίθετα θα συνεχίσει να βολοδέρνει ανάμεσα σε παλαιού τύπου «αριστερές» θεωρήσεις και στον ρεαλισμό που απαιτεί η περίσταση.
Διότι, η «δίκαιη ανάπτυξη» την οποία ευαγγελίζεται το βασικό κυβερνητικό κόμμα έχει ως προϋπόθεση την... ανάπτυξη. Κι αυτή δεν μπορεί παρά να έρθει με τους όρους που παίζεται σήμερα το παιχνίδι παγκοσμίως κι όχι με τους όρους που κάποιοι, είτε ορθώς, είτε όχι, θα επιθυμούσαν.
Πηγή: euro2day.gr