Έπίσκεψη στον αρχαιολογικό χώρο της Φαιστού!
Σημείο αναφοράς για τον Μινωικό Πολιτισμό.
Κυριακάτική επίσκεψη στη Φαιστό που ακόμα κι αυτή την εποχή σφίζει απο τουρίστες που έρχονται για να ξεναγηθούν στον αρχαιολογικό χώρο με την πλούσια ιστορία και να πάρουν μια γεύση απο τη Μινωική Κρήτη.
Μνημείο σπάνιας ομορφιάς και ξεχωρσιτής αρχιτεκτονικής το ανάκτορο της Φαιστού έχει πολλά να διδάξει για εκείνη την εποχή,όντας γεμάτο εικόνες που αναδεικνύουν το μεγαλείο του μινωικού πολιτισμού και είναι μια πολύ καλή επιλογή για μια κοντινή βόλτα για τους ντόπιους που ενδεχομένως δεν έχουν κάνει τον κόπο να ανηφορίσουν και ιδιαίτερα για τους επισκέπτες(Έλληνες και ξένους) που μέχρι σήμερα συνεχίζουν να καταφθάνουν στο νησί μας.
Σε κάθε περίπτωση εμείς αποζημιωθήκαμε απο την επίσκεψη μας. Τύχαμε θερμής υποδοχής απο το προσωπικό του αρχαιολογικού χώρου,ενώ όλοι ήταν ιδιάιτερα εξυπηρετικοί.περιηγηθήκαμε σε όλους τους χώρους και απολάυσαμε τον καφέ μας στο αναψυκτηριο που βρίσκεται στο εσωτερικό, με θέα τον κάμπο της Μεσαρας ,τον Ψηλορείτη και τα Αστερούσια.
Για την ιστορία
Σύμφωνα με το θρύλο σε αυτή τη γη βασίλεψε η δυναστεία του Ραδάμανθυ, γιου του Δία και αδελφού του Μίνωα. Σύμφωνα με την επιστήμη εκεί ιδρύθηκε το δεύτερο σε μέγεθος και σπουδαιότητα, μετά την Κνωσό, Μινωικό Ανάκτορο της Κρήτης. Και σύμφωνα με τους επισκέπτες ο χώρος αυτός έχει μια μοναδική αύρα καθώς από τη μια τα επιβλητικά βουνά του Ψηλορείτη, των Αστερουσίων και τα Λασιθιώτικα οριοθετούν το τοπίο και από την άλλη η κοιλάδα της Μεσαράς αποκαλύπτει τη σημασία της θέσης που επελέγη για να ελέγχει τη στρατηγικής σημασίας κοιλάδα, με τον πλούτο της Κρητικής γης να συμβαδίζει με εκείνον του εμπορίου που προέρχονταν κυρίως από τους θαλάσσιους δρόμους του νότου και πρώτιστα το επίνειο της Φαιστού, τον Κομμό .
Η Φαιστός μπορεί εκ πρώτης όψεως να μην είναι τόσο εντυπωσιακή, όσο η Κνωσός, καθώς οι αναστηλώσεις των Ιταλών ανασκαφέων ήταν εξαιρετικά περιορισμένες και προσεκτικές, ωστόσο η περιήγηση στα ερείπια του ανακτόρου είναι συναρπαστική καθώς οι πληροφοριακές πινακίδες που υπάρχουν σε κομβικά σημεία του χώρου επιτρέπουν την «ανάγνωση» του μνημείου με τρόπο κατανοητό που προσφέρει στον επισκέπτη μια καλή εικόνα τόσο για την ανακτορική δομή που ακολουθείται σε όλα τα ανάκτορα της Κρήτης από μια σαφή αρχιτεκτονική διάταξη όσο και για τις επιμέρους ιδιαιτερότητες της Φαιστού που την καθιστούν ακόμα πιο ενδιαφέρουσα.
Η δυτική αυλή με τον ιερό χαρακτήρα, οι αινιγματικές «κουλούρες» και οι εντυπωσιακές αποθήκες στη δυτική πτέρυγα, οι επίσημοι χώροι κατοικίας αλλά και οι εργαστηριακοί αποκαλύπτονται μαζί με το περίπλοκο σύστημα των δαιδαλωδών δωματίων, των ιερών και των φωταγωγών, με την αριστοτεχνική σκηνογραφία των Μινωιτών να παιγνιδίζει με το χώρο αξιοποιώντας το φυσικό τοπίο στο μέγιστο.
Η χρήση του ηλιακού φωτός μέσα από φωταγωγούς, οι βεράντες, η κεντρική αυλή γύρω από την οποία αναπτύσσονται οι πτέρυγες έχουν να διηγηθούν μοναδικές εμπνεύσεις εκπληκτικών αρχιτεκτόνων που κατάφεραν στα μακρινά εκείνα χρόνια της προϊστορίας να προσφέρουν στους κατοίκους του συγκροτήματος πολυτέλεια και αναψυχή, λειτουργικότητα και αποτελεσματικότητα στις χρήσεις που εξυπηρετούσε το ανάκτορο.
Και αυτές δεν ήταν μόνο διοικητικές, όπως είναι το πρώτο πράγμα που έρχεται στο μυαλό μιλώντας για «παλάτι» αλλά ταυτόχρονα θρησκευτικές, όπως αποδεικνύουν οι ιεροί χώροι και τα δωμάτια καθαρμών και οικονομικοί μια που το ανάκτορο διαχειρίζονταν τον πλούτο της Μεσαράς με τα χρυσοφόρα και περιζήτητα προϊόντα της Κρητικής γης να αποθηκεύονται στα τεράστια πιθάρια της Φαιστού προτού ξεκινήσουν το ταξίδι τους για τον τότε γνωστό κόσμο μέσω του λιμανιού του Κομμού και των Ματάλων ή για την ενδοχώρα δια ξηράς.
Και βεβαίως να καταγράφονται στο λογιστικό σύστημα της εποχής, πάνω σε πήλινες ενεπίγραφες πινακίδες. Η Φαιστός, βρίσκονταν σε στρατηγικό σημείο, κτισμένη σε χαμηλό λόφο σε υψόμετρο περί τα 100 μέτρα από την επιφάνεια της θάλασσας, έχοντας δίπλα της το Ληθαίο που την ύδρευε και νότια τη θάλασσα που αποτελούσε την εμπορική της διέξοδο κυρίως προς την Αίγυπτο και τη Συροπαλαιστίνη. Πληθώρα ιστορικών αναφορών από αρχαίους συγγραφείς, από τον Όμηρο ως τον Παυσανία μνημονεύουν τον πλούτο και τη δύναμη της, όντας από τα σημαντικότερα κέντρα του Μινωικού πολιτισμού.
Όπως και στην περίπτωση της Κνωσού, τα πρώτα ίχνη κατοίκησης, εν προκειμένω του λόφου στην κορυφή και τα νοτιοδυτικά ανάγονται στη νεολιθική περίοδο όπως μαρτυρούν τα ευρήματα τομών κάτω από τα παλαιά ανάκτορα τα οποία περιλαμβάνουν εκτός από αρχιτεκτονικά στοιχεία, εργαλεία, ειδώλια και όστρακα, δηλαδή θραύσματα αγγείων.
Τα πρώτα ανάκτορα, τα λεγόμενα παλαιά κατασκευάστηκαν πάνω σε αυτές τις επιχώσεις της νεολιθικής και της πρωτομινωικής περιόδου, από το 3000 έως το 2000 π.Χ. και δομήθηκαν με βάση το γνωστό «ανακτορικό σύστημα» που περιλαμβάνει ως βασικά αρχιτεκτονικά στοιχεία την κεντρική και δυτική πλακόστρωτη αυλή, τους πολυδαίδαλους χώρους με πολύθυρα και φωταγωγούς που αναπτύσσονται σε ορόφους τις επιμελημένες προσόψεις και τους μεγάλους αποθηκευτικούς χώρους.
Δυο μεγάλες καταστροφές, πιθανότατα από σεισμούς, οδηγούν σε επισκευές και μετατροπές ενώ περί τα 1700, όπως συμβαίνει σε ολόκληρη την Κρήτη μια τρομακτική καταστροφή ισοπεδώνει τα παλαιά ανάκτορα και οδηγεί τους κατοίκους της να αναγείρουν πάνω στα ερείπια τα νέα. Η καινούρια μορφή ακολουθεί τις ίδιες αρχιτεκτονικές γραμμές με αλλαγές όμως όσον αφορά στη χωροταξία, ειδικά στη δυτική πρόσοψη εγκαινιάζοντας μια νέα περίοδο ακμής για τη Φαιστό που διαρκεί ως τη νέα καταστροφή του 1450 π.Χ. περίπου.
Η δυτική αυλή αποτελεί από τα πιο εντυπωσιακά στοιχεία του ανακτόρου κυρίως λόγω της πολυτέλειας της πρόσοψης, του θεατρικού χώρου, των κουλουρών, κυκλικών κατασκευών που όπως και στη Κνωσό και τα Μάλια θεωρήθηκαν χώροι αποθήκευσης δημητριακών και τα στοιχεία που παραπέμπουν σε ιερό χαρακτήρα της δυτικής αυλής, ανάλογο με εκείνο του ανακτόρου της Κνωσού.
Η διατήρηση των αποθηκών είναι εντυπωσιακή όσο και ο μεγάλος διάδρομος τους. Ενδεικτικά της μαεστρίας των Μινωιτών αρχιτεκτόνων είναι η πλακόστρωτη κεντρική αυλή, οι φωταγωγοί και τα πολύθυρα που επιτρέπουν στη φαντασία να ταξιδέψει στο χρόνο και να βιώσει με τα μάτια των Μινωιτών την μοναδική αίσθηση που απέπνεαν οι χώροι του ανακτόρου αλλά και η πολυτέλεια ειδικά στα «βασιλικά» λεγόμενα διαμερίσματα.
Η μνημειώδης πρόσοψη, οι τοιχογραφημένες κόγχες βρίσκουν την αποκορύφωση τους στις αίθουσες με τις αλαβάστρινες επενδύσεις στους τοίχους, το πλακόστρωτο δάπεδο και φυσικά τις τοιχογραφίες που τις κοσμούσαν, τα θραύσματα των οποίων εκτίθενται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Ηρακλείου.
Και μαζί βεβαίως τα εκπληκτικά ευρήματα των ανασκαφών με τα παλαιοανακτορικά Καμαραϊκά αγγεία (που πήραν το όνομα τους από το σπήλαιο των Καμαρών) με την μοναδική τους διακόσμηση να είναι σε περίοπτη θέση. Όπως φυσικά και ο αινιγματικός δίσκος της Φαιστού, το απόλυτο σύμβολο του ανακτόρου με το αινιγματικό κείμενο, πασίγνωστο σε ολόκληρο τον κόσμο.
Η Φαιστός δεν ήταν όμως μόνο το ανάκτορο αλλά και η πλούσια και πυκνοκατοικημένη πόλη που αναπτύσσονταν γύρω από αυτό η οποία συνέχισε να κατοικείται ως τη γεωμετρική εποχή τον 8ο αιώνα π.Χ. Ενδεικτικό της ακμής της ήταν το γεγονός ότι έκοβε τα δικά της νομίσματα. Από τα ιστορικά χρόνια μάρτυρας της κατοίκησης της πόλης είναι ο ναός της Ρέας, νότια του παλαιού ανακτόρου ενώ μετά το αρχαιολογικό κενό των κλασικών χρόνων, με την απουσία ευρημάτων, η Ελληνιστική πόλη κάνει δυναμική επανεμφάνιση.
Η αυλαία για την κραταιά Φαιστό γράφτηκε περί τα 160 π.Χ. όταν η ανερχόμενη δύναμη στην περιοχή, η Γόρτυνα υποδούλωσε και κατέστρεψε την πόλη, η οποία πλέον αν και συνεχίζει να κατοικείται έχει χάσει την ακμή της. Οι άνθρωποι δεν εγκατέλειψαν ποτέ την περιοχή η οποία ωστόσο δεν κατάφερε ποτέ να ανακάμψει στα επίπεδα του αρχαίου της μεγαλείου.
Η Φαιστός ανασκάφθηκε από τους Ιταλούς στα τέλη του 19ου αιώνα οι οποίοι, με επικεφαλής τον πρωτοπόρο αρχαιολόγο από το Ροβερέτο, Φεντερίκο Άλμπερ έφτασαν εκεί ακολουθώντας τις ιστορικές πηγές και τις μαρτυρίες του Άγγλου πλοιάρχου Σπράτ ο οποίος ήταν και ο πρώτος που ταύτισε τη θέση με την αρχαία Φαιστό.
Στις ανασκαφές εργάστηκαν γενιές αρχαιολόγων με κορυφαίους τον Λουίτζι Περνιέρ και τον Ντόρο Λέβι, ενώ κατ΄ επιλογήν δεν ακολουθήθηκαν εκτεταμένες αναστηλώσεις όπως έπραξε ο Έβανς στην Κνωσό αλλά στερεωτικές εργασίες και αναστηλώσεις χώρων που έχριζαν προστασίας κυρίως των «βασιλικών», λεγόμενων, διαμερισμάτων και των αποθηκών. Η Ιταλική παρουσία παραμένει έντονη στην Φαιστό και την ευρύτερη περιοχή της Μεσαράς ενώ δίπλα στο Ανάκτορο υπάρχει και η στέγη της Ιταλικής Αρχαιολογικής Σχολής Αθηνών.