Αντιπαράθεση για τους... πάγους
Γη (ή μάλλον θάλασσα) της Επαγγελίας ή βιβλική καταστροφή; Η εξαφάνιση των πολικών πάγων, που εδώ και χρόνια εξελίσσεται ταχύτερα και από τις πιο ακραίες επιστημονικές προβλέψεις, γεννά φόβους κλιματικής Αποκάλυψης: υπερθέρμανσης, ανόδου της στάθμης των ωκεανών, διάβρωσης των ακτών, κλιματικών προσφύγων.
Ωστόσο, ειδικότερα στις χώρες που βρίσκονται πάνω από τον Αρκτικό Κύκλο, η μεγάλη απόψυξη αποτελεί και μία τεράστια οικονομική ευκαιρία. Από τη διεύρυνση της τουριστικής σεζόν και την εισροή νέων ειδών προς αλίευση ώς τη διάνοιξη μιας νέας θαλάσσιας οδού στην κορυφή του πλανήτη και στις νέες προοπτικές αναζήτησης υδρογονανθράκων, οι πιο ζεστές θερμοκρασίες των τελευταίων ετών μετατρέπουν την Αρκτική σε πεδίο νέων οικονομικών δραστηριοτήτων και εντεινόμενων γεωπολιτικών τριβών.
Η εφημερίδα «Καθημερινή» είχε την ευκαιρία να καταγράψει τις αντιφάσεις αυτές –μεταξύ φόβου και έξαψης, διατήρησης και εκμετάλλευσης, συνεργασίας και ανταγωνισμού– επισκεπτόμενη το Μπούντε (Bod), μία μικρή πόλη στη βόρεια Νορβηγία όπου διεξήχθη το συνέδριο High North Dialogue (3-4 Απριλίου), και το Αρχιπέλαγος του Σβάλμπαρντ, στα μισά του δρόμου μεταξύ της ηπειρωτικής Νορβηγίας και του Βόρειου Πόλου.
Η Νορβηγία είναι, από ορισμένες απόψεις, η χώρα στην οποία οι αρκτικές αντιφάσεις είναι πιο έντονες από οπουδήποτε αλλού. Πάνω από 10% του πληθυσμού της ζει βόρεια από τον Αρκτικό Κύκλο (66°33). Το αντίστοιχο ποσοστό στον Καναδά είναι μόλις 0,3% και στη Ρωσία λιγότερο από 1,5%. Το πληθυσμιακό αυτό αποτύπωμα σημαίνει ότι το ενδιαφέρον των Νορβηγών για την οικονομική ανάπτυξη του Βορρά είναι συγκριτικά μεγαλύτερο.
Ζωτικός ρόλος
Παράλληλα, όμως, όπως ανέφερε στην ομιλία της στο «High North Dialogue» η πρωθυπουργός της χώρας, Ερνα Σόλμπεργκ, τα ύδατα υπό τον έλεγχο της Νορβηγίας είναι επτά φορές μεγαλύτερα σε έκταση από τη χερσαία της επιφάνεια (και το μεγαλύτερο μέρος των υδάτων αυτών βρίσκεται πάνω από τον Αρκτικό Κύκλο). Αυτό συνεπάγεται έναν ζωτικό ρόλο στη διαχείριση των νέων περιβαλλοντικών προκλήσεων που συνοδεύουν την αυξημένη δραστηριότητα στις μέχρι πρότινος παγωμένες θάλασσες. Τέλος, ως χώρα που συνορεύει με τη Ρωσία και μοιράζεται μαζί της τη Θάλασσα του Μπάρεντς, η Νορβηγία βρίσκεται στην πρώτη γραμμή της βορειοατλαντικής συμμαχίας, απέναντι σε ένα αντίπαλο δέος που έχει αυξήσει τη στρατιωτική του παρουσία στα βορειότερα μέρη του πλανήτη.
«Η Αρκτική για εμάς δεν είναι μια μακρινή, άθικτη περιοχή, είναι το σπίτι μας», δηλώνει στην «Κ» ο Αουντούν Χάλβορσεν, υφυπουργός Εξωτερικών της Νορβηγίας. «Είναι ένα μέρος όπου οι πολίτες μας πρέπει να μπορούν να ζήσουν, να έχουν δουλειές, να έχουν πρόσβαση σε καλές υποδομές. Είναι επίσης ένα μέρος όπου πρέπει να είμαστε παρόντες, να υπερασπιζόμαστε την κυριαρχία μας». Η ανάγκη αυτή, η πτυχή ασφαλείας της αρκτικής πολιτικής του Οσλο, σημειώνει ο Χάλβορσεν, «έχει γίνει πιο έντονη μετά το 2014 και τη [ρωσική εισβολή στην] Κριμαία. Οι εξελίξεις αυτές μας γυρίζουν πίσω αρκετά χρόνια, σε μια εποχή κατά την οποία η Αρκτική ήταν πολύ ψηλά στην ατζέντα ασφαλείας της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας». Ο Νορβηγός υφυπουργός τονίζει την ανάγκη το ΝΑΤΟ να δραστηριοποιηθεί εκ νέου στην Αρκτική, που αποτελεί «μέρος του φυσικού χώρου ευθύνης του». Παράλληλα, ωστόσο, όπως αναφέρει, το Οσλο επιχειρεί να διατηρήσει τις στενές επαφές και τη συνεργασία που έχει με τη Μόσχα σε μία σειρά από διμερή θέματα.
Μια νέα οδός για το θαλάσσιο εμπόριο
Το κεντρικό θέμα του συνεδρίου στο Μπούντε ήταν «Επιχειρηματική Δραστηριότητα στην Αρκτική». Στη Γροιλανδία, καθώς λιώνουν πάγοι, διαδοχικές τοπικές κυβερνήσεις αναζητούν επενδυτές για την εξερεύνηση των θαλασσών και του υπεδάφους για υδρογονάνθρακες, σπάνιες γαίες, ακόμα και ουράνιο, με απώτερο σκοπό την απόσχιση από τη Δανία. Σύμφωνα με στοιχεία που παρουσιάστηκαν στο συνέδριο, 20,7 εκατομμύρια τόνοι προϊόντων μεταφέρθηκαν το 2018 μέσω του Βόρειου Περάσματος (Northern Sea Route), τη θαλάσσια οδό βόρεια της Σιβηρίας την οποία ελέγχει και εξυπηρετεί η Ρωσία – σχεδόν τα διπλάσια σε σύγκριση με το 2017, που ήταν το προηγούμενο έτος-ρεκόρ. Ο στόχος των Ρώσων είναι τα μεγέθη αυτά να φτάσουν το 2024 τους 80 εκατομμύρια τόνους.
Δείτε επίσης
-
Δεν υπάρχουν καταχωρήσεις