Τι σεισμούς αντέχουν τελικά τα σπίτια στην Ελλάδα
Ο σεισμός στην Κρήτη ήρθε να θυμίσει κάτι που δεν πρέπει να λησμονείται ποτέ: η Ελλάδα είναι από τις πλέον σεισμογενείς χώρες στον κόσμο, γι’ αυτό και πρέπει να είναι σε διαρκή επαγρύπνηση.
Οι σεισμοί των τελευταίων δεκαετιών, πολλοί εκ των οποίων με ανθρώπινες απώλειες και καταστροφές, έχουν παραδώσει -με επώδυνο τρόπο- σημαντικά «μαθήματα» στην πολιτεία και την επιστημονική κοινότητα. Οι αντισεισμικοί κανονισμοί αυστηροποιήθηκαν μετά το 1985, ενώ η κατάσταση βελτιώθηκε περαιτέρω μετά το 1994.
Όμως, τι σεισμούς μπορούν να αντέξουν τα κτίρια στην Ελλάδα και την Αθήνα; Και για πόσο καιρό παραμένει ασφαλές ένα κτίριο, ακόμα κι αν είναι άρτια κατασκευασμένο; Ισχύει ακόμα το «μείνε κάτω από την κάσα της πόρτας»;
«Θα πρέπει να φωνάξουμε έναν μηχανικό και να μας πει ακριβώς τη γνώμη του, γιατί κάθε κτίριο είναι διαφορετικό. Δεν ισχύει πια αυτό που λέγαμε παλιά ''καθίστε κάτω από τις πόρτες, από τα κουφώματα'' στις πολυκατοικίες και στα κτίρια που είναι από μπετόν. Αυτό ισχύει μόνο για τα παλιά, τα κλασικά κτίρια, τα πέτρινα, με ξύλινα κουφώματα και πατώματα» απαντά, στο τελευταίο ερώτημα, ο καθηγητής Αντισεισμικών Κατασκευών και ομότιμος καθηγητής στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο Παναγιώτης Καρύδης, μιλώντας στο iefimerida.gr.
Ο κ. Καρύδης έζησε από το ξεκίνημα τη «δόμηση» του Αντισεισμικού Κανονισμού στην Ελλάδα. Στις αρχές της δεκαετίας του '60 -τελειόφοιτος του Πολυτεχνείου το 1962 ο ίδιος- υπερίσχυε η άποψη των τότε ειδικών, οι οποίοι δεν πίστευαν ότι υπάρχει πρόβλημα σεισμών για τα καινούρια κτίρια. Το σλόγκαν τους ήταν «το μπετόν έχει φιλότιμο».
Ο καθηγητής-επιμελητής του, «ο αείμνηστος Ευτύχιος Κοκκινόπουλος», όπως τον περιγράφει, του είπε τότε ότι υπήρχε ένα δυναμικό αντισεισμικό πρόβλημα, με το οποίο έπρεπε να ασχοληθούν, από το μηδέν.
Η συγκυρία αργότερα έφερε τον Παναγιώτη Καρύδη στην Ιαπωνία, καθώς υπήρχε μια υποτροφία που είχε προκηρυχθεί για αντισεισμικά θέματα. Έμεινε εκεί για δύο χρόνια, ανταλλάσσοντας κρίσιμα δεδομένα με τους Ιάπωνες -που ήταν πολύ μπροστά στον τομέα της αντισεισμικής τεχνολογίας.
Μεταξύ άλλων, ο κ. Καρύδης ασχολήθηκε με τον αντισεισμικό σχεδιασμό του πυρηνικού αντιδραστήρα της Φουκουσίμα (σ.σ.: όπως τελικά προέκυψε από τη μετέπειτα έρευνά του, το πρόβλημα ήταν ότι δεκάδες πυρηνικά εργοστάσια είχαν κατασκευαστεί με πολύ χαμηλούς σεισμικούς συντελεστές).
Επειτα από αυτή τη διαδρομή, βρήκε την απάντηση; Τελικά, το μπετόν έχει... φιλότιμο;
Μια αόρατη παγίδα στην αντισεισμική προστασία της χώρας
«Έχουμε σεισμούς στη χώρα μας που μπορούν να γίνουν οπουδήποτε, οποιαδήποτε στιγμή. Από αυτό το θέμα λοιπόν πηγάζει ανησυχία» λέει αρχικά ο κ. Καρύδης, σημειώνοντας ότι «η υποδομή ετοιμότητας είναι σε ατομικό, οικογενειακό, συνοικιακό, επίπεδο τοπικής αυτοδιοίκησης και κρατικό. Είναι μια αλυσίδα, αλληλένδετη».
Σύμφωνα με τον πολύπειρο καθηγητή, στην Ελλάδα υπάρχει ένα πρόβλημα, μια αόρατη «τρύπα» στην αντισεισμική προστασία, που δεν συζητείται συχνά.
«Έχει μεγάλη σημασία το να τεκμηριώσουμε την υπάρχουσα κατάσταση όταν κάνουμε θερμοπροσόψεις (θερμομόνωση). Τόσο στα ιδιωτικά κτίρια όσο και στα νοσοκομεία, τα ξενοδοχεία κ.λπ., όταν επενδύεις στο κτίριο έχεις μια θερμοπρόσοψη που είναι ούτως ή άλλως ελαστική. Το μεν τούβλο, η πέτρα, το σίδερο, το μπετόν ρηγματώνονται όταν γίνει σεισμός. Το πλαστικό όμως, το εύκαμπτο υλικό, ή της εσωτερικής επένδυσης που βάζουν στα νοσοκομεία, δεν παρακολουθεί την παραμόρφωση του υλικού που είναι από μέσα. Παραμένει χωρίς ρωγμή, ακέραιο» λέει, και προσθέτει:
«Επομένως, δεν έχουμε άμεση αντίληψη του πώς συμπεριφέρθηκε το κτίριο, το νοσοκομείο. Υπάρχει περίπτωση στη διάρκεια του χρόνου, αν γίνει ένας σεισμός και γίνει μια ρωγμή, με μια άλλη δόνηση αργότερα η ρωγμή αυτή να αυξάνεται. Αν δεν το βλέπεις, έχεις μεγάλο πρόβλημα. Θα γίνονται ζημιές, και θα φτάσουμε με έναν μικρό σεισμό να έχουμε μια κατάρρευση. Και οι άνθρωποι θα είναι αθώοι, δεν θα ξέρει κανείς το γιατί. Τα υλικά έχουν μνήμη».
Τελικά, τι σεισμούς μπορούν να αντέξουν οι κατοικίες και τα κτίρια στην Ελλάδα;
Το κρίσιμο -αλλά κάπως «ενοχλητικό» για τους επιστήμονες- ερώτημα είναι «τι σεισμούς μπορούν να αντέξουν τα σπίτια στην Αττική και ευρύτερα στην Ελλάδα».
Ο κ. Καρύδης απαντά ότι «δεν μπορούμε να μιλάμε με Ρίχτερ. Θα πρέπει να μας πείτε σε πόση απόσταση και βάθος θα γίνει ο σεισμός από την κατασκευή που μας ενδιαφέρει. Έχει γίνει καταστροφή κτιρίων με σεισμό 4,5 Ρίχτερ, που ήταν κάτω από τα θεμέλια, σε μικρό βάθος 1.000-1.500 μέτρων. Το κτίριο, παρότι καινούριο, κατέρρευσε. Επομένως, δεν μπορώ εγώ να σας πω τo κρίσιμο μέγεθος σεισμού. Πρέπει να υπάρχει πληροφορία για την απόσταση και το έδαφος. Γενικά όμως τα κτίρια, με τους καινούριους αντισεισμικούς κανονισμούς, αντέχουν τους προδιαγεγραμμένους που οι σεισμολόγοι μάς δίνουν στους κανονισμούς. Ο αντισεισμικός κανονισμός, λοιπόν, δίνει για κάθε περιοχή τον μέγιστο αναμενόμενο σεισμό υπολογισμού. Αυτό είναι διαφορετικό στην Κεφαλονιά και τα Επτάνησα, διαφορετικό, πολύ πιο μικρό, στην Εύβοια ή στην Αττική».
Συγκεκριμένα, για την Αττική, κατά τον καθηγητή του ΕΜΠ, «γενικώς είμαστε προστατευμένοι από τους σεισμούς που γίνονται σε απόσταση από 25 έως 30 χιλιόμετρα μέχρι και 70-80 χιλιόμετρα. Αλλά έχουμε πρόβλημα από πολύ γειτονικούς σεισμούς, έστω και μικρού μεγέθους, που είναι κοντά στα κτίριά μας, ή και μέσα στην Αθήνα. Αναφέρω σαν παράδειγμα την Αταλάντη. Αυτή είναι μια απόσταση σχετικής ασφάλειας. Αν γίνει όμως ο σεισμός της Αταλάντης θα έχουν πρόβλημα τα ψηλά κτίρια σε μαλακές περιοχές, δηλαδή Φάληρο, Κολοκυνθού. Πρέπει να πούμε ότι παίζει ρόλο και το έδαφος, η γήρανση του κτιρίου. Και ότι τα καινούρια κτίρια προφανώς αντέχουν πολύ περισσότερο».
Πάντως, δεν είναι λίγοι όσοι χρησιμοποιούν τη φράση «εμένα το σπίτι μου χτίστηκε μετά το '85, άρα είμαι προστατευμένος».
Σύμφωνα με τον κ. Καρύδη, τα σπίτια μπορούν να χωριστούν σε τρεις κατηγορίες: Στα παλαιά κτίρια (προ του '59 και του Αντισεισμικού Κανονισμού), τα κτίσματα από το 1960 έως το 1985, και τα πιο σύγχρονα.
«Τα παλιά κτίρια, προ του '59, πριν τον Αντισεισμικό Κανονισμό, λέμε συχνά ότι είναι χωρίς αντισεισμική μελέτη και δόμηση. Και όμως, μπορεί αυτά τα κτίρια, αν είναι καλοδιατηρημένα και δεν έχουμε επέμβει να κόψουμε τοίχους ή να κάνουμε προσθήκες, να είναι κάποια πολύ καλύτερα από τα νεότερα. Μετά το 1985 όντως, και ιδιαίτερα μετά το '94, έχουμε μια βελτίωση. Τα κτίρια πριν το 1959 είναι το 30% του χτισμένου περιβάλλοντος. Όπως είπα, κάποια κτίρια εξ αυτών χτίστηκαν με εμπειρία και καλούς χτίστες. Δεν το έκανε ο οποιοσδήποτε. Ακόμη και κτίριο από μπετόν να ήταν, το αναλάμβανε μηχανικός με πολύ μεγάλη εμπειρία και προσοχή», τονίζει χαρακτηριστικά.
Μετά τον Κανονισμό, ωστόσο, συνεχίζει ο καθηγητής, «άρχισε ο καθένας, είτε ήξερε είτε δεν ήξερε, και λόγω της ζήτησης για κατοικία, να φτιάχνει πρόχειρες κατασκευές, με χαμηλής ποιότητας υλικά, και κακές επεμβάσεις. Από το 1960 μέχρι το 1985 θα έλεγα ότι είναι η χειρότερη περίοδος. Είναι τα πιο τρωτά κτίρια. Και είναι το 48% του δομημένου περιβάλλοντος, μιλάμε περίπου για τα μισά κτίρια της χώρας».
Δείτε επίσης
-
Δεν υπάρχουν καταχωρήσεις