Oι σπουργίτες και τα χρόνια της φτώχειας
Μπορεί κάποιες παλιές συνήθειες των Κρητικών, να ακούγονται σήμερα λίγο έως πολύ βάρβαρες, αλλά κάποτε, με γνώμονα την πείνα και τις στερήσεις, αντίθετα ήταν ευχάριστες για τα παιδιά, που έκαναν γιορτή!
Πού να βρεθεί κρέας παλιά, που να βρεθεί τυρί και που το σπάνιο αυγουλάκι!
Λάχανα βραστά, όσπρια ή μαγεργιά, και τροφές με βάση το αλεσμένο σιτάρι και το αλεύρι. Ξινόχοντρος, στριψουλίδες, μαγκίρι, καρκάνι, μαγκίρι, κουρκούτι, που κι αν ήταν φτωχικά φαγητά, εν τούτοις ήταν σπουδαία θρεπτική τροφή!
Στα δύσκολα, τα παιδιά που δεν άντεχαν την πείνα, έβρεχαν ένα ντάγκο, ή έπαιρναν ένα χαραμάδι ψωμί, και απάνω άλειφαν γλίνα με ζάχαρη, ή σκέτη ζάχαρη, ή μπελτέ που έφτιαξε το καλοκαίρι η μάνα, ή μέλι αν υπήρχε, ή πετιμέζι, ή χαρουπόμελο, ή ξινομυζήθρα με ζάχαρη. Άλλη τροφή από τη φύση, αγαπημένη όμως από όλους, ήταν και οι χοχλοί, μαγειρεμένοι με πολλούς διαφορετικούς τρόπους. Το παράπονο βέβαια των περισσοτέρων παιδιών, ήταν που στο ρύζι ή στον χόντρο, δεν υπήρχαν «μαυρουλάδια»! Δηλαδή μεζεδάκια από κρέας, και κυρίως από το χοίρο! Μόνο τα Χριστούγεννα με τα χοιροσφάγια, χόρταιναν κάπωςτα παιδιά το κρέας!
‘Έκανα αυτόν τον πρόλογο, γιατί οι γονείς, για να ευχαριστήσουν τα παιδιά τους, έβρισκαν τρόπους να τους προσφέρουν διάφορα «καλολοίδια», είτε να τους βάλουν μερικούς χοχλιούς στα κάρβουνα, κάστανα ή πατάτες, καβρούς, ή να τους κάνουν μια τηγανιά σπουργίτια ομελέτα!
Αυτό είχε γίνει κάτι σαν έθιμο, κυρίως για τις κρύες ημέρες του χρόνου, με χιόνια και εντονη κακοκαιρία, και θα εξηγήσω το λόγο.
Τις ημέρες της κακοκαιρίας, τα σπουργίτια μη βρίσκοντας τροφή, αναγκάζονταν να επισκέπτονται τους αχυρώνες, τα κοτέτσια, και στις φάτνες των ζώων. Θα μου πεις, τις άλλες μέρες δεν πήγαιναν; Φοβόταν να πάνε, και βολευόταν με τροφές απ’ έξω στα χωραφια. Η μεγάλη πείνα τους όμως στις παγωνιές και στις χιονιές, τα ανάγκαζε να βρουν το θάρρος, και να μπουν μέσα στο στάβλο, στο κοτέτσι, και κυρίως στον αχυρώνα!
Τότε οι παλιοί έκαναν το κόλπο με τον σπάγκο! Είχαν τον «σπάγο του χτιριού», που τον χρησιμοποιούσαν και στο χτίρι, και με αυτόν έδεναν την ανοιγομενη πόρτα του αχυρώνα από το χερουλι, τον τζεμπερέ ή το μάνταλο, τον πέρναγαν από τη σταθερή πόρτα από καποια τρυπα, ή τον τοίχο από κάποια πρόκα που δίπλωναν, ή ένα χαλκά που τον κάρφωναν. Ετσι αν τραβούσαν τον σπάγκο της ανοιχτής πόρτας είχε περάσει μετα και από το χαλκά, η πόρτα να κλείσει! Στη συνέχεια έριχναν σιτάρι μπόλικο στο δωμάτιο, και λίγο απ εξω, και άπλωναν τον σπάγκο κάπως μακριά, 20 , 30 ή 40 μέτρα, σε σημείο που να μην φαίνεται από τα σπουργίτια! Στην αρχή, πάει κάποιο σπουργίτι για «εξερεύνηση», πάει κάπου κοντά, πλησιάζει πιο κοντά, τρώει λίγο από το σιτάρι που έχει πέσει και έξω, και δίνει «σήμα» και στα υπόλοιπα σπουργίτια να μαζευτούν να φανε! Κάποιο σπουργίτι πεινασμένο, ξεθαρρεύει και μπαίνει και μέσα στον αχυρώνα, και σιγά - σιγά παιρνουν θαρρος και άλλα, μπαίνουν πεντέξι, που μπορεί να φθάσουν μέχρι και τριάντα σπουργίτια! Τότε τραβά κάποιος το σκοινί απότομα, και εγκλωβίζονται μέσα όλα τα σπουργίτια, μπορεί και μερικά περιστέρια! Τότε ο πατέρας μπαίνει μέσα και τα πιάνει, και η μάνα τα μαδεί, τα τσουδίζει στη φωτιά, τα πλένει καλά, και τα ανοίγει να βγάλει τα εντόσθια, κόβει τις μύτες, και τις πατούσες, και αφού τα αλατίσει είναι έτοιμα για το τηγάνι! Κάποιες φορές, και κυρίως αν είναι σε μέρος που δεν υπάρχει κλειστός χώρος, γινόταν το κόλπο με το…κόσκινο!
Έβαζαν σε ένα μέρος σιτάρι ή ρύζι, και έστηναν το κόσκινο λοξά και μισάνοιχτο, με μια κόντρα ένα ξύλο 20 εκατοστά δεμένο με σπάγκο! Και εδώ αν έμπαιναν σπουργίτια κάτω από το κόσκινο να φάνε, μόλις μαζευόταν πέντε - έξη, τράβαγε κάποιος απότομα το σπάγκο, έφευγε το ξύλο, και έπεφτε κάτω το κόσκινο όπου αιχμαλώτιζε μέσα τα σπουργίτια! Βέβαια αν δεν υπήρχε κόσκινο, έκανε δουλειά και η κνισσάρα, ή ο βολίστρας!
Η μεγαλύτερη ηδονή και ευχαρίστηση για τα παιδιά κάποτε, ήταν το βράδυ μια καλή τηγανιά σπουργίτια με αυγά στο τηγάνι, ή απλά στα κάρβουνα, ή στη σχάρα!
Οι πιο παλιοί σίγουρα έχουν σπουδαίες αναμνήσεις, από τα σπουργίτια τηγανητά σαν εκλεκτό και θεϊκό μεζέ, κυρίως των παιδιών, που φυσικά τα πιο πεινασμένα, έτρωγαν ακόμα και τα κοκκαλάκια!
Σήμερα βέβαια τα πράγματα έχουν αλλάξει, και κανείς δεν ενοχλεί πλέον τα σπουργίτια, ίσα – ίσα, πολλοί τους πετάνε και τροφή, και κανείς πλέον δεν στήνει κόσκινο, κι αν στήσει κάποιος, θα είναι μονάχα για τις ανάγκες της … λαογραφίας!
Κείμενο – φωτογραφία: Γεώργιος Χουστουλάκης