Αμετάβλητα παραμένουν ή έχουν ακόμα και επιδεινωθεί, παρά τους νόμους της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την προώθηση της βιώσιμης χρήσης των αγροχημικών, τα περισσότερα από τα περιβαλλοντικά και υγειονομικά ζητήματα που οφείλονται στα φυτοφάρμακα. Η δυσάρεστη αυτή διαπίστωση προκύπτει μέσα από μια νέα έρευνα, χρηματοδοτούμενη από την Ευρωπαϊκή Ένωση, κατά τη διάρκεια εκδήλωσης των ενδιαφερόμενων μερών σχετικά με την ευρωπαϊκή οδηγία για την ορθολογική χρήση των φυτοφαρμάκων (SUD), η οποία αποκάλυψε ότι ο κανονισμός του 2009 πιθανόν να συνέβαλε σε κάποια μείωση του κινδύνου από αγροχημικά, αλλά η πρόοδος ήταν περιορισμένη και απέτυχε να συμβάλει στη μείωση της χρήσης τους.
Σύμφωνα με σχετικό δημοσίευμα από το «Υπαιθρος χώρα» η επικεφαλής ερευνήτρια της μελέτης από τη Ramboll, μια παγκόσμια εταιρεία συμβούλων, Karin Attstrom, δήλωσε χαρακτηριστικά στο πλαίσιο της παρουσίασης: «Η απώλεια βιοποικιλότητας από την πίεση των γεωργικών φυτοφαρμάκων παραμένει, σε γενικές γραμμές, αμετάβλητη».
Η αξιολόγηση ήταν μέρος της αναθεώρησης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την οδηγία SUD και των σχεδίων της να την ευθυγραμμίσει με τον στόχο να μειώσει τη χρήση και τον κίνδυνο των φυτοφαρμάκων στην Ε.Ε. κατά 50% πριν από το τέλος της δεκαετίας. Η Κομισιόν λέει ότι η Ε.Ε. είχε ήδη πραγματοποιήσει μια μείωση της τάξης του 8% προς αυτόν τον στόχο το 2018 και περαιτέρω μείωση 5% το 2019, σε σύγκριση με την περίοδο αναφοράς 2015-2017.
Ωστόσο, η Karin Attstrom αμφιβάλλει για την αποτελεσματικότητα αυτής της μείωσης και αμφισβητεί το κατά πόσο η μεθοδολογία είναι αρκετά αποτελεσματική, ώστε να παρακολουθεί την πρόοδο, όσον αφορά στην ορθολογική χρήση των φυτοφαρμάκων.
«Ο δείκτης της στρατηγικής F2F είναι ένας δείκτης μεταβολών στον τύπο φυτοφαρμάκων που πωλούνται στα κράτη-μέλη, κάτι που αφορά τα χιλιόγραμμα των δραστικών ουσιών και τις επικίνδυνες ιδιότητες αυτών των ουσιών», πρόσθεσε η ίδια. «Δε βασίζεται όμως στην πραγματική χρήση ή εφαρμογή στο πεδίο και δε λαμβάνει υπόψη τον τύπο κινδύνου που εγκυμονούν αυτές οι ουσίες για την ανθρώπινη υγεία ή το περιβάλλον».
Η μελέτη καταλήγει στο συμπέρασμα ότι υπάρχει μια θεωρητική σχέση μεταξύ της οδηγίας SUD και της ΚΑΠ για την ενθάρρυνση της πιο ορθολογικής χρήσης φυτοφαρμάκων, αλλά στην πράξη αυτή η σύνδεση είναι πολύ αδύναμη για να πραγματοποιηθεί η απαραίτητη τομή και να υπάρξει δραστική αλλαγή. Η Κarin Attstrom προτείνει η Ε.Ε. να βελτιώσει την προώθηση πολιτικών για ένα καλύτερο σύστημα Ολοκληρωμένης Διαχείρισης των Επιβλαβών Οργανισμών (IPM), τις συμβουλευτικές υπηρεσίες και την πρόσβαση στην τεχνολογία, καθώς και τον καθορισμό του κόστους παραγωγής και την παρακολούθηση δεδομένων.
Τα κενά συσκευασίας
Την ίδια ώρα, «η κατάσταση όσον αφορά στη διάθεση-διαχείριση κενών συσκευασίας γεωργικών φαρμάκων είναι δραματική», όπως αναφέρει σε ανακοίνωσή του ο Σύλλογος Γεωπόνων Εμπόρων Γεωργικών Εφοδίων (ΣΓΕ). Και προσθέτει ότι «στη χώρα μας δεν υλοποιείται κανένα σύστημα διαχείρισης των κενών συσκευασίας, με αποτέλεσμα ντροπιαστικές εικόνες με την ανεξέλεγκτη διάθεση κενών συσκευασίας σε ρέματα ή όπου αλλού φανταστεί κανείς και τη δημιουργία εστιών ρύπανσης.
Η κατάσταση αυτή πρέπει να σταματήσει και να μπουν φιλόδοξοι αλλά και ρεαλιστικοί στόχοι συλλογής και διαχείρισής τους.
Το τελευταίο διάστημα βλέπουν το φως της δημοσιότητας προτάσεις και έχουμε γίνει γνώστες σχεδίου ΚΥΑ, που κατά τη γνώμη μας είναι δύσκολο να εφαρμοστούν και εναποθέτουν το βάρος της συλλογής κενών συσκευασιών, συνοδευόμενο και από άλλες σχετικές εργασίες, αποκλειστικά στα καταστήματα εμπορίας γεωργικών εφοδίων.
Ο διάλογος που έχουμε επιδιώξει τόσο με την Πολιτεία όσο και με τους εκπροσώπους των εταιρειών παραγωγών ή διακινητών ΦΠΠ δεν έχει υπάρξει μέχρις ώρας διαφωτιστικός. Εξακολουθούμε να μη γνωρίζουμε τους ακριβείς σχεδιασμούς. Από την πλευρά μας, έχουμε διατυπώσει τόσο στο υπουργείο όσο και στον ΕΣΥΦ τις απόψεις μας επί όσων μας έχουν γίνει γνωστά και έχουμε κάνει προτάσεις που τις θεωρούμε βιώσιμες και αποτελεσματικές.
Περιμένουμε να ανοίξει ένας ουσιαστικός διάλογος γύρω από αυτό το τόσο σημαντικό θέμα, με τη συμμετοχή τόσο τη δική μας όσο και εκπροσώπων αγροτών, αλλά και της Αυτοδιοίκησης, ώστε να επιλεχθεί το βέλτιστο μοντέλο. Δεν είμαστε διατεθειμένοι να δεχτούμε κανένα αιφνιδιασμό και επιμένουμε ότι η επιτυχία του όποιου συστήματος προϋποθέτει τη συνεργασία και συμφωνία όλων των μερών που εμπλέκονται στη παραγωγή, τη διαχείριση και τη χρήση ΦΠΠ».
Η κατάσταση στην Κρήτη
Αξίζει να υπενθυμίσουμε, εξάλλου, ότι στην Κρήτη κατά τα τελευταία - τουλάχιστον 50 χρόνια - η κατάχρηση φυτοφαρμάκων έχει επηρεάσει όλους τους δείκτες της υγείας. Αυτή η διαπίστωση ανήκει στον παιδοχειρουργό-συνεργάτη του Εργαστηρίου Τοξικολογίας Ιατρικής Σχολής Κρήτης και μέλος Ιατρικού Συλλόγου Ηρακλείου Δημήτρη Πετράκη. Αναλυτικότερα, τα τελευταία 50 χρόνια, όπως λέει, ο πληθυσμός της Κρήτης αυξήθηκε κατά 20%, ο αριθμός των γεννήσεων ανά 1.000 κατοίκους μειώθηκε κατά 50%, ο αριθμός των θανάτων αυξήθηκε κατά 90%, των νέων κρουσμάτων από καρκίνο κατά 60% και στα δύο φύλα, ο αριθμός των εμβολίων αυξήθηκε κατά 570%, το κόστος των εμβολίων αυξήθηκε κατά 4.000%, ενώ ο αριθμός των ιατρών αυξήθηκε κατά 700%. Στην Κρήτη, με πληθυσμό 5% της χώρας, καταναλώνονται ετησίως 3.000 τόνοι φυτοφαρμάκων στις θερμοκηπιακές καλλιέργειες και 230 τόνοι για τους τέσσερις ψεκασμούς δακοκτονίας των ΔΑΟ Κρήτης (ποσότητα μεγαλύτερη του 10% της χώρας), κόστους δεκάδων εκατομμυρίων ευρώ, για παραγωγή φυτικών προϊόντων αξίας περίπου 700 εκατομμυρίων ευρώ.
Τα στοιχεία αυτά ανήκουν στον Δημήτρη Πετράκη, ο οποίος προσθέτει ότι «η ετήσια παγκόσμια κατανάλωση φυτοφαρμάκων το 2007 ήταν 6 εκατομμύρια τόνοι με κόστος αγοράς 35 δισ. δολάρια.
Πόσο κιλά φυτοφάρμακα καταναλώνει ο Έλληνας αγρότης
Στην Ελλάδα, το ίδιο έτος, κατά τον Ελληνικό Σύνδεσμο Φυτοπροστασίας, «καταναλώθηκαν 30.000 τόνοι, συνολικής αξίας 164,4 εκατομμυρίων ευρώ (αρκετά υποτιμημένη), ποσό που αντιστοιχεί στο 15-25% του κόστους παραγωγής, ανάλογα με το αν είναι δανειοδοτούμενη ή μη η αγροτική εκμετάλλευση. Ο μέσος Έλληνας αγρότης καταναλώνει κάθε χρόνο 25 κιλά φυτοφάρμακα, ενώ ο μέσος καλλιεργητής θερμοκηπίων καταναλώνει κάθε χρόνο 302 κιλά για 3,5 στρέμματα θερμοκηπίων». Να υπενθυμίσουμε πως τα στοιχεία αυτά ο γνωστός επιστήμονας τα είχε αποκαλύψει προς την εφημερίδα μας σε περυσινό μας ρεπορτάζ, τονίζοντας επίσης πως - εκτός των άλλων - «υπάρχει σοβαρό κενό νομοθεσίας για τη χρήση απαγορευμένων, ληγμένων και λαθραίων φυτοφαρμάκων, καθώς επίσης και μη ορθής διαχείρισης των ψεκαστικών υπολειμμάτων και κενών φιαλών φυτοφαρμάκων. Δεν εφαρμόζονται τα μέτρα προστασίας κατά τους ψεκασμούς. Τα χρησιμοποιούμενα φυτοφάρμακα στις θερμοκηπιακές καλλιέργειες είναι 18-20 ποικίλης τοξικότητας, με δύο περίπου ψεκασμούς ανά εβδομάδα. Οι περισσότεροι καλλιεργητές ψεκάζουν τα χόρτα έξω από τα θερμοκήπια με ζιζανιοκτόνα και ρίχνουν το υπόλοιπο του ψεκαστικού υγρού έξω από το θερμοκήπιο».