
Οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Ευρωπαϊκή Ένωση κατάφεραν να αποφύγουν το χειρότερο δυνατό σενάριο: έναν πλήρους κλίμακας, ζημιογόνο εμπορικό πόλεμο ανάμεσα σε δύο παραδοσιακούς συμμάχους, ο οποίος απειλούσε με αύξηση τιμών σε εκατοντάδες προϊόντα και επιβράδυνση δύο από τις ισχυρότερες οικονομίες του κόσμου.
Όπως αναφέρει το CNN η συμφωνία που τελικά επιτεύχθηκε έφερε μια αίσθηση ανακούφισης, όμως λίγοι είναι εκείνοι που πανηγυρίζουν για το περιεχόμενό της.
Στο επίκεντρο της συμφωνίας βρίσκεται η επιβολή δασμού 15% για τα περισσότερα ευρωπαϊκά προϊόντα που εισέρχονται στην αμερικανική αγορά — ποσοστό αισθητά υψηλότερο από τον δασμό 10% που είχε επιβάλει ο Ντόναλντ Τραμπ στις 2 Απριλίου, και πολύ μεγαλύτερο από τον μέσο όρο του 1,2% που ίσχυε πριν την προεδρία του. Ωστόσο, η νέα δασμολογική επιβάρυνση είναι σημαντικά χαμηλότερη από τα υπέρογκα ποσοστά που απειλούσε να εφαρμόσει η Ουάσινγκτον σε περίπτωση αποτυχίας των διαπραγματεύσεων.
Τον Μάιο, μια συμφωνία με τις ΗΠΑ φάνταζε σχεδόν αδύνατη. Εκνευρισμένος από τη στασιμότητα των συνομιλιών με την 27μελή Ευρωπαϊκή Ένωση, ο Τραμπ δήλωνε στις 24 Μαΐου ότι διακόπτει τον διάλογο με κάποιους από τους πιο ισχυρούς συμμάχους της Αμερικής.
«Οι συζητήσεις μας μαζί τους δεν οδηγούν πουθενά!», έγραψε στο Truth Social.
«Δεν αναζητώ συμφωνία», πρόσθεσε αργότερα την ίδια ημέρα από το Οβάλ Γραφείο. «Έχουμε ήδη θέσει τους όρους — είναι στο 50%.»
Η απειλή αυτών των εξαιρετικά υψηλών δασμών προκάλεσε σοκ στους Ευρωπαίους διαπραγματευτές και κινητοποίησε τους Ευρωπαίους ηγέτες. Σε χρόνο ρεκόρ, συμφώνησαν να επιταχύνουν τις διαπραγματεύσεις.
Η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, παρενέβη προσωπικά, τηλεφωνώντας στον Τραμπ και διαβεβαιώνοντάς τον ότι η ΕΕ θα κινηθεί «άμεσα και αποφασιστικά». Η παρέμβαση αυτή φαίνεται πως έπαιξε καταλυτικό ρόλο, καθώς ο Τραμπ υποχώρησε και έδωσε το πράσινο φως για τη συνέχιση των συνομιλιών.
Παρά ταύτα, η συμφωνία που τελικά ανακοινώθηκε – μεταξύ δύο από τους βασικότερους εμπορικούς εταίρους στον κόσμο – άργησε μήνες να ωριμάσει. Οι δύο πλευρές συγκρούονταν για τους αμερικανικούς δασμούς στον χάλυβα και το αλουμίνιο, την απειλή δασμών στα φαρμακευτικά προϊόντα και την πρόθεση των ΗΠΑ να αυξήσουν στο 15% το κατώτατο επίπεδο δασμών σε σχεδόν όλα τα εισαγόμενα αγαθά.
Οι διαπραγματευτές δεν κατάφεραν να καταλήξουν σε λύση έως την αρχική προθεσμία της 9ης Ιουλίου, κάτι που ανάγκασε την αμερικανική κυβέρνηση να αναβάλει την εφαρμογή των λεγόμενων «ανταποδοτικών» δασμών για την 1η Αυγούστου. Με την καταληκτική προθεσμία να πλησιάζει και ενώ ο Τραμπ βρισκόταν σε επίσκεψη στη Σκωτία, συναντήθηκε με τη φον ντερ Λάιεν και κατέληξαν σε ένα πλαίσιο συμφωνίας – με ελάχιστες λεπτομέρειες, πολλές επιφυλάξεις, αλλά αρκετό για να προσφέρει την πολυπόθητη ανακούφιση.
Στο χείλος του γκρεμού – και πίσω
Με τη συμφωνία σε ισχύ, ΗΠΑ και ΕΕ απέφυγαν έναν εμπορικό πόλεμο με δυνητικά καταστροφικές επιπτώσεις για την παγκόσμια οικονομία. Οι Ηνωμένες Πολιτείες απειλούσαν με δασμούς 50% σε ευρωπαϊκά προϊόντα, ενώ η Ευρώπη ετοιμαζόταν να απαντήσει με στρατηγικά στοχευμένους δασμούς που θα έπλητταν καίρια αμερικανικές βιομηχανίες.
Το κύριο αίσθημα και στις δύο πλευρές ήταν η ανακούφιση, όχι ο ενθουσιασμός.
«Το καταφέραμε», δήλωσε ο Τραμπ ανακοινώνοντας τη συμφωνία με τη φον ντερ Λάιεν. «Θα έχει εξαιρετικά αποτελέσματα.»
«Πιστεύω ότι πετύχαμε ακριβώς το σημείο που θέλαμε να φτάσουμε», δήλωσε εκείνη. «Να επαναφέρουμε την ισορροπία, χωρίς να εμποδίσουμε το εμπόριο. Αυτό σημαίνει καλές θέσεις εργασίας και ευημερία και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού, και αυτό ήταν το σημαντικότερο για εμάς.»
Οι χρηματαγορές αντέδρασαν θετικά, έστω και συγκρατημένα: Τα futures του Dow Jones ενισχύθηκαν κατά 150 μονάδες (0,3%), ενώ μικρά κέρδη σημείωσαν και τα futures του S&P 500 και του Nasdaq.
«Φαίνεται ότι οι ΗΠΑ και η Ευρώπη απέφυγαν προς το παρόν έναν αυτοκαταστροφικό εμπορικό πόλεμο, μέσα στη σημαντικότερη εμπορική και επενδυτική σχέση που γνωρίζει η παγκόσμια οικονομία», σημείωσε ο Jorn Fleck, ανώτερος διευθυντής στο Europe Center του Atlantic Council.
Ωστόσο, τα επιμέρους στοιχεία της συμφωνίας παραμένουν θολά. Η ΕΕ δεσμεύεται να αυξήσει τις επενδύσεις στις ΗΠΑ κατά 600 δισ. δολάρια και να προχωρήσει σε αγορές αμερικανικών ενεργειακών προϊόντων ύψους 750 δισ. δολαρίων. Παράλληλα, καταργούνται δασμοί σε προϊόντα όπως αεροσκάφη και εξαρτήματα, ημιαγωγούς, γενόσημα φάρμακα, ορισμένα χημικά και αγροτικά αγαθά.
Ωστόσο, όπως επισημαίνει ο Maury Obstfeld του Peterson Institute for International Economics, πολλές από αυτές τις επενδύσεις βρίσκονταν ήδη σε εξέλιξη. Επιπλέον, η συμφωνία δεν αντιμετωπίζει ουσιαστικά τα μη δασμολογικά εμπόδια της ΕΕ, όπως οι φόροι προστιθέμενης αξίας και οι ψηφιακοί φόροι, τους οποίους η κυβέρνηση Τραμπ είχε χαρακτηρίσει άδικους.
«Υπάρχουν πολλά που με προβληματίζουν στη συγκεκριμένη συμφωνία», ανέφερε χαρακτηριστικά ο Obstfeld.
Από την άλλη, οι κλάδοι που καλύπτονται από το καθεστώς μηδενικών δασμών εξέφρασαν ικανοποίηση.
«Το σύστημα μηδενικών δασμών θα ενισχύσει την απασχόληση, θα ενδυναμώσει την οικονομική μας ασφάλεια και θα αποτελέσει πλαίσιο για την αμερικανική πρωτοπορία στη βιομηχανία και την ασφάλεια», ανέφερε σε ανακοίνωσή του ο σύνδεσμος Airlines for America.
Ωστόσο, το βασικό επίπεδο δασμών 15% αφορά τα περισσότερα αγαθά, γεγονός που συνεπάγεται αύξηση των τιμών για τα ευρωπαϊκά προϊόντα στις ΗΠΑ, με επιπτώσεις για τους καταναλωτές και τους εισαγωγείς.
«Θα πληρώνετε περισσότερο για ευρωπαϊκές εισαγωγές. Αυτό σημαίνει η συμφωνία», υπογράμμισε ο Joe Brusuelas, επικεφαλής οικονομολόγος της RSM. «Δεν πρόκειται για ενίσχυση του εμπορίου — είναι απλώς ένας φόρος στα ευρωπαϊκά προϊόντα που εισάγονται στις ΗΠΑ.»
Η συμφωνία επιφέρει πλήγμα και στις αυτοκινητοβιομηχανίες του Ντιτρόιτ, οι οποίες είχαν ήδη αντιδράσει αρνητικά σε αντίστοιχη συμφωνία με την Ιαπωνία. Ο νέος δασμός 15% στα ευρωπαϊκά αυτοκίνητα που εισάγονται στις ΗΠΑ αποδυναμώνει τον προστατευτικό δασμό 25% που ισχύει για τα αυτοκίνητα που παράγονται στο Μεξικό από αμερικανικές εταιρείες.
Παρότι η φον ντερ Λάιεν ανέφερε ότι τα φαρμακευτικά προϊόντα περιλαμβάνονται στο αρχικό πλαίσιο της συμφωνίας, παραδέχθηκε ότι ενδέχεται ο Τραμπ να επιβάλει τελικά υψηλότερους δασμούς στα εισαγόμενα φάρμακα, κάτι που θα έθετε υπό αμφισβήτηση τις θετικές επιπτώσεις της συμφωνίας.
Παρά τις αδυναμίες της, όμως, η συμφωνία θεωρείται από πολλούς ένα βήμα προς τη σταθερότητα.
«Αποφεύγουμε μια ανταποδοτική σύγκρουση δασμών μεταξύ Ουάσινγκτον και Βρυξελλών, η οποία θα μπορούσε να επεκταθεί στον πολύ πιο κρίσιμο τομέα των υπηρεσιών», τόνισε ο Brusuelas.
Δείτε επίσης
-
Δεν υπάρχουν καταχωρήσεις