Δάκος, ξυλέλα και υψηλές θερμοκρασίες «καίνε» τους ελαιοπαραγωγούς
Το πρόβλημα με την ακινησία στην αγορά του ελαιολάδου στην Κρήτη, όπως και στις υπόλοιπες ελαιοπαραγωγικές περιοχές της Ελλάδας είναι δεδομένο. Δεν είναι όμως και το μοναδικό πρόβλημα που αντιμετωπίζουν οι ελαιοπαραγωγοί.
Αυτή τη στιγμή υπαρχουν ακόμη τρία ζητήματα που τους απασχολούν και έχουν να κάνουν με το δάκο, την ξυλέλα και τις υψηλές θερμοκρασίες.
Σε ότι έχει να κάνει με τις καιρικές συνθήκες και τον καύσωνα των τελευταίων ημερών, αυτή την περίοδο οι ελαιώνες βρίσκονται σε διάφορα στάδια ανθοφορίας.
Το πιο ευαίσθητο και καθοριστικό για την καρποφορία στάδιο είναι αυτό της πλήρους άνθησης και καρπόδεσης. Στο στάδιο αυτό η έλλειψη νερού και οι υψηλές θερμοκρασίες μπορεί να προκαλέσουν σοβαρά προβλήματα με τη μείωση της καρπόδεσης, άρα και της ελαιοπαραγωγής. Η έλλειψη νερού μπορεί να προκαλέσει μείωση του αριθμού των ανθοταξιών των ανθέων/ανθοταξία ή μείωση των γόνιμων ανθέων και ανθόπτωση με αποτέλεσμα τη μείωση του ποσοστού καρπόδεσης και καρποφορίας.
Ξυλέλα
Σε ότι αφορά την ξυλέλα που θεωρείται από τους πιο επικίνδυνους παθογόνους μικροοργανισμούς για τα φυτά στον κόσμο και μέχρι σήμερα δεν έχει βρεθεί τρόπος για να καταπολεμηθεί.
Μια δυσοίωνη εικόνα για το μέλλον των ελαιόδεντρων στην Ιταλία, στην Ελλάδα και στην Ισπανία - οι οποίες από κοινού παράγουν το 95% του ελαιόλαδου της Ευρώπης, σκιαγραφεί μια νέα διεθνής επιστημονική μελέτη σχετικά με τις δυνητικές επιπτώσεις του καταστροφικού για τις ελιές βακτηρίου Xylella fastidiosa, σε περίπτωση που αυτό επεκταθεί μελλοντικά και φθάσει να μολύνει σχεδόν όλους τους ελαιώνες του ευρωπαϊκού Νότου.
Πολλοί ελαιώνες στην Ιταλία και σε μικρότερο βαθμό στην Ισπανία έχουν ήδη καταστραφεί και η μελέτη προβλέπει ότι, αν το φυτοπαθογόνο βακτήριο επεκταθεί κι άλλο, η οικονομική ζημιά στις τρεις χώρες μπορεί να ξεπεράσει συνολικά ακόμη και τα 20 δισεκατομμύρια ευρώ.
Για την Ελλάδα ειδικά (όπου ευτυχώς το βακτήριο δεν έχει φθάσει ακόμη), στο χειρότερο σενάριο η ζημιά θα μπορούσε να προσεγγίσει τα δύο δισεκατομμύρια ευρώ, σύμφωνα με τους ερευνητές, με επικεφαλής τον Κέβιν Σνάιντερ του ολλανδικού Πανεπιστημίου του Βαγκενίγκεν, οι οποίοι έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό της Εθνικής Ακαδημίας Επιστημών των ΗΠΑ (PNAS).
Δεν είναι άλλωστε τυχαίο που η ασθένεια αυτή έχει ονομαστεί "Σύνδρομο της Ταχείας Παρακμής της Ελιάς" ή απλώς «λέπρα της ελιάς».
Η εξάπλωση της Xylella εκτιμάται ότι σήμερα γίνεται με ρυθμό περίπου πέντε χιλιομέτρων το χρόνο, αλλά θα μπορούσε να επιβραδυνθεί στο ένα χιλιόμετρο με τις κατάλληλες παρεμβάσεις. Λόγω ευνοϊκών κλιματολογικών συνθηκών, θεωρείται ότι το 85% έως 99% των ελαιοπαραγωγικών περιοχών του Ευρωπαϊκού Νότου είναι ευάλωτο.
«Η ζημιά στις ελιές επιφέρει επίσης μια απαξίωση στην αξία της γης και στην τουριστική ελκυστικότητα μιας περιοχής. Έχει συνεπώς σοβαρή επίπτωση στην τοπική οικονομία και στην απασχόληση που συνδέεται με τη γεωργία», ειχε δηλώσει στο BBC η ερευνήτρια δρ Μαρία Σαπονάρι του ιταλικού ινστιτούτου βιώσιμης φυτοπροστασίας CNR.
Για την Ισπανία η μελέτη εκτιμά ότι, αν μολυνόταν και καταστρεφόταν η πλειονότητα των ελαιόδεντρων, η ζημιά θα μπορούσε να φθάσει τα 17 δισεκατομμύρια ευρώ μέσα στα επόμενα 50 χρόνια, ενώ στην Ιταλία πάνω από πέντε δισεκατομμύρια. Αν όμως καταστεί εφικτό να επιβραδυνθεί σημαντικά η αρρώστια και νέες πιο ανθεκτικές ποικιλίες ελαιόδεντρων φυτευτούν (αυτό θεωρείται η καλύτερη λύση μακροπρόθεσμα), τότε η ζημιά θα είναι πολύ μικρότερη. Η μείωση του πληθυσμού των εντόμων-φορέων είναι ο άλλος βασικός πυλώνας της μάχης κατά της Xylella.
Όμως σε κάθε περίπτωση, σύμφωνα με τους ερευνητές, ακόμη κι αν δεν υπάρξει το χειρότερο σενάριο, οι καταναλωτές αναμένεται στο μέλλον να νιώσουν την επίπτωση στο πορτοφόλι τους. «Θα υπάρξει μια μείωση της προσφοράς και αναμένεται ότι οι τιμές θα ανέβουν, κάτι που θα πλήξει τους καταναλωτές», σύμφωνα με τον Σνάιντερ, ο οποίος πρόσθεσε ότι, πέρα από το στενά οικονομικό κόστος, θα είναι οδυνηρή και ανεκτίμητη η απώλεια παραδοσιακών ελαιώνων, τους οποίους διαδοχικές γενιές φρόντισαν και κληροδότησαν στις επόμενες.
Ο δάκος
Ο δάκος τέλος, ο οποίος έχει δείξει τα «δόντια» του τις προηγούμενες χρονιές, καταστρέφοντας μεγάλο μέρος της παραγωγής και συμβάλλοντας στην υποβάθμιση της ποιότητας του, αποτελεί ένα στοίχημα, το οποιο πρέπει να κερδηθεί.
Για αυτό το λόγο, στόχος των αρμόδιων φορέων σε επίπεδο Κρήτης είναι να ξεκινήσουν αμεσα οι ενέργειες εκείνες, οι συστηματικοί ψεκασμοί δηλαδή, ώστε να μην φτάσουμε στα υψηλά επίπεδα προσβολών των ελαιώνων, με τις καταστροφικές συνέπειες του παρλθόντος! Μένει να δούμε αν φέτος, υπό την ηγεσία του Υπουργού Αγροτικής Ανάπτυξης Μάκη Βορίδη, δούμε να συμβαίνει κάτι διαφορετικό σε επίπεδο υλοποίησης των δακοψεκασμών από ό,τι συνέβαινε τα προηγούμενα χρόνια.