Στιγμιότυπο από τη συνέντευξη του Μανόλη Γλέζου, ο οποίος δηλώνει πλέον ότι θα ψηφίσει ΚΚΕ...
Τα περί ύφους, τα είπαμε προχθές και δεν υπάρχει λόγος να επανέλθουμε.
Τώρα, από τον Βαγγέλη Μεϊμαράκη έχουμε, επιπλέον, δείγματα λαϊκισμού (π.χ., θα απαλλάξω τους αγρότες από τη φορολόγηση, θα τα φορτώσω σε κάποιους άλλους), καθώς και δείγματα παραδοσιακού πολιτικάντικου τοπικισμού (π.χ., οι Κρητικοί να ψηφίσουν Κρητικό για πρωθυπουργό).
Ωραία είναι όλα αυτά για όσους διασκεδάζουμε πότε πότε με γραφικότητες και αστεία της κατηγορίας «χωρατό» (όπως το σύνθημα των Κρητικών στη συγκέντρωση του Ηρακλείου: «Βαγγέλη σέξι, σκίσε τον Αλέξη»...), αλλά αυτά δεν αλλάζουν την ουσία του θέματος για το οποίο γίνονται οι εκλογές. Αυτός είναι ο Βαγγέλης Μεϊμαράκης και το ξέραμε πάντα.
Δεν είναι καινούργιος και η προεκλογική εκστρατεία που διεξάγει, μέχρι στιγμής τουλάχιστον, εκεί κατατείνει: να μας θυμίσει ότι δεν είναι καινούργιος.
Οι εκλογές αυτές, όμως, γίνονται με αφορμή τη διάσπαση του ΣΥΡΙΖΑ· και, ως αφορμή, η διάσπαση είναι πολύ σοβαρή και δεν μπορούσε να την αγνοήσει ο Τσίπρας.
Οι 40 βουλευτές που θα μάζευε ο Λαφαζάνης αν τον έδιωχνε ο Τσίπρας ―και οι οποίοι, μην αμφιβάλλετε, θα γίνονταν 50 και 60, αν ο Τσίπρας προσπαθούσε να κυβερνήσει συνεργαζόμενος με δυνάμεις της προηγούμενης Βουλής― δεν θα ανταποκρίνονταν στην πραγματική δύναμη των λαφαζανιστών-δραχμιστών στην κοινωνία. (Το δείχνουν και οι πρόσφατες μετρήσεις της κοινής γνώμης, υπ’ όψιν).
Καλώς γίνονται οι εκλογές, λοιπόν, αφού δεν γινόταν αλλιώς.
Η αιτία των εκλογών, όμως, είναι βαθύτερη και ο Μεϊμαράκης ―μάγκας ή μη, άσχετο εν προκειμένω― την έχει συλλάβει ή, σωστότερα, αφού μιλούμε περί Βαγγέλα, την έχει πιάσει: είναι η προφανής αδυναμία του ΣΥΡΙΖΑ να κυβερνήσει.
Η πλήρης αδυναμία τους να κάνουν ακόμη και τα στοιχειώδη, εκτός από διευθέτηση πελατών (π.χ. με τις επαναπροσλήψεις των απολυθέντων).
Αυτό εννοεί ο Μεϊμαράκης όταν κατηγορεί τον Τσίπρα ότι δραπετεύει από ευθύνες που δεν μπορεί να σηκώσει. Σημειωτέον, δε, ότι η μόνη πρωτοτυπία που επιχείρησαν ήταν η κατεδάφιση της μοναδικής μεταρρύθμισης με ευρύτατη αποδοχή, στα κόμματα και την κοινωνία, αυτήν της Παιδείας.
Αφήστε κατά μέρος τα αποτελέσματά της στην οικονομία και πάρτε αυτή καθαυτή τη δήθεν ηρωική διαπραγμάτευση, για την οποία ο Τσίπρας μάλιστα δηλώνει περήφανος.
Ας μην κοροϊδευόμαστε: οι Ευρωπαίοι τον άφησαν να χάνει χρόνο χωρίς να τον προκαλούν και αυτός σπατάλησε ολόκληρο εξάμηνο, ακολουθώντας τυφλά τον ανεκδιήγητο αγορίνο, ώσπου να βρεθεί με την πλάτη κολλημένη στον τοίχο και να δεχθεί τα πάντα από εκείνους τους οποίους συστηματικά πρόσβαλε και έβριζε.
Πάρτε, επίσης, το προσφυγικό.
Ακόμη θυμάμαι τη μεγαλομπεμπέκα του υπουργείου Μετανάστευσης να λέει σε δημοσιογράφο, με το υφάκι της ευκατάστατης χομπίστριας της Αριστεράς, που κάτι την έχει ενοχλήσει: «Ε, τώρα εγώ τι να σας κάνω;
Είμαι στις Βρυξέλλες».
Ηταν μόλις είχε ξεκινήσει η απότομη άνοδος του κύματος των προσφύγων...
Χρειάσθηκε, λοιπόν, να φθάσουμε να έχουμε μια υπηρεσιακή κυβέρνηση και μάλιστα υπό τη Β. Θάνου, αλλά ευτυχώς με έναν σοβαρό υπουργό στο πρόσωπο του Ν. Χριστοδουλάκη, ώστε να δούμε την κυβέρνηση να κάνει τα απολύτως αναγκαία για να αντιμετωπίσει τα απολύτως άμεσα, όπως η αποσυμφόρηση της Λέσβου, αρχικά, και έπειτα των άλλων νησιών.
Ετερο παράδειγμα είναι η αποτυχία του υπουργείου Παιδείας να ανταποκριθεί στα βασικά. Ελαφρά τη καρδία και γενναιόδωροι όπως πάντα, τράβηξαν ένα ωραίο 23% στην ιδιωτική εκπαίδευση, νομίζοντας ότι αφορά μόνον ορισμένα σχολεία της ελίτ και, αυτή την ώρα, με τη σύγχυση που επικρατεί στην αγορά των 8.000 φροντιστηρίων ξένων γλωσσών και μέσης εκπαίδευσης, γονείς και ιδιοκτήτες υποχρεώνονται σε παράτυπες μεθόδους συμψηφισμού, προκειμένου οι σχολάρχες να καταβάλουν ένα φόρο που τυπικά ισχύει, αλλά υποτίθεται ότι θα αποσυρθεί.
Εκτός από την πάταξη της «ρετσινιάς της αριστείας» και την αναμόρφωση της ιστοσελίδας του υπουργείου, σε τίποτε άλλο δεν μπόρεσε να συνεννοηθεί το δίδυμο του καταθλιπτικού και του φαλλοκεντρικού ποιητή, με αποτέλεσμα δεκάδες χιλιάδες θέσεις εκπαιδευτικών να είναι σήμερα κενές.
Βλέπετε, ιδεολογικά δεν τους πάει να μεταρρυθμίσουν ένα σύστημα που φτιάχτηκε για να υπηρετεί πρωτίστως το συμφέρον των 150.000 εκπαιδευτικών του Δημοσίου.
Δεν έχουν, όμως, ούτε τα λεφτά για να το συντηρήσουν. Τι κάνουν; Τίποτα.
Κάθονται και περιμένουν τον Godot...
Αυτή, όμως, δεν είναι μόνο η περίπτωση του υπουργείου Παιδείας, είναι η περίπτωση όλης της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ. Δεν μπορούν ούτε καν να παραστήσουν ότι κυβερνούν στοιχειωδώς.
Δεν μπορούν να αναμετρηθούν με την πραγματικότητα ―πολύ απλά, τους υπερβαίνει.
Η υπόθεση της ανόδου του ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία ήταν μια παρωδία του ΕΑΜ, που διαλύθηκε μόλις προσέκρουσε στην πραγματικότητα.
Πήραν την εξουσία, καταφέρνοντας να ενώσουν τρία ρεύματα: το αντιμνημονιακό, το εθνολαϊκιστικό και της πανικόβλητης ενώπιον του τέλους της πασοκαρίας.
Ομως, δεν μπορούν ούτε την πραγματικότητα να αλλάξουν ούτε οι ίδιοι να προσαρμοσθούν κάπως.
Η χώρα χρειάζεται επειγόντως κυβέρνηση και, παρά τα διάφορα κακόγουστα ή ακόμη και αποκρουστικά της, η Νέα Δημοκρατία είναι το μόνο κόμμα που μπορεί να λειτουργήσει ως κορμός μια κυβέρνησης που θα κρατήσει τη χώρα όρθια.
Δεν με νοιάζουν, λοιπόν, οι μαγκιές του Μεϊμαράκη, ούτε οι νεοκαραμανλικές οσμές που αναδίδει η εκστρατεία, γιατί τώρα προέχουν σοβαρότερα θέματα.
Προσωπικώς, προτιμώ καφενειακούς τρόπους και κοινό νου, παρά καφενειακές ουτοπίες περιτυλιγμένες σε ευπρέπεια, αριστερή μελαγχολία και ανεπάρκεια μπροστά στην πραγματικότητα.
Αυτή είναι η χώρα και η θέση της, αυτοί είμαστε εμείς, αυτές είναι και οι επιλογές που έχουμε. Ας κάνουμε το καλύτερο με τα μέσα που διαθέτουμε. Τα λοιπά είναι για να διασκεδάζουμε και να περνά ευχάριστα η ώρα...
Πηγή: kathimerini.gr