Η Ελλάδα που διαπρέπει στην επιχειρηματικότητα πρέπει να συγκρουστεί με τις λαϊκιστικές φωνές και την απαξίωση.
Τα πελατειακά δίκτυα και η αναζήτηση πολιτικής έκφρασης από τη μεσαία τάξη. Κραυγή αγωνίας ενός πετυχημένου Ελληνα.
Καθώς φεύγω με το αεροπλάνο από την Αθήνα ένα ανοιξιάτικο απόγευμα, δεν μπορώ να βγάλω από το μυαλό μου την σκέψη πως δεν έχω δει ποτέ την χώρα μου σε τόσο δεινή θέση.
Η παρατεταμένη κρίση μας έχει στοιχίσει το ένα τέταρτο του ΑΕΠ, το κράτος στερεύει γρήγορα από ρευστό και η απομόνωση της Ελλάδας γίνεται μεγαλύτερη κάθε ημέρα που περνάει. Η Ελλάδα κινδυνεύει να χάσει το ευρωπαϊκό της μονοπάτι και μαζί του την σύνδεση με τις φιλελεύθερες αξίες και την προσδοκώμενη ευημερία.
Την ώρα που η ελληνική κυβέρνηση επιδίδεται σε μια εθνικιστική ρητορική, δεν ακούγονται οι φωνές από την πραγματική οικονομία, τους ανθρώπους με διεθνείς ορίζοντες και τις επιχειρήσεις που οι εξαγωγές και οι υπηρεσίες τους προσφέρουν την τελευταία ελπίδα για ανάκαμψη. Μου φέρνει στο νου τις λέξεις του WB Yeats: «To κέντρο δεν κρατάει… οι καλύτεροι δίχως πεποίθηση καμία, ενώ οι χειρότεροι ωθούνται από την ένταση του πάθους».
Η ευνοϊκή θέση στην οποία βρίσκομαι έρχεται σε αντίθεση με την κατάπτωση της ελληνικής οικονομίας. Η Upstream, η εταιρεία mobile marketing που ίδρυσα, έχει τριπλασιάσει τα έσοδα και το προσωπικό της τα τελευταία τρία χρόνια. Έχουμε δημιουργήσει μια παγκόσμια εταιρεία που εξελίσσει software στην Αθήνα και το εξάγει σε 42 χώρες, με εννιά γραφεία σε όλο τον κόσμο.
Η ομάδα μας, με μέσο όρο ηλικίας τα 29 χρόνια, διαψεύδει τα στερεότυπα για τους Έλληνες εργαζόμενους – ότι είναι τεμπέληδες, εσωστρεφείς και ζουν στο παρελθόν. Αντίθετα, είναι αποφασισμένοι, ανταγωνιστικοί και ευπροσάρμοστοι.
Η αβεβαιότητα και οι αναταραχές που βιώνουν έξω από το χώρο εργασίας τους έχει βοηθήσει να βγάλουν τον καλύτερο εαυτό τους και τους βοήθησε να δημιουργήσουν μια πραγματικά διεθνή εταιρεία. Αυτό μας απελευθέρωσε με την σειρά του από την στενοκεφαλιά και την κλειστοφοβία της εθνικής παρακμής.
Αλίμονο, δεν είναι αρκετό να συγχαίρω την ομάδα μου γιατί δραπέτευσε από την ελληνική κρίση. Το να πηγαίνεις καλά σε μια χώρα που καταρρέει είναι σχεδόν το ίδιο καταθλιπτικό με το να απογοητεύεις τον ίδιο σου τον εαυτό. Δεν υπάρχει απόλυτη διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στην πολιτική και τις επιχειρήσεις.
Αναρωτιέμαι αν υπήρξε ποτέ πραγματικά ένα πολιτικό κέντρο για να κρατήσει. Ορισμένοι θα επιρρίψουν σωστά την ευθύνη στην υπερβολική δόση λιτότητας, η οποία σκότωσε τα παραδοσιακά κόμματα που ισχυρίζονταν ότι εκπροσωπούν το κέντρο. Αλλά η αλήθεια είναι πως τα κόμματα του υποτιθέμενου κέντρου δεν εκπροσώπησαν ποτέ μια οικονομικά συνετή, προσανατολισμένη στις εξαγωγές και φιλική προς τις επιχειρήσεις ή φιλελεύθερη πολιτική. Ήταν πελατειακά δίκτυα που φλέρταραν με αντιμαχόμενες ιδεολογίες ενώ ακολουθούσαν το ίδιο κρατικιστικό, εσωστρεφές μοντέλο.
Η κατάρρευση τους, που επισπεύτηκε από λάθη εντός και εκτός Ελλάδας, δεν μας άφησε στο σημείο να πρέπει να αναζωογονήσουμε το διεθνιστικό πολιτικό κέντρο όσο στο να το χτίσουμε από την αρχή. Είναι μια αργή και επώδυνη διαδικασία, η οποία μπορεί να μην ολοκληρωθεί έγκαιρα για να μας σώσει από τους λαϊκιστές και τους ζηλωτές που αποστρέφονται την πραγματική οικονομία και την παγκοσμιοποίηση.
Ο μέσος φιλελεύθερος εργαζόμενος στον ιδιωτικό τομέα απλά δεν έχει εκπαιδευτεί να βγαίνει στους δρόμους, να καταλαμβάνει κοινοβούλια ή να φωνάζει στους αντιπάλους του. Ενώ τα ακτιβιστικά κόμματα της άκρας αριστεράς και δεξιάς έκαναν πρόβες στις συναθροίσεις, συγκρούονταν με την αστυνομία και διοργάνωναν καταλήψεις στα πανεπιστήμια, εμείς κοιτούσαμε κυριολεκτικά τις δουλειές μας. Για κάποιο αόριστο λόγο είχαμε επαναπαυθεί στην ιδέα πως το πολιτικό αυτό θέατρο θα χάσει την σημασία του καθώς θα γίνεται πραγματικότητα το αναπόφευκτο ευρωπαϊκό μας μέλλον.
Το τίμημα που μπορεί να πληρώσει η δική μου γενιά επαγγελματιών επειδή υπήρξε τόσο αποκομμένη από οτιδήποτε έχει να κάνει με την πολιτική θα είναι να καταντήσουμε ξένοι στην ίδια μας τη χώρα. Υπο-εκπροσωπούμενοι σε κάθε έκφανση της δημόσιας ζωής, αναρωτιέται κανείς που έχουν πάει όλοι οι λογικοί άνθρωποι της μεσαίας τάξης. Άνθρωποι όπως αυτοί που απασχολούμε στην Upstream.
Οι κεντρώες αξίες που πάντοτε ασπάζονταν, κυρίως η αξιοκρατία και η προσπάθεια για αριστεία, βρίσκονται σήμερα υπό αμφισβήτηση. Πολλοί νέοι, μορφωμένοι Έλληνες, που θέλουν δουλειές και ένα μέλλον μακριά από την αγκαλιά του δημοσίου, αρχίζουν να νιώθουν πως πρέπει να φύγουν για να επιτύχουν τους στόχους αυτούς.
Ενώ προσγειώνομαι στο Λονδίνο, θυμάμαι και πάλι ότι η Ελλάδα δεν είναι η μόνη χώρα που απειλείται από εθνικιστές και λαϊκιστές. Αλλά οι επιχειρήσεις καλλιεργούν πολίτες του κόσμου που φέρνουν ακόμα πιο κοντά τις αγορές. Καθώς η διεθνής επιχειρηματική αρένα αποκτάει μεγαλύτερη σημασία, είναι σωστό να διεκδικήσει την παρουσία της στην πολιτική σφαίρα ως μια φωνή λογικής. Όσο πιο δυνατή γίνεται, τόσο πιο δύσκολο θα είναι να ακουστούν οι γραφικοί τοπικοί νταήδες.
Η ιστορία μου δείχνει ότι το επιχειρηματικό πνεύμα μπορεί να λάμψει παρά τις αποτυχίες της πολιτικής. Πέρα από την αποφασιστικότητα να δημιουργήσουμε και να προοδεύσουμε, η διατήρηση μιας παγκόσμιας οπτικής ήταν το πιο σημαντικό συστατικό στην επέκταση μας. Δεν υπάρχει πιο ισχυρό αντίδοτο στις παράλογες, απομονωτικές πολιτικές που έχουν καταβαραθρώσει την χώρα μου από μια σημαντική μερίδα ανθρώπων που βλέπουν πραγματικά προοπτικές σε ένα παγκοσμιοποιημένο κόσμο.
*Ο Μάρκος Βερέμης ανακηρύχτηκε το 2013 Έλληνας επιχειρηματίας της χρονιάς από την Ernst & Young.
Πηγή: euro2day.gr