Σερβίροντας τον Πετρακογιώργη…
Ο Φραγκίσκος Σφακιανάκης από τα Πηγαϊδάκια, διατηρούσε εστιατόριο στο κέντρο Μοιρών (στη γωνία- δίπλα στη σημερινή Εθνική Τράπεζα], με πελατεία όχι μόνο τους κατοίκους της ευρύτερης περιοχής -ανάμεσα τους και ο Καπετάν Πετρακογιώργης- αλλά και πολλούς τουρίστες. Ατελείωτες είναι οι ιστορίες που αφορούν τον αείμνηστο εστιάτορα–ας θυμηθούμε κάποιες από αυτές…
Κείμενο: Σπανογιάννης Παπασταύρου, Μαθηματικός -πρώην Μοιριανός
Οι Γάλλοι τουρίστες
Κάποτε σε γκρουπ Γάλλων, ο εστιάτορας έδωσε αρχικά συνολικό λογαριασμό.
Ο αλλοδαπός επικεφαλής των τουριστών ζήτησε αναλυτικό, καθ’ ενός, λογαριασμό και «μετά να γίνουν σούμα». Επαέ τα βρήκε σκούρα ο «Φρανσουά», όπως αυτοσυστήθηκε στους ξένους πελάτες του ο Φραγκίσκος. Με φωνάζει, ενώ παρακολουθούσα την σκηνή.
-«Βοήθα. Κάνοντας στον καθένα λογαριασμό, όλα μαζί δεν βγάζουν το αρχικό ποσό που είπα. Ίντα κάνω τώρα;».
-«Πρόσθεσε στο τέλος ποσοστά προσωπικού. Δημοτικά τέλη, εφορία…».
Ο αρχηγός των Τουριστών, αφού είδε πως οι δύο λογαριασμοί συμφωνούν, πλήρωσε και έφυγε ευχαριστημένος.
-«Βρε πως δεν το σκέφτηκα. Φαίνεται ότι κάτι μαθαίνετε, εκεί στα μεγάλα σχολεία, που πάτε», είπε και δεν … με «λογάριασε» εκείνη τη μέρα, μια και τον έβγαλα καθαρό, από κακιά ώρα.
Το… ποδαρικό
Θέλοντας το πρωί, πριν πάω στο Σχολείο όπου δίδασκα, να δοκιμάζω αδάπανα την κουζίνα του, προσπάθησα να τον πείσω πως κάνω καλό ποδαρικό. Σχεδόν το είχε πιστέψει. Μια Παρασκευή, τον προειδοποιώ:
-«Φραγκή, αύριο, κάνε κουμάντο μεγάλο. Δίνουμε βαθμολογία, έρχεται κόσμος. Θα περάσω καλού-κακού πρωί, για σεφτέ.
Όλα τηρήθηκαν κατά γράμμα. Το μεσημέρι πηγαίνοντας στο εστιατόριο, μόνο που δεν με έδειραν.
Κρένει μου η Ευθυμία:
-«Κακούργε, μας έκαψες! Τα ταψιά έμειναν γεμάτα χοχλιούς με ρύζι, κρεατικά. Στιφάδο κατσαρόλες. Ίντα θα τα κάνω. Είναι και Κυριακή αύριο κλειστά. Πελάτης δεν μπήκε να φάει ΄πο παέ. Ίντα θα τα κάνω. Μας πήρες στο λαιμό σου»!
-«Τέλειωσε η μέρα; Άμα τελειώσει και δεν ξοδευτούν, τα πλερώνω!»,
είπα σοβαρά και έφυγα. Τι είχε συμβεί:
Νέος Γυμνασιάρχης, νέα έθιμα. Έδωσε την βαθμολογία κατά μία ώρα νωρίτερα, με αποτέλεσμα οι γονείς που ερχόταν από τα γύρω χωριά, να φύγουν. Με αυτό, η εμπιστοσύνη στο γούρι μου, κλονίζονταν. Έπρεπε να πλερώσω την ζημιά. Γυρνώντας το βράδυ στο εστιατόριο, έτυχα θερμής υποδοχή και περιποιήσεων.
Απογευματινές ώρες, κατέφθασε στο εστιατόριο πολυπληθής συνοδεία Τουριστών. Αυτή «σκούπισε» , όλα τα μαγειρικά σκεύη! Πόσο το γούρι μου κατοχυρώθηκε, με το συμβάν αυτό, περιττό να αναφερθεί…
Ο Πετρακογιώργης
Ο Φρανσουά επέμενε, πως η μαμά Ελλάς, του οφείλει αντιστασιακή σύνταξη. Περιοδικά έτρωγε στο εστιατόριο του ψηλός λεβεντόγερος, μας τον γνώρισε, από μακριά: –«Βλέπετε αυτόν τον Ντεληκανή; Είναι ο Πετρακογιώργης. Ο Στρατηγός. Πατέρας της Τασούλας. Έλαβε μέρος, στην απαγωγή του Κράιπε». Δείχνοντας μεγάλο θαυμασμό προς τον Στρατηγό, επέμενε πως και ο ίδιος ήταν αντιστασιακός. Ότι η πατρίδα, μαμά Ελλάς "του χρωστά": -«Μου χρωστά σύνταξη. Έκανα σαμποτάζ, κατά των Γερμανών», συνήθιζε να επαναλαμβάνει κάθε τρεις και λίγο. Όντας δεκαοχτάρης, έκανε με τον τρόπο του, αντίσταση στον κατακτητή. Έλεγε και μετάλεγε, δίχως συγκεκριμένο αντιστασιακό του κατόρθωμα. Από τα πολλά, τον προγκάει συνάδελφος, Μιλατιανός.
-«Άντε ρε. Πήγες να έκλεψες μια παλιό κουβέρτα των Γερμανών και αυτό το λες αντίσταση. Μπας θέλεις και παράσημο από πάνω…».
Μετά δεν ακούστηκε να κάνει κουβέντα, για αντιστασιακή δράση. Ούτε γνωρίζω αν αργότερα, που και αγέννητα του σαράντα, πήραν σύνταξη αντιστασιακού, αν του χορήγησε η Δημοκρατία, έστω για κλοπή μιας παλιό κουβέρτας, σύνταξη…