Στην Ελλάδα το σύστημα Υγείας «νοσεί» βαριά για τους καρκινοπαθείς
Βαριά είναι η «διάγνωση» για την περίθαλψη που λαμβάνουν οι ογκολογικοί ασθενείς στην Ελλάδα.
Τα στοιχεία της πανελλαδικής έρευνας All.Can που εκπονήθηκε από την Ελληνική Ομοσπονδία Καρκίνου (ΕΛΛΟΚ) για την εμπειρία των ασθενών με καρκίνο από τη σχέση τους με το σύστημα υγείας, αναδεικνύουν πολλά και σοβαρά προβλήματα, ανεπάρκειες, δυσλειτουργίες, κενά, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την ποιότητα της ζωής τους, με τον καρκίνο.
Πρώτη ανεπάρκεια αναδείχθηκε η καθυστέρηση στη διάγνωση του καρκίνου, καθώς από την έρευνα προέκυψε πως κατά μέσο όρο χρειάζονται 2 μήνες από την πρώτη επίσκεψη στο γιατρό, για τη διάγνωση. Καθυστέρηση όμως διαπιστώνεται και όταν πρόκειται για μεταστατικό καρκίνο: 2,3 μήνες ήταν ο χρόνος που απαιτήθηκε για τις περιπτώσεις διάγνωσης με μεταστατικό καρκίνο.
Ένας στους δύο καρκινοπαθείς ( 53%) αναφέρει πως η διάγνωση έγινε στο πλαίσιο ελέγχου για άλλο πρόβλημα υγείας. Και ένας στους πέντε καρκινοπαθείς δηλώνει ότι η διάγνωση δεν ήταν εξαρχής σωστή, με το 20% του δείγματος να αναφέρει μάλιστα πως διαγνώστηκε εξ αρχής με μεταστάσεις. Μόνο στο 11% οι διαγνώσεις έγιναν στο πλαίσιο συμμετοχής σε πρόγραμμα προσυμπτωματικού ελέγχου, στοιχείο που καταδεικνύει την ελλειμματική σχέση των Ελλήνων με προγράμματα πρόληψης και προσυμπτωματικού ελέγχου. Σε ό,τι αφορά τις καθυστερήσεις στη διάγνωση βασικές αιτίες αναφέρονται η μη έγκαιρη και έγκυρη διάγνωση γιατρού ή/και σωστών εξετάσεων και αποτελεσμάτων, η αργή/δύσκολη διάγνωση, αλλά και η καθυστέρηση λόγω αναμονής διεξαγωγής εξετάσεων και αναμονής αποτελεσμάτων στα δημόσια νοσοκομεία.
Δραματικό κενό προκύπτει και σε επίπεδο ενημέρωσης των ασθενών: μόνο 4% δήλωσε ότι δέχθηκε πλήρη ενημέρωση, σε όλα τα επίπεδα της φροντίδας, κατά τη διάρκεια που νοσούσε. Ένας στους 2 ασθενείς δηλώνει πως δεν έλαβε καμία πληροφόρηση για τις υποστηρικτικές ομάδες ασθενών και 1 στους 3 δηλώνει πως δεν είχε καμία ψυχολογική υποστήριξη. Μόλις το 11% αναφέρει ότι στηρίχθηκε ψυχολογικά και 1 στους 4 πως είχε υποστήριξη στη διαχείριση του πόνου.
Σοβαρές «παρενέργειες» αποδεικνύεται πως προκαλεί η νόσος στην επαγγελματική και οικονομική ζωή των ασθενών. Η συντριπτική πλειονότητα (89%) αναφέρει ότι επιβαρύνθηκε οικονομικά κατά τη διάρκεια της νόσου ενώ 1 στους 4 (26%) δήλωσε πως έχασε τη δουλειά του, με το ποσοστό να εκτινάσσεται στο 38% σε όσους δεν έχουν θεραπευτεί ακόμα.
Η πανελλαδική έρευνα All.Can, η επεξεργασία της οποίας καθώς και η παρουσίαση των αποτελεσμάτων πραγματοποιήθηκε με την ευγενική υποστήριξη και επιμέλεια της εταιρείας IQVIA, έγινε διαδικτυακά με τη συμμετοχή 640 ασθενών. Το 75% ήταν ηλικίας άνω των 60 ετών και συμμετείχαν μέσω των συλλόγων ασθενών, ενώ οι νεότεροι βρήκαν τη μελέτη μέσω του διαδικτύου. Η Ελλάδα συμμετείχε στη Διεθνή Έρευνα All.Can, η οποία σχεδιάσθηκε και υλοποιήθηκε το 2018, σε εννέα ευρωπαϊκές χώρες, από τα τέλη Δεκεμβρίου 2018 μέχρι τα μέσα Φεβρουαρίου του τρέχοντος έτους.
Το επόμενο βήμα, σύμφωνα με την Ελληνική Ομοσπονδία Καρκίνου (ΕΛΛΟΚ), είναι η ανάπτυξη της Ελληνικής Πλατφόρμας All.Can, μέσω της οποίας θα επιχειρηθεί μία ουσιαστική ανάγνωση των ανεπαρκειών του συστήματος ογκολογικής περίθαλψης και φροντίδας με τελικό στόχο τη μείωση της αναποτελεσματικότητας και τη βελτίωση των εκβάσεων των ασθενών. Η Πρόεδρος της ΕΛΛΟΚ, κυρία Καίτη Αποστολίδου, δήλωσε σχετικά: «Καθώς ο στόχος της All.Can συμπληρώνει το όραμα και την αποστολή της ΕΛΛΟΚ, αποφασίσαμε μαζί με την επιστημονική ογκολογική κοινότητα, τους γιατρούς, τους νοσηλευτές, την βιομηχανία υγείας και καθηγητές Οικονομικών της Υγείας, να εργασθούμε για τη δημιουργία της Ελληνικής πλατφόρμας All.Can για ανοικτό εποικοδομητικό διάλογο μεταξύ των ενδιαφερομένων μερών για τη περίθαλψη και φροντίδα ασθενών με καρκίνο. Επιδιώκουμε ανοιχτή, ισότιμη και εποικοδομητική συνεργασία με όλους τους ενδιαφερομένους για την ογκολογική περίθαλψη και φροντίδα, πιστεύοντας ότι όλοι μαζί μπορούμε να εργασθούμε αποτελεσματικότερα για να αντιμετωπίσουμε τις διαπιστωμένες ανεπάρκειες του συστήματος υγείας, ώστε να βελτιώσουμε την εμπειρία και τις εκβάσεις των ασθενών, ξεκινώντας πάντα από το τι είναι σημαντικό για τους ασθενείς. Η μέχρι τώρα θετική ανταπόκριση, μας ενθαρρύνει ότι σύντομα θα υπάρξει μεγάλη διεύρυνση των εμπλεκόμενων φορέων, καθώς υπάρχει ήδη μεγάλο ενδιαφέρον συμμετοχής».