H Γενοκτονία των Ποντίων
Η Γενοκτονία των Ποντιακού Ελληνισμού από τους Τούρκους αναγνωρίστηκε επισήμως το 1994 με νόμο από τη Βουλή και έκτοτε η 19η Μαΐου τιμάται ως Ημέρα Μνήμης.
Η Ημέρα Μνήμης για τη Γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου καθιερώθηκε το 1994 με απόφαση της Βουλής των Ελλήνων και τιμάται κάθε χρόνο στις 19 Μαΐου.
Στις 19 Μαΐου 1919, κατά τη διάρκεια της Μικρασιατικής Εκστρατείας, ο Κεμάλ Ατατούρκ αποβιβάστηκε στη Σαμψούντα του Πόντου και δρομολόγησε τη δεύτερη και σκληρότερη φάση της Γενοκτονίας των Ποντιακού Ελληνισμού, η οποία έγινε στο πλαίσιο του Απελευθερωτικού Αγώνα των Τούρκων κατά των Δυτικών (Αγγλογάλλων, Ιταλών, Ελλήνων), που κατείχαν εδάφη της Μικράς Ασίας. Από 200.000 έως 350.000 είναι οι Ελληνoπόντιοι, που εξολοθρεύτηκαν από τους Νεότουρκους κατά την περίοδο 1916-1923, σ' ένα σύνολο 750.000 περίπου.
Στις αρχές του 1991, η κοινοβουλευτική ομάδα του ΠΑΣΟΚ αποδέχτηκε ομόφωνα πρόταση του προέδρου του Ανδρέα Παπανδρέου, ύστερα από επιστολή των ποντίων βουλευτών του κινήματος, για την κατάθεση πρότασης νόμου για την επίσημη αναγνώριση από τη Βουλή της γενοκτονίας των Ποντίων και την καθιέρωση της 19ης Μαΐου ως «Ημέρας Μνήμης της Γενοκτονίας των Ποντίων». Έτσι, την 1η Απριλίου 1992, 22 βουλευτές του ΠΑΣΟΚ κατέθεσαν τη σχετική πρόταση νόμου, η οποία ουδέποτε προωθήθηκε για συζήτηση από την κυβέρνηση Μητσοτάκη.
Μετά την ανάληψη της εξουσίας από το ΠΑΣΟΚ τον Οκτώβριο του 1993, η πρόταση νόμου επανακατατέθηκε στη Βουλή στις 9 Δεκεμβρίου 1993 και ψηφίστηκε ομόφωνα από το σώμα στις 24 Φεβρουαρίου 1994. O νόμος 2193/94, που δημοσιεύτηκε στις 11 Μαρτίου 1994 στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (Φύλλο 32 Α') καθιερώνει την 19η Μαΐου ως Ημέρα Μνήμης της Γενοκτονίας των Ελλήνων του Πόντου.
Τα γεγονότα
Ένα εκλεκτό τμήμα του Ελληνισμού ζούσε στα βόρεια της Μικράς Ασίας, στην περιοχή του Πόντου, μετά τη διάλυση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Η άλωση της Τραπεζούντας το 1461 από τους Οθωμανούς δεν τους αλλοίωσε το φρόνημα και την ελληνική τους συνείδηση, παρότι ζούσαν αποκομμένοι από τον εθνικό κορμό. Μπορεί να αποτελούσαν μειονότητα -το 40% του πληθυσμού, αλλά γρήγορα κυριάρχησαν στην οικονομική ζωή της περιοχής, ζώντας κυρίως στα αστικά κέντρα.
Η οικονομική τους ανάκαμψη συνδυάστηκε με τη δημογραφική και την πνευματική τους άνοδο. Το 1865 οι Έλληνες του Πόντου ανέρχονταν σε 265.000 ψυχές, το 1880 σε 330.000 και στις αρχές του 20ου αιώνα άγγιζαν τις 700.000. Το 1860 υπήρχαν 100 σχολεία στον Πόντο, ενώ το 1919 υπολογίζονται σε 1401, ανάμεσά τους και το περίφημο Φροντιστήριο της Τραπεζούντας. Εκτός από σχολεία διέθεταν τυπογραφεία, περιοδικά, εφημερίδες, λέσχες και θέατρα, που τόνιζαν το υψηλό τους πνευματικό επίπεδο.
Το 1908 ήταν μια χρονιά - ορόσημο για τους λαούς της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Τη χρονιά αυτή εκδηλώθηκε και επικράτησε το κίνημα των Νεότουρκων, που έθεσε στον περιθώριο τον Σουλτάνο. Πολλές ήταν οι ελπίδες που επενδύθηκαν στους νεαρούς στρατιωτικούς για μεταρρυθμίσεις στο εσωτερικό της θνήσκουσας Αυτοκρατορίας.
Σύντομα, όμως, οι ελπίδες τους διαψεύστηκαν. Οι Νεότουρκοι έδειξαν το σκληρό εθνικιστικό τους πρόσωπο, εκπονώντας ένα σχέδιο διωγμού των χριστιανικών πληθυσμών και εκτουρκισμού της περιοχής, επωφελούμενοι της εμπλοκής των ευρωπαϊκών κρατών στο Α' Παγκόσμιο Πόλεμο. Το ελληνικό κράτος, απασχολημένο με το «Κρητικό Ζήτημα», δεν είχε τη διάθεση να ανοίξει ένα ακόμη μέτωπο με την Τουρκία.
[Τούρκοι φωτογραφίζονται δίπλα σε κρεμασμένο Πόντιο που βρήκε φρικτό θάνατο]
Τούρκοι φωτογραφίζονται δίπλα σε κρεμασμένο Πόντιο που βρήκε φρικτό θάνατο
Οι Τούρκοι με πρόσχημα την «ασφάλεια του κράτους» εκτοπίζουν ένα μεγάλο μέρος του ελληνικού πληθυσμού στην αφιλόξενη μικρασιατική ενδοχώρα, μέσω των λεγόμενων «ταγμάτων εργασίας» («Αμελέ Ταμπουρού»). Στα «Τάγματα Εργασίας» αναγκάζονταν να υπηρετούν οι άνδρες που δεν κατατάσσονταν στο στρατό. Δούλευαν σε λατομεία, ορυχεία και στη διάνοιξη δρόμων, κάτω από εξοντωτικές συνθήκες. Οι περισσότεροι πέθαιναν από πείνα, κακουχίες και αρρώστιες.
Αντιδρώντας στην καταπίεση των Τούρκων, τις δολοφονίες, τις εξορίες και τις πυρπολήσεις των χωριών τους, οι Ελληνοπόντιοι, όπως και οι Αρμένιοι, ανέβηκαν αντάρτες στα βουνά για να περισώσουν ό,τι ήταν δυνατόν. Μετά τη Γενοκτονία των Αρμενίων το 1915, οι τούρκοι εθνικιστές υπό τον Μουσταφά Κεμάλ είχαν πλέον όλο το πεδίο ανοιχτό μπροστά τους για να εξολοθρεύσουν τους Ελληνοπόντιους. Ό,τι δεν κατάφερε ο Σουλτάνος σε 5 αιώνες το πέτυχε ο Κεμάλ σε 5 χρόνια!
Το 1919 οι Έλληνες μαζί με τους Αρμένιους και την πρόσκαιρη υποστήριξη της κυβέρνησης Βενιζέλου προσπάθησαν να δημιουργήσουν ένα αυτόνομο ελληνοαρμενικό κράτος. Το σχέδιο αυτό ματαιώθηκε από τους Τούρκους, οι οποίοι εκμεταλλεύθηκαν το γεγονός για να προχωρήσουν στην «τελική λύση».
Στις 19 Μαΐου 1919 ο Μουσταφά Κεμάλ αποβιβάζεται στη Σαμψούντα για να ξεκινήσει τη δεύτερη και πιο άγρια φάση της Ποντιακής Γενοκτονίας, υπό την καθοδήγηση των γερμανών και σοβιετικών συμβούλων του. Μέχρι τη Μικρασιατική Καταστροφή το 1922 οι Ελληνοπόντιοι που έχασαν τη ζωή τους ξεπέρασαν τους 200.000, ενώ κάποιοι ιστορικοί ανεβάζουν τον αριθμό τους στις 350.000.
Όσοι γλίτωσαν από το τουρκικό σπαθί κατέφυγαν ως πρόσφυγες στη Νότια Ρωσία, ενώ γύρω στις 400.000 ήλθαν στην Ελλάδα. Με τις γνώσεις και το έργο τους συνεισέφεραν τα μέγιστα στην ανόρθωση του καθημαγμένου εκείνη την εποχή ελληνικού κράτους και άλλαξαν τις πληθυσμιακές ισορροπίες στη Βόρειο Ελλάδα.
Με αρκετή, ομολογουμένως, καθυστέρηση, η Βουλή των Ελλήνων ψήφισε ομόφωνα στις 24 Φεβρουαρίου 1994 την ανακήρυξη της 19ης Μαΐου ως Ημέρα Μνήμης για τη Γενοκτονία του Ποντιακού Ελληνισμού.
"Χτυπούσαν ανελέητα τα παιδιά με τα μαστίγια"
Με ένα απελπισμένο τηλεγράφημα τον Ιούλιο του 1920 η Επιτροπεία Ποντίων ενημέρωνε με σπαρακτικό τρόπο τον Ελευθέριο Βενιζέλο για τα γεγονότα που αποτέλεσαν την αρχή του τέλους του Ποντιακού Ελληνισμού.
«Πανταχόθεν του Πόντου αγγέλονται σφαγαί.. εις Κερασούντα.. εις Τραπεζούντα και αλλού. Εάν κατάστασις συνεχιστεί, Ελληνισμός Πόντου εξαφανισθήσεται, πριν η διπλωματία προλάβει ασχοληθεί περί αυτού», έγραφε το τηλεγράφημα.
Κατά την περίοδο 1914- 1923, οι Τούρκοι θανάτωσαν τουλάχιστον 200.000 Έλληνες του Πόντου. Ο ακριβής αριθμός των θυμάτων δεν έχει προσδιοριστεί, ωστόσο υπάρχουν ιστορικοί και ερευνητές, που υποστηρίζουν ότι αγγίζει τις 350.000. Η σφαγή ήταν αποτέλεσμα του σχεδίου εκτουρκισμού της ευρύτερης περιοχής του Πόντου και στόχος δεν ήταν μόνο οι Έλληνες, αλλά και οι Αρμένιοι.
Οι διώξεις είχαν αρχίσει αρκετά χρόνια νωρίτερα, χωρίς όμως να έχουν τον χαρακτήρα της οργανωμένης γενοκτονίας. Την «εκκαθάριση» ξεκίνησε το κίνημα των Νεότουρκων το 1911, τη συνέχισε κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου και την ολοκλήρωσε με φριχτό τρόπο ο Μουσταφά Κεμάλ από το 1916 έως το 1923. Τα πρώτα χρόνια, οι Έλληνες του Πόντου οδηγούνταν στα λεγόμενα τάγματα εργασίας, τα Αμελέ Ταμπουρού, όπου μετά τις εξαντλητικές πορείες και την ασιτία, οι περισσότεροι δεν άντεχαν και πέθαιναν.
Αργότερα, οι διώξεις πήραν το χαρακτήρα της γενοκτονίας και οι Τούρκοι δεν έδειχναν κανένα έλεος. Σκότωναν εν ψυχρώ άνδρες γυναίκες και παιδιά. Οι συγκλονιστικές μαρτυρίες Στις 19 Μαΐου του 1919, ημερομηνία που έχει καθοριστεί επίσημα σαν ημέρα μνήμης, ο Κεμάλ αποβιβάστηκε στη Σαμψούντα με τις δυνάμεις του. Τότε άρχισε η δεύτερη και πιο φριχτή φάση της ποντιακής τραγωδίας. Σύμφωνα με τον πρόξενο της Αυστρίας στην Τραπεζούντα: «οι Τούρκοι εφαρμόζουν τακτική εκτόπισης του πληθυσμού, δίχως διάκριση και δυνατότητα επιβίωσης, από τις ακτές στο εσωτερικό της χώρας, ώστε οι εκτοπισμένοι να είναι εκτεθειμένοι στην αθλιότητα και τον θάνατο από την πείνα».
Οι συγκλονιστικές μαρτυρίες
Στις 19 Μαΐου του 1919, ημερομηνία που έχει καθοριστεί επίσημα σαν ημέρα μνήμης, ο Κεμάλ αποβιβάστηκε στη Σαμψούντα με τις δυνάμεις του. Τότε άρχισε η δεύτερη και πιο φριχτή φάση της ποντιακής τραγωδίας. Σύμφωνα με τον πρόξενο της Αυστρίας στην Τραπεζούντα: «οι Τούρκοι εφαρμόζουν τακτική εκτόπισης του πληθυσμού, δίχως διάκριση και δυνατότητα επιβίωσης, από τις ακτές στο εσωτερικό της χώρας, ώστε οι εκτοπισμένοι να είναι εκτεθειμένοι στην αθλιότητα και τον θάνατο από την πείνα».
Πολλοί, προκειμένου να σωθούν από τη σφαγή, κατέφυγαν στα γύρω βουνά, ενώ μεγάλο μέρος του πληθυσμού σκορπίστηκε στα βάθη της Μικράς Ασίας και την Ελλάδα. Οι μαρτυρίες όσων επέζησαν έχουν καταγραφεί και τεκμηριώνουν τη γενοκτονία.
Σε άρθρο του δημοσιογράφου Τάσου Κοντογιαννίδη διαβάζουμε τη συγκλονιστική περιγραφή μιας αμερικανίδας δημοσιογράφου, η οποία ήταν αυτόπτης μάρτυρας των γεγονότων: «Καθ’ οδόν συναντούσαμε ομίλους γερόντων, παιδιών, σε μια ατέλειωτη πορεία μαρτυρίου, όπου έπεφταν νεκροί από την εξάντληση και από τα χτυπήματα των συνοδών Τούρκων. Οι περισσότεροι εκλιπαρούν τον θάνατον. Στην πόλη Μεζερέχ ξαφνικά ακούσαμε φωνές περίπου τριακοσίων μικρών παιδιών, μαζεμένων σε κύκλο.
Είκοσι τσανταρμάδες – χωροφύλακες που κατέβηκαν από τα άλογά τους- χτυπούσαν σκληρά και ανελέητα τα παιδιά με τα μαστίγια και τα τρυπούσαν με τα ξίφη τους για να μην κλαίνε. Το θέαμα ήτο πρωτοφανές, φρικώδες! Τα παιδάκια έσκυβαν κι έβαζαν τα χεράκια τους πάνω στο κεφάλι για ν’ αποφύγουν τα χτυπήματα. Μία μητέρα που όρμησε για να σώσει το παιδί της δέχτηκε το ξίφος στην καρδιά κι έπεσε κατά γης. Πάθαμε νευρική κρίση! Παντού βλέπαμε πτώματα γυναικών, παιδιών και γερόντων. Η Αμερικανική Υπηρεσία υπολογίζει τους Έλληνες που εξολόθρευσαν οι Τούρκοι στη Σεβάστεια σε τριάντα χιλιάδες!» Οι Νεότουρκοι έβγαλαν και πολλές φωτογραφίες γύρω από τα πτώματά των Ελλήνων του Πόντου. Σε κάποιες φαίνονται να χαμογελούν… Τα φωτογραφικά ντοκουμέντα αποδεικνύουν αυτό που οι Τούρκοι αμφισβητούν. Ότι έγινε οργανωμένη γενοκτονία των Ποντίων.
Ο Χ. Τσιρκινίδης συμπεριέλαβε τη μαρτυρία του θείου του Ευριπίδη, στο βιβλίο «Η γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου: «Με πολλά βάσανα φτάσαμε στην Κερασούντα. Η πόλη ήταν γεμάτη από ρακένδυτους πρόσφυγες που έφυγαν από την τρομοκρατία των Τούρκων.
Εκεί στην Κερασούντα μας προειδοποίησαν οι συμπατριώτες μας. Μαζεύουν όλους του Έλληνες και τους μεν μεγάλους τους κλείνουν στην εκκλησία του Αγίου Γεωργίου για να τους εξορίσουν, κάθε φορά που συμπλήρωνε ο αριθμός των 250 ατόμων, τους δε μικρούς τους οδηγούν με μικρά καύκια σε άγνωστα μέρη.
Στην εκκλησία δεν συμπληρώθηκε ποτέ ο αριθμός 250, γιατί εκεί χωρίς φαγητό, νερό, μέσα στις ίδιες τους τις ακαθαρσίες, σε λίγες μέρες πέθαιναν οι περισσότεροι. Με τα ίδια μας τα μάτια είδαμε εγώ και ο αδελφός μου να μεταφέρουν τα παιδιά λίγο παρά έξω από την Κερασούντα και εκεί να τα παραδίδουν στους άγριους τσέτες αντάρτες. Αυτοί τα άρπαζαν από τα πόδια και χτυπούσαν τα κεφάλια τους πάνω στα μεγάλα βράχια της ακτής μέχρι να πεθάνουν».
Δείτε επίσης
-
Δεν υπάρχουν καταχωρήσεις