Το σημερινό τοπίο συσσωρεύει αβεβαιότητες. Αυτές, όπως συνέβη από την αρχή της κρίσης, επιτείνονται από ένα γενικότερο φαινόμενο: Την απουσία εμπιστοσύνης στους χειρισμούς και στο προσωπικό των εγχώριων πολιτικών ελίτ, όποια κι αν είναι η κομματική στέγη τους.
Ειδικά μετά τις εκλογές, έχουμε μια χιονοστιβάδα απειλητικών δεδομένων: Το μεγάλο χρηματοδοτικό κενό, το σοβαρότατο πρόβλημα ρευστότητας, την ασφυξία που έχουν επιβάλει εταίροι και δανειστές για να διασφαλίσουν την υλοποίηση δεσμεύσεων, τη «δημιουργική ασάφεια» της νέας κυβέρνησης, που υποκρύπτει ότι αναζητά ακόμη την πυξίδα της.
Τούτα συμβαίνουν παρά το ότι ο νέος πρωθυπουργός συνετά απέφυγε την καταστροφική ρήξη, παρά το ότι προέκυψε ένα βιώσιμο κυβερνητικό σχήμα, και με δεδομένο ότι ο Αλέξης Τσίπρας είναι πολιτικά απόλυτα κυρίαρχος.
Κάθε ημέρα εμφανίζεται άλλος ένας σκόπελος στην οικονομική πραγματικότητα, στις σχέσεις με τους εταίρους που φορτίζονται από ατυχείς δηλώσεις και στο προβληματικό μέτωπο του κυβερνώντος κόμματος.
Πάντως, η ευρύτερη εικόνα αφορά στην υλοποίηση μεταρρυθμίσεων συνδεδεμένων με το άρρωστο κράτος και το σαθρό οικονομικό κρατικίστικο πρότυπο.
Δεν είναι απλώς ότι οι μεταρρυθμίσεις αυτές, που τα περασμένα χρόνια σέρνονταν, σηματοδοτούν την «ώρα της αλήθειας» στη σχέση με τους εταίρους μας. Είναι πως το παρόν και το μέλλον της χώρας στην Ευρωζώνη κρίνεται από αυτές.
Δεν έχει κανένα νόημα να ξαναγυρίσουμε στις κυβερνήσεις Γ. Παπανδρέου και Α. Σαμαρά. Ο πρώτος μπορεί να είχε μεταρρυθμιστικές προθέσεις, όμως αποδείχθηκε εντελώς ανερμάτιστος.
Ο Σαμαράς ξεκίνησε αντιπολιτευτικά ως ακραίος λαϊκιστικής και πάντως ως πρωθυπουργός τουλάχιστον σταθεροποίησε τα δημοσιονομικά, χωρίς όμως καμιά μεταρρυθμιστική βούληση.
Το αποτέλεσμα ήταν να εκτιναχθεί το κοινωνικό κόστος. Επειδή όμως οι παλαιοκομματικές νοοτροπίες και τα λαϊκιστικά ένστικτα δεν εξανεμίζονται, μπροστά στο φάσμα της εκλογικής ήττας χάθηκε κάθε οικονομικός έλεγχος, πραγματοποιήθηκε το άλμα στο κενό για έξοδο στις αγορές και έτσι συντελέστηκε το ανεύθυνο και καταστροφικό σενάριο της μη ολοκλήρωσης της συμφωνίας.
Έτσι, η καυτή πατάτα μεταφέρθηκε στη διάδοχη κυβέρνηση. Πνίγοντάς την ταυτόχρονα σε ασφυκτικά περιθώρια.
Θα το επαναλάβω: Το μεγάλο πολιτικό όπλο της κυβέρνησης είναι ο ίδιος ο Τσίπρας και η φρεσκάδα του. Δεν είναι η «αριστερή» φυσιογνωμία της. Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι κόμμα του 4%, αλλά πολυσυλλεκτική παράταξη που άλωσε το μεσαίο χώρο.
Ο χώρος αυτός απορρίπτει δόγματα και ιδεοληψίες επιλέγοντας τον πραγματισμό. Οι ψηφοφόροι του μεσαίου χώρου, όταν βρίσκονται λ.χ. απέναντι σε ιδιωτικοποιήσεις, τις κρίνουν πρακτικά.
Όχι «ιδεολογικά». Θέλουν επενδύσεις. Γνωρίζουν ότι χωρίς επενδύσεις δεν μπορεί να υπάρξει ανάπτυξη. Οι ιδεοληπτικές ομφαλοσκοπήσεις εντός του ΣΥΡΙΖΑ αφορούν ένα μικρόκοσμο. Όχι την κοινωνία.
Ο Αλέξης Τσίπρας είναι γνωστό πως στη συνομιλία του με τη Μέρκελ απέτρεψε την προοπτική μιας καταστροφικής ρήξης με τους δανειστές μας.
Διόρθωσε τις αρνητικές συνέπειες από την αμετροέπεια του υπερομιλητικού υπουργού Οικονομικών.
Έτσι, άνοιξε ο δρόμος για τη διαπραγμάτευση γύρω από τις μεταρρυθμίσεις.
Αυτές, για την ώρα, σκιάζονται από τη διαβόητη «δημιουργική ασάφεια», όταν καμία ασάφεια δεν μπορεί να είναι δημιουργική. Όμως, η συγκεκριμένη φάση παίρνει τέλος.
Ένας ιδεοληπτικά αντιμεταρρυθμιστικός ΣΥΡΙΖΑ υποχρεούται να συγκεκριμενοποιήσει αλλαγές, που οι προκάτοχοί του απέφευγαν επίσης για πελατειακούς και παλαιοπολιτικούς λόγους.
Αυτές οι μεταρρυθμίσεις πρέπει να γίνουν όχι «ενοχικά».
Αλλά οικεία βουλήσει. Αποτελούν μονόδρομο για τη χώρα.
Ήρθε λοιπόν η ώρα του αυτονόητου, δηλαδή της «δημιουργικής σαφήνειας». Που μένει να επιβεβαιωθεί στην πράξη.
Από τις Εκδόσεις Καστανιώτη το βιβλίο του Γιάννη Λούλη «Η ΜΕΓΑΛΗ ΤΙΜΩΡΙΑ: ΠΩΣ ΓΚΡΕΜΙΣΤΗΚΑΝ ΤΑ ΚΥΡΙΑΡΧΑ ΚΟΜΜΑΤΑ ΤΗΣ ΜΕΤΑΠΟΛΙΤΕΥΣΗΣ, 2012-2015».
Πηγή:imerisia.gr