Αντιστροφή του αισιόδοξου σεναρίου για το ελαιόλαδο τη νέα ελαιοκομική σεζόν καταγράφεται το τελευταίο διάστημα, με τις τιμές παραγωγού να υποχωρούν και την παραγωγή να αντιμετωπίζει προβλήματα ελέω ανομβρίας.
Οι εκτιμήσεις, όπως γράφει ο Ο.Τ., για μια ισχυρή συγκομιδή ελαιολάδου τη σεζόν 2024/25 φαίνεται να αναθεωρούνται προς τα κάτω (παρά την άνοδο στη φετινή παραγωγή γενικότερα στην Ε.Ε. σε σχέση με πέρυσι), καθώς η παρατεταμένη ξηρασία και η έλλειψη ποτιστικών βροχοπτώσεων έχουν δημιουργήσει προβλήματα στα δέντρα και τους καρπούς ελιάς. Προβλήματα, που αν δεν έρθουν οι πολυπόθητες βροχές θα έχουν σοβαρές επιπτώσεις στην καλλιέργεια και την επόμενη ελαιοκομική περίοδο 2025/26.
Όπως όλα δείχνουν το επόμενο διάστημα θα είναι το πιο κρίσιμο για τον ελαιοκομικό τομέα, καθώς η συγκομιδή, που τώρα βρίσκεται στην αφετηρία, μεγαλύτερων ποσοτήτων θα επιτρέψει το πλήρες άνοιγμα της αγοράς. Και αυτές ακριβώς τις νέες παρτίδες ελαιολάδου αναμένουν οι αγοραστές, ευελπιστώντας ότι μαζί με αυτές θα έρθει και μια πτώση στις τιμές. Πάντως αυτή την περίοδο, οι πωλήσεις γίνονται με ορίζοντα 10 – 15 ημερών προκειμένου να καλυφθούν οι άμεσες ανάγκες.
Όσο όμως η αγορά αναμένει για το πού θα κινηθεί η νέα παραγωγή και πώς θα καθοριστούν οι τιμές, οι παραγωγοί δίνουν τη μάχη στο πεδίο της καλλιέργειας, ευελπιστώντας σε μια καλή χρονιά που θα συνοδευτεί από ένα καλό εισόδημα.
Καταλυτικό ρόλο για το πού θα καθίσει η μπίλια της τιμής θα παίξει για ακόμη μια χρονιά η κατανάλωση, η οποία λόγω της εκτίναξης της αξίας του ελαιόλαδου στο ράφι, στράφηκε σε άλλες φθηνές λύσεις όπως ηλιέλαια. Να σημειωθεί ότι η κατανάλωση έχει κάνει «βουτιά» σε ποσοστό που φτάνει και το 40%.
Πώς διαμορφώνονται οι τιμές στο ελαιόλαδο
Αυτή την περίοδο, όπου μαζεύονται τα πρώτα ελαιόλαδα, η τιμή παραγωγού έχει υποχωρήσει από τα 5,9 ευρώ/κιλό έως 6,1 ευρώ/κιλό.
«Ακόμα όμως δεν υπάρχουν μεγάλες ποσότητες, καθώς η συγκομιδή έχει ξεκινήσει εδώ και 10 ημέρες περίπου. Από κει και πέρα όσο θα προχωρά η χρονιά θα βλέπουμε μια πίεση στις τιμές γιατί από την μία ο παραγωγός θα προσπαθεί να πουλήσει εκτιμώντας ότι θα δει μείωση και οι αγοραστές θα προμηθεύονται για να καλύψουν ανάγκες 10 – 15 ημερών, εκτιμώντας επίσης ότι αργότερα θα αγοράσουν με μειωμένη τιμή. Άρα με αυτή την συνταγή εκ των πραγμάτων η κατάσταση θα οδηγηθεί σε μείωση της τιμής. Το πού θα φτάσει όμως κανείς δεν μπορεί να το ξέρει σήμερα», εξηγεί στον ΟΤ ο Μανώλης Γιαννούλης, πρόεδρος της Εθνικής Διεπαγγελματικής Οργάνωσης Ελαιολάδου.
Πάντως, σύμφωνα με τον ίδιο, το πρόβλημα που θα αντιμετωπίσει φέτος η παγκόσμια ελαιοκομία είναι το πού θα πουλήσει το προϊόν. «Η μείωση της κατανάλωσης είναι πολύ μεγάλη και είναι βέβαιο ότι υπάρχει πλεόνασμα προϊόντος τη φετινή χρονιά, με υπαρκτό τον κίνδυνο το 2025 να είμαστε με πολύ υψηλά αποθέματα και να μείνουν τα λάδια απούλητα», σημειώνει ο πρόεδρος της Εθνικής ΔΟΕ.
Οι εκτιμήσεις στην Ελλάδα και το πρόβλημα της ανομβρίας
Στη χώρα μας, με τη συγκομιδή να έχει ξεκινήσει, η φετινή παραγωγή εκτιμάται πως θα φτάσει τους 230.000 τόνους έναντι 150.000 τόνων την περσινή περίοδο, σύμφωνα με όσα επισήμανε στο cnn.gr ο γενικός διευθυντής του Συνδέσμου Ελληνικών Βιομηχανιών Τυποποιήσεως Ελαιολάδου, Γιώργος Οικονόμου.
Μεγάλο πρόβλημα ωστόσο για τους παραγωγούς αποτελούν τα φαινόμενα ξηρασίας και παρατεταμένης ανομβρίας που παρατηρούνται σε σημαντικές ελαιοπαραγωγικές περιοχές της χώρας, όπως η Πελοπόννησος και η Κρήτη. Αυτά, όπως εκτιμά ο κ. Οικόνομου αναμένεται να επηρεάσουν κατά κύριο λόγο την απόδοση και την ποιότητα του καρπού.
Από την πλευρά της, η Περιφέρεια Δυτικής Ελλάδας κάνει λόγο για σοβαρές ζημιές τόσο ποσοτικές όσο και ποιοτικές, στην ηρτημένη παραγωγή ελαιόκαρπου και ελαιόλαδου, λόγω των ελάχιστων χειμερινών βροχοπτώσεων, σε συνδυασμό με τους παρατεταμένους θερινούς καύσωνες και τη συνεχιζόμενη ανομβρία.
Συγκεκριμένα, αναφέρει πως για το 2024 αναμένεται απώλεια πάνω από 23.000 τόνων ελαιόλαδου, που μεταφράζεται στο 35% της πλήρους δυνητικής παραγωγής συνολικά στις περιφέρειες Αχαΐας, Αιτωλοακαρνανίας και Ηλείας. Σε ό,τι αφορά την ποιότητα, επισημαίνει πως «η συγκομιδή αφυδατωμένων καρπών θα προσδώσει αρνητικά οργανοληπτικά χαρακτηριστικά στο ελαιόλαδο, επηρεάζοντας την ποιότητά του και τον χαρακτηρισμό του ως παρθένου ή έξτρα παρθένου».
Με υπερπροσφορά το ελαιόλαδο
Η φετινή παραγωγή ελαιολάδου αναμένεται να κινηθεί στους 200.000 με 250.000 τόνους, αυξημένη συγκριτικά με τα περσινά χαμηλά των 120.000 – 130.000 τόνους. Την ίδια στιγμή, η μεγαλύτερη παραγωγός χώρα η Ισπανία, φαίνεται να ανακάμπτει με την παραγωγή να αναμένεται αυξημένη κατά 50% με 60%, ενώ αντίστοιχα καλές παραγωγές αναμένει όλη η λεκάνη της Μεσογείου.
«Το ισοζύγιο προσφοράς – ζήτησης θα είναι προφανώς πλεονασματικό από την άποψη της προσφοράς, με την κατανάλωση να είναι μειωμένη κατά 40%. Άρα θα υπάρχει μια υπερεπάρκεια προϊόντος και μια σοβαρή πίεση στις τιμές, η οποία θα αποτυπωθεί σταδιακά τόσο στην τιμή παραγωγού (ήδη αποτυπώνεται) όσο και μεσοπρόθεσμα στο ράφι», εκτιμά ο κ. Γιαννούλης.
Στη δίνη της ξηρασίας το ελαιόλαδο
Τα μηνύματα που έρχονται από τις μεγάλες παραγωγικές περιοχές της χώρας κάνουν λόγο για σημαντικές ζημιές στην καλλιέργεια, καθώς η παρατεταμένη ανομβρία σε συνδυασμό με τους διαρκείς και ασυνήθιστους καύσωνες έχουν προκαλέσει αφυδάτωση των καρπών, μικροκαρπία και ακαρπία στις ελιές.
Τα αποτελέσματα της ανομβρίας στα δέντρα θα φανούν, σύμφωνα με τους παραγωγούς και τους γεωπόνους, την επόμενη ελαιουργική σεζόν 2025/26. Και αυτό, γιατί η καταπόνηση των βλαστών από την τρέχουσα ανομβρία θα επηρεάσει την εξέλιξη της ανθοφορίας και οι βλαστοί που υπέστησαν έντονο στρες ή ξήρανση φέτος, θα παρουσιάσουν μειωμένη παραγωγή την επόμενη χρονιά.
Φέτος όμως, η συγκομιδή αφυδατωμένων καρπών προσδίδει αρνητικά οργανοληπτικά χαρακτηριστικά (όπως η φρουτώδη γεύση) στο ελαιόλαδο. Από πλευράς όμως, φυσικομηχικών χαρακτηριστικών (π.χ. οξύτητητας) όπως μας εξηγεί ο κ. Γιαννούλης τα φετινά λάδια είναι πολύ καλά και ποιοτικά.
Και η μάχη των παραγωγών
Μάχη να κρατήσουν τις καλλιέργειές τους και να εξασφαλίσουν ένα καλό εισόδημα δίνουν και φέτος οι παραγωγοί ελαιολάδου, οι οποίοι έχουν έρθει αντιμέτωποι με τα προβλήματα που έχει δημιουργήσει η ανομβρία.
«Πολλές φορές εστιάζουμε στην τιμή του ελαιολάδου στο ράφι και στον καταναλωτή όμως, από την άλλη πλευρά υπάρχει ο παραγωγός. Μόλις πριν από 3-4 χρόνια η τιμή ελαιολάδου ήταν στα 2 με 2.5 ευρώ/κιλό. Αυτή ήταν μια τιμή που πολύ απλά δεν κάλυπτε ούτε τα καλλιεργητικά έξοδα. Έτσι, την ίδια στιγμή που ο καταναλωτής μπορούσε να αγοράσει ελαιόλαδο με χαμηλή τιμή, είδαμε πολλούς παραγωγούς να εγκαταλείπουν την καλλιέργεια, να αφήνουν τα δέντρα αφρόντιστα. Οπότε θα πρέπει να βρεθεί μια ισορροπία ώστε και οι δύο πλευρές να είναι συγκρατημένα χαμογελαστές».
Βελτιωμένη η εικόνα στην Ε.Ε.
Βελτιωμένη, τουλάχιστον σε σύγκριση με την περσινή ιδιαίτερα δύσκολη χρόνια, εκτιμάται η συνολική παραγωγή της φετινής ελαιοκομικής περιόδου στην ΕΕ, την ίδια στιγμή, πάντως, που η κλιματική κρίση παραμένει ένας αστάθμητος παράγοντας ο οποίος διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο.
Άλλωστε, η εκτεταμένη ξηρασία η οποία έπληξε την προηγούμενη διετία τις μεγαλύτερες ελαιοπαραγωγούς χώρες, όπως η Ισπανία και η Ιταλία, με αποτέλεσμα τη μειωμένη παραγωγή σε ελαιόλαδο, ήταν και ο κυριότερος λόγος για την εκτόξευση των τιμών του προϊόντος. Από τον Ιανουάριο του 2021 μέχρι σήμερα, οι τιμές παραγωγού στην ΕΕ υπερδιπλασιάστηκαν ενώ κορυφώθηκαν τον Ιανουάριο του τρέχοντος έτους, όταν οι μέσες τιμές για το εξαιρετικά παρθένο ελαιόλαδο στη νούμερο ένα παραγωγό-χώρα, την Ισπανία, έφτασαν τα 903 ευρώ/100 kg, σύμφωνα με την Κομισιόν.
«Η παραγωγή ελαιόλαδου στην ΕΕ αναμένεται να συνεχίσει να ανακάμπτει το 2024-25, εκτός αν εμφανιστούν ακραίες καιρικές συνθήκες τους επόμενους μήνες. Με κινητήρια δύναμη την ανάκαμψη της παραγωγής στην Ισπανία αλλά και στην Ελλάδα και την Πορτογαλία» επισημαίνει στις φθινοπωρινές της προβλέψεις η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Αντίθετα, σημειώνει, η Ιταλία, μετά την ξηρασία και τους καύσωνες στον Νότο ενδέχεται να έχει χαμηλότερη παραγωγή ακόμη και σε σχέση με πέρσι.
Συνολικά, όπως αναφέρει το cnn.gr, η παραγωγή ελαιόλαδου στην ΕΕ, όπως εκτιμά η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αναμένεται αυξημένη κατά 32% σε σχέση με την αντίστοιχη περσινή, φτάνοντας τα 2 εκατ. τόνους.
Στην Ισπανία, συγκεκριμένα, η παραγωγή εκτιμάται πως θα ανέλθει περίπου στα 1,3 εκατ. τόνους. Όσον αφορά στις επιπτώσεις από τις πρόσφατες φονικές πλημμύρες που έπληξαν τη χώρα, όπως σημειώνουν στελέχη της αγοράς στο cnn.gr, προκύπτει ζήτημα κυρίως ως προς την δυσκολία πρόσβασης στους ελαιώνες, το οποίο και δημιουργεί καθυστερήσεις στη συγκομιδή της ελιάς.
Τι θα γίνει με τις τιμές
Το μείζον ζήτημα ωστόσο για τους καταναλωτές, που βλέπουν έως τώρα το ελαιόλαδο να οδηγεί σταθερά την κούρσα των ανατιμήσεων, είναι πότε θα έρθει η πολυπόθητη αποκλιμάκωση των τιμών στο ράφι.
Με δεδομένο ότι οι τιμές παραγωγού διαμορφώνονται βάσει προσφοράς και ζήτησης, σύμφωνα με τον κ. Οικονόμου, η βελτιωμένη εικόνα στην φετινή παραγωγή αναμένεται να αποτυπωθεί και στην πορεία των τιμών. Αυτό, ωστόσο, αναμένεται αρχίσει να φαίνεται σταδιακά από τις αρχές του νέου έτους, ανάλογα και με τα διαθέσιμα αποθέματα που υπάρχουν από την προηγούμενη παραγωγή.
Από την πλευρά της η Κομισιόν εκτιμά πως η αυξημένη φετινή παραγωγή αναμένεται να οδηγήσει και σε μείωση των τιμών και ενώ ήδη μετά την κορύφωση του Ιανουαρίου 2024 οι τιμές παραγωγού βρίσκονται σε ελαφρά πτωτική πορεία, παρότι σχεδόν διπλάσιες του μέσου όρου της πενταετίας.
Μία αποκλιμάκωση των τιμών εκτιμάται παράλληλα πως μπορεί να συμβάλλει σταδιακά και στην ανάκαμψη της κατανάλωσης, της τάξεως του 7%, έπειτα από την πτώση κατά 22% της τελευταίας διετίας. «Η κύρια αβεβαιότητα είναι το πόσο γρήγορα θα προσαρμοστούν οι τιμές στην αυξημένη διαθεσιμότητα και πώς θα αντιδράσουν οι καταναλωτές, καθώς έχουν αλλάξει τις καταναλωτικές τους συνήθειες εξαιτίας των υψηλών τιμών» υπογραμμίζει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή.
Δείτε επίσης
- ΚΑΠ: Αλλαγές στην κατανομή των επιδοτήσεων – Μεγαλύτερο «πακέτο» για «μικρούς» αγρότες
- «Φαμελιά Αστερουσίων»: Κορυφαία συλλογική προσπάθεια για το 2025 στην Ελλάδα!
- Κρήτη: Αυτές είναι οι προϋποθέσεις για το μέλλον της ελαιοπαραγωγής
- Ελαιόλαδο: Περνάει κρίση; – Τι απαντούν οι παραγωγοί
- Πάγωσε η αγορά ελαιολάδου ελέω βροχών, ενάμισι ευρώ χωρίζει αγρότες και εμπόριο