Στη συρρίκνωση που έχει υποστεί ο ελληνικός πλούτος στην περίοδο της κρίσης, αναφέρονται, στο τελευταίο οικονομικό τους δελτίο, οι αναλυτές της Alpha Bank, οι οποίοι και αναγνωρίζουν την εξέλιξη αυτήν ως παράγοντα που επηρεάζει "τόσο την τρέχουσα ευημερία, όσο και τις προσδοκίες για το μέλλον των πολιτών" της χώρας.
Ειδικότερα, το οικονομικό δελτίο, σε μια προσπάθεια να διερευνήσει τις επιπτώσεις της κρίσεως από ένα άλλα πρίσμα που δεν αφορά σε μεταβλητές-ροές, αλλά εξετάζοντας τη μεταβολή της αξίας του πλούτου τους που συνιστά μεταβλητή-απόθεμα, ξεκινά από το ζήτημα του ορισμού: "Τα βασικά στοιχεία που απαρτίζουν τον πλούτο των νοικοκυριών είναι ο χρηματοοικονομικός πλούτος, δηλαδή ρευστά διαθέσιμα και κινητές αξίες (ομόλογα, μετοχικοί τίτλοι κλπ), ο μη-χρηματοοικονομικός πλούτος που προσεγγίζεται κατά κύριο λόγο με τις αξίες των ακινήτων και τέλος, το ανθρώπινο κεφάλαιο, που δύναται να προσεγγισθεί ως η παρούσα αξία των προσδοκώμενων αποδοχών σε όλη τη διάρκεια του κύκλου ζωής του ατόμου (lifetime income approach). Η επένδυση, κρατική και ιδιωτική, στην εκπαίδευση πριν και μετά την είσοδο στην αγορά εργασίας αποτελεί τον βασικό παράγοντα αναβαθμίσεως του ανθρωπίνου κεφαλαίου".
Η ανάλυση λαμβάνει υπ'όψιν τις εκτιμήσεις για το επίπεδο και τη σύνθεση του πλούτου ανά ενήλικα το 2015 σε σχέση με το 2008 σε επιλεγμένες χώρες της Ευρωζώνης, σύμφωνα με την ετήσια έκθεση της Credit Suisse για τον παγκόσμιο πλούτο. Συγκεκριμένα, ο καθαρός πλούτος των νοικοκυριών ορίζεται ως η διαφορά του συνόλου της τρέχουσας αξίας του χρηματοοικονομικού και μη χρηματοοικονομικού πλούτου από το σύνολο του ιδιωτικού χρέους τους.
Όπως εκτιμάται, τα ελληνικά νοικοκυριά έχουν απωλέσει το 28,9% του συνόλου των υλικών στοιχείων ενεργητικού τους, σωρευτικά στην χρονική περίοδο 2008-2015. Μάλιστα, η πτώση αυτή είναι η μεγαλύτερη ανάμεσα στις επιλεγμένες χώρες της Ευρωζώνης και ακολουθούν η Πορτογαλία και η Ισπανία, ενώ η Γερμανία σημειώνει τις μικρότερες απώλειες.
Από την ανάλυση προκύπτει, επίσης, ότι τα νοικοκυριά στην Ελλάδα κατέγραψαν την μεγαλύτερη μείωση του μη χρηματοοικονομικού πλούτου μεταξύ της Ισπανίας, της Πορτογαλίας, της Ιταλίας, της Ιρλανδίας και της Γερμανίας.
Η εξέλιξη αυτή συμβαδίζει με την καθίζηση της αγοράς ακινήτων, η οποία, αν και σε μικρότερη ένταση, συνεχίζεται μέχρι σήμερα, επισημαίνουν οι αναλυτές και συνεχίζουν:
Ειδικότερα, σύμφωνα και με τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος, σημειώνεται η κατακόρυφη πτώση των οικιστικών ακινήτων κατά 37,9% σωρευτικά στην περίοδο 2009 - 2015, μετά την μεγάλη αύξηση των τιμών που προηγήθηκε στην περίοδο 2004- 2007 (33%). Αξίζει να σημειωθεί ότι η σημαντική αύξηση των αγοραίων τιμών των ακινήτων στην Ελλάδα δεν ήταν αποτέλεσμα κερδοσκοπικών τάσεων στην αγορά με σκοπό την αποκόμιση κεφαλαιακών αποδόσεων, αλλά προήλθε κυρίως από το παραδοσιακό μοντέλο αποθεματοποιήσεως πλούτου και βελτιώσεως του κοινωνικού status που υιοθετήθηκε μεταπολεμικά από τα ελληνικά νοικοκυριά. Όμως, το ιδιαίτερο αυτό πρότυπο συμπεριφοράς των ελληνικών νοικοκυριών ανετράπη διά της εισαγωγής μιας υψηλής μόνιμης πλέον φορολογικής επιβαρύνσεως της ακίνητης περιουσίας, κυρίως μέσω του ΕΝΦΙΑ, που επηρεάζει δυσμενώς την αγορά ακινήτων και αποθαρρύνει περαιτέρω την ζήτηση.
Το φαινόμενο "brain drain"
Ιδιαίτερη σημασία δίδεται και στο φαινόμενο του "brain drain". Σε ό,τι αφορά, ειδικότερα, στο ανθρώπινο κεφάλαιο, η αποτίμηση θεωρείται ιδιαίτερα δυσχερής. Η Ελλάς, ωστόσο, παρέχει δημόσια παιδεία σε όλες τις βαθμίδες εκπαιδεύσεως η οποία χρηματοδοτείται με χρήματα των φορολογουμένων. Παράλληλα, η μέση ελληνική οικογένεια χρηματοδοτεί συχνότατα σπουδές υψηλού επιπέδου στο εξωτερικό. Η εκροή επιστημόνων και εξειδικευμένων στελεχών (είτε η παραμονή τους μετά το πέρας των σπουδών στο εξωτερικό) συνιστά σημαντική απώλεια του παραγωγικού δυναμικού, και κατά συνέπεια, του ανθρώπινου κεφαλαίου της χώρας (brain drain).
Το φαινόμενο της εκροής του ανθρωπίνου κεφαλαίου έχει λάβει διαστάσεις στην Ελλάδα την περίοδο της οικονομικής κρίσεως, καθώς οι αρτιότερα εκπαιδευμένοι εργαζόμενοι αναζητούν σε άλλες χώρες καλύτερες συνθήκες διαβιώσεως με υψηλότερες αμοιβές και προοπτική κοινωνικής και οικονομικής προόδου.
Σημειώνεται ότι μεταξύ του 2009 και του 2013 έχουν μεταναστεύσει συνολικά 228.000 Έλληνες, τάση η οποία συνεχίσθηκε και το 2014. Από τις κατ’ εκλογήν χώρες που παρουσιάζουμε, μόνο στην Ιρλανδία, τη Ρουμανία και Πολωνία το ποσοστό των εξερχόμενων μεταναστών ως προς το εργατικό δυναμικό είναι υψηλότερο σε σχέση με την Ελλάδα
Το δελτίο διερωτάται για τις προϋποθέσεις που πυροδοτούν την εκροή του ανθρώπινου κεφαλαίου στην περίοδο της οικονομικής κρίσεως: Πρώτον, το επίπεδο εκπαιδεύσεως των νέων είναι από τα υψηλότερα και πάνω από τον μέσο ευρωπαϊκό όρο. Είναι ενδεικτικό ότι το ποσοστό των νέων ηλικίας 20- 24 με δευτεροβάθμια και τριτοβάθμια εκπαίδευση ανέρχεται σε 88%, ενώ στις χώρες της Ευρωζώνης το αντίστοιχο ποσοστό διαμορφώνεται σε 80%.
Επιπλέον στην Ελλάδα, παρατηρείται ότι σε ορισμένες επαγγελματικές ειδικότητες, υπάρχει πληθώρα επιστημόνων που κατά την περίοδο προ της οικονομικής κρίσεως μπορούσε να απορροφηθεί, ενώ στην παρούσα συγκυρία πλεονάζουν. Ειδικότερα, το 2013 η Ελλάδα είχε τον υψηλότερο δείκτη ιατρών ανά 1.000 κατοίκους, ήτοι 6,3, καταλαμβάνοντας έτσι την πρώτη θέση ανάμεσα στις ανεπτυγμένες χώρες, ενώ ο μέσος όρος του δείκτη στον ΟΟΣΑ ανερχόταν μόλις σε 3,3.
Επίσης, σύμφωνα με μελέτη του Economist Intelligence Unit, η Ελλάδα κατατάσσεται κάτω του μέσου όρου της κλίμακας ως προς τις πολιτικές που εφαρμόζει άλλα και τις συνθήκες που επικρατούν για την προσέλκυση, ανάδειξη και διατήρηση των "ταλέντων". Σύμφωνα με τον Global Talent Index 2015, η χώρα βρίσκεται στην 33η θέση ανάμεσα στις 60 χώρες και συγκεντρώνει 45,7 μονάδες στις 100.
Στην διεθνή βιβλιογραφία έχουν καταγραφεί, οι συνέπειες και οι ενδεχόμενες ωφέλειες από την εκροή επιστημόνων. Ανάμεσα στις αρνητικές συνέπειες από την απώλεια του πιο καλά εκπαιδευμένου εργατικού δυναμικού της χώρας καταγωγής συγκαταλέγονται οι εξής:
- Η εκροή ανθρώπινου κεφαλαίου μπορεί να προκαλέσει ελλείψεις σε ειδικευμένο εργατικό δυναμικό (πχ. μηχανικούς, ιατρούς, νοσηλευτές κ.α.).
- Αρνητική επίπτωση ενδέχεται να έχει η μετανάστευση των νέων στη δημογραφική διάρθρωση του ασφαλιστικού συστήματος. Οι νέοι επιστήμονες που μεταναστεύουν θα μπορούσαν να συνεισφέρουν σημαντικά σε εισφορές στο ασφαλιστικό σύστημα.
- Τέλος, η εκροή επιστημόνων ενδέχεται να έχει και αρνητικό δημοσιονομικό αντίκτυπο. Δεδομένου ότι οι εργαζόμενοι μέτριου και υψηλού εκπαιδευτικού επιπέδου είθισται να επιτυγχάνουν υψηλότερες μισθολογικές απολαβές, συμβάλλοντας περισσότερο με τα εισοδήματα τους στα φορολογικά έσοδα.
Τα οφέλη που ενδέχεται να προκύψουν από την εκροή επιστημόνων για την χώρα προελεύσεως, συμπεριλαμβάνουν:
- Την ενίσχυση των μεταβιβαστικών πληρωμών, και κατ’ επέκταση του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, από την αύξηση του πλήθους των Ελλήνων μεταναστών στο εξωτερικό.
- Την ικανότητα οι υψηλού μορφωτικού επιπέδου εργαζόμενοι, που απευθύνονται στις πιο αποδοτικές αγορές εργασίας του εξωτερικού, να δημιουργήσουν πλούτο μέσω των υψηλών αμοιβών τους, ο οποίος ενδέχεται να επενδυθεί στην χώρα προελεύσεως.
- Τέλος με τον επαναπατρισμό τους οι νέοι επιστήμονες, μετά από κάποια έτη παραμονής τους στις ανεπτυγμένες οικονομίες του εξωτερικού, αποκτούν υψηλού επιπέδου ειδίκευση και διεθνή εμπειρία σε μεγάλες αγορές και συνεπώς θα μπορούσαν να συνεισφέρουν σημαντικά στην διάχυση των νέων τεχνολογιών και την αναπτυξιακή πορεία της χώρας.
Πηγή: capital.gr