Διεθνής Ημέρα για την Εξάλειψη της Βίας κατά των Γυναικών
Η Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ, με απόφασή της στις 17 Δεκεμβρίου 1999, ανακήρυξε την 25η Νοεμβρίου ως Διεθνή Ημέρα για την Εξάλειψη της Βίας κατά των Γυναικών για να αναδείξει ένα σημαντικό πρόβλημα με παγκόσμια διάσταση.
Η Ημέρα αυτή είχε καθιερωθεί ήδη από το 1981 από γυναικείες οργανώσεις, σε ανάμνηση της φρικτής δολοφονίας των τριών αδελφών Μιραμπάλ, πολιτικών αγωνιστριών από την Δομινικανή Δημοκρατία, με διαταγή του δικτάτορα Τρουχίλο στις 25 Νοεμβρίου 1960.
Η παγκόσμια διάσταση του προβλήματος
Σύμφωνα με τα πρόσφατα στοιχεία του ΟΗΕ μια στις τρεις γυναίκες ή κορίτσια βιώνουν σωματική ή σεξουαλική βία κατά τη διάρκεια της ζωής τους, συνήθως από κάποιον στενό συγγενή τους. Μόνο το 52% των γυναικών που έχουν παντρευτεί ή συζούν, αποφασίζουν ελεύθερα σχετικά με τις σεξουαλικές σχέσεις, τη χρήση αντισυλληπτικών και την υγειονομική περίθαλψη, ενώ 750.000.000 γυναίκες και κορίτσια σε όλο τον κόσμο παντρεύτηκαν πριν κλείσουν τα 18 τους χρόνια και 200.000.000 υπέστησαν ακρωτηριασμό των γυναικείων γεννητικών οργάνων.
Μια στις δύο γυναίκες που σκοτώθηκαν σε όλο τον κόσμο έχασαν τη ζωή τους από τους συντρόφους ή την οικογένειά τους, ενώ μόνο ένας στους 20 άνδρες σκοτώθηκαν υπό παρόμοιες συνθήκες. Το 71% όλων των θυμάτων εμπορίας ανθρώπων παγκοσμίως είναι γυναίκες ή κορίτσια και 3 στις 4 από αυτές είναι θύματα σεξουαλικής εκμετάλλευσης. Μάλιστα, όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά στην έκθεση του ΟΗΕ, η βία κατά των γυναικών είναι εξίσου σοβαρή αιτία θανάτου με αυτή του καρκίνου.
Η ελληνική διάσταση του προβλήματος
Στην Ελλάδα, η οικονομική κρίση φαίνεται να καλλιεργεί το έδαφος για εντάσεις που πολλές φορές καταλήγουν στην εκδήλωση βίας διαφόρων μορφών κατά των γυναικών. Στο συμπέρασμα αυτό καταλήγει η μ.κ.ο ActionAid έπειτα από έρευνα που διεξήγαγε μεταξύ Ιανουαρίου - Σεπτεμβρίου 2018 και βασίστηκε στα πορίσματα συνεντεύξεων με επαγγελματίες που διαχειρίζονται περιστατικά ενδοοικογενειακής βίας στην Αθήνα και τον Πειραιά.
Πολλά, αν όχι τα περισσότερα, περιστατικά βίας δεν έρχονται ποτέ στο φως, αφού δεν καταγγέλλονται στις αρχές, αλλά ούτε αναφέρονται στις αρμόδιες οργανώσεις. Είναι χαρακτηριστικό ότι αν και ένας στους τέσσερις κατοίκους στην Ελλάδα γνωρίζουν ένα θύμα ενδοοικογενειακής βίας στη γειτονιά τους, πάνω από οχτώ στους δέκα δεν θεωρούν την ενδοοικογενειακή βία συνηθισμένο πρόβλημα.
Σύμφωνα με τις πιο πρόσφατες στατιστικές της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μία στις τέσσερις Ελληνίδες άνω των 15 έχει βιώσει σωματική ή σεξουαλική βία τουλάχιστον μια φορά στη ζωή της. Είναι ενδεικτικό ότι σύμφωνα με μελέτες το 21,3% των Ελληνίδων βιώνουν περιστατικά σωματικής ή σεξουαλικής βίας αλλά δεν το αναφέρουν, ποσοστό που είναι κατά 10 μονάδες πάνω από το μέσο όρο της ΕΕ (Ινστιτούτο Ισότητας της ΕΕ, 2017).
Τα χαμηλά ποσοστά καταγγελιών των περιστατικών βίας λειτουργούν ιδιαίτερα επιβαρυντικά σε ένα τόσο μείζον κοινωνικό ζήτημα, αφενός γιατί η συνεχόμενη έκθεση σε βία αφορά παραβίαση θεμελιωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων, και αφετέρου γιατί δεν μπορεί να υπάρξει ούτε απονομή δικαιοσύνης ούτε κατάλληλη στήριξη των θυμάτων.
Αναφορικά με τη βία μεταξύ συντρόφων και τα θύματα βίας που κάλεσαν τη γραμμή SOS της Γενικής Γραμματείας Ισότητας των Φύλων (ΓΓΙΦ) από τον Νοέμβριο του 2016 έως τον Νοέμβριο του 2017, πρόκειται ως επί το πλείστον για Ελληνίδες (87%), που αντιπροσωπεύουν όλες ηλικιακές κατηγορίες, μορφωτικά επίπεδα, και εργασιακές καταστάσεις.
Αντίστοιχα, και οι δράστες προέρχονται από ποικίλα δημογραφικά και κοινωνικο-οικονομικά υπόβαθρα, όπως δείχνει αναλυτικά μια πρόσφατη μελέτη πεδίου για λογαριασμό της Γενική Γραμματεία Ισότητας Φύλων (ΓΓΙΦ, 2018). Ωστόσο, μια ανάλυση των στατιστικών ευρημάτων, αποκαλύπτει την ύπαρξη συγκεκριμένων τάσεων. Ηλικιακά, η πλειοψηφία των δραστών, κοντά δηλαδή στο 70%, είναι μεταξύ 35 και 54 ετών, ενώ ένα πολύ μικρό ποσοστό (4,48%) φαίνεται να είναι νεαρότερης ηλικίας.
Σχετικά με το μορφωτικό επίπεδο, παρατηρείται μια ελαφριά υπερεκπροσώπηση αντρών χαμηλότερου μορφωτικού επιπέδου ανάμεσα στους δράστες, σε σύγκριση με το γενικό πληθυσμό Ελλήνων αντρών. Χαρακτηριστικά, 33,3% των δραστών ενδοοικογενειακής βίας δεν έχουν ολοκληρώσει την δευτεροβάθμια υποχρεωτική εκπαίδευση. Για εκείνους που έχουν ολοκληρώσει υποχρεωτική δευτεροβάθμια αλλά όχι τριτοβάθμια εκπαίδευση, το ποσοστό των δραστών είναι 37,7%, ενώ για εκείνους πιο έχουν ολοκληρώσει και την τριτοβάθμια εκπαίδευση, το ποσοστό είναι 29%.
Όπως επίσης τονίζεται στην έρευνα της ActionAid, η ανεργία των θυμάτων φαίνεται να είναι εκείνη που μετράει περισσότερο σε μια βίαια σχέση ή μάλλον στη συνέχισή της. Ειδικότερα, το 37,7% των γυναικών – θυμάτων που έλαβαν μέρος στην έρευνα ήταν άνεργες, ποσοστό αντίστοιχο με εκείνο των γυναικών που κάλεσαν τη Γραμμή SOS της Γενικής Γραμματείας κατά την περίοδο 2016-2017 (28% ήταν άνεργες ή ανενεργές, σε σύγκριση με 22% που ήταν απασχολούμενες). Άρα συμπερασματικά φαίνεται ότι οι γυναίκες, λόγω της οικονομικής κρίσης, δεν έχασαν μόνο την οικονομική τους δύναμη, αλλά και την δυνατότητα να μένουν μακριά από βίαιους συντρόφους.