Νίκος Σκευάκης: Ήταν και οι 5 μεγάλοι λυράρηδες
Από τους τελευταίους παλιούς μεγάλους λυράρηδες της Κρήτης ο Νίκος Σκευάκης,
εδώ και 20 χρόνια δεν εμφανίζεται πλέον σε γλέντια, σε κρητικά κέντρα. Έχει
αποτραβηχτεί στο σπίτι του, στον Κόκκινο Μύλο, στην Αθήνα, αλλά πως να
αποχωριστεί τη λύρα. Μια ζωή πέρασε μαζί της. Ατέλειωτα γλέντια, ατέλειωτα
ξενύχτια, από τότε, που φορούσε κοντά παντελονάκια.
-Με τί ασχολείσαι, λοιπόν, Νίκο Σκευάκη;
-“Ασχολούμαι με την κατασκευή λύρας. Φτιάχνω λύρες, έτσι γιατί μου αρέσει,
ερασιτεχνικά, κυρίως για φίλους. Και, βέβαια προσπαθώ να βγάνουν καλό ήχο. Δεν
ξέρεις πόση μαστοριά θέλει μια λύρα, για να αποκτήσει καλή φωνή”.
Ο Νίκος Σκευάκης, σαν λυράρης, έζησε στην Κρήτη και στην Αττική. Μέχρι που
ήρθε στην Αθήνα, είχε αλωνίσει την ευρύτερη περιοχή του Τυμπακίου, όπου
γεννήθηκε, κυρίως, όμως, προς τα Ρεθεμνιώτικα. Λέει:
-“Στην Αθήνα ήρθα το 1969-1970. Μέχρι τότε σχεδόν δεν υπήρχε χωριό στο Νομό
Ρεθύμνου, που να μην είχα τύχει σε γάμους, σε πανηγύρια. Πραγματικά ελάχιστα
ρεθεμνιώτικα χωριά δεν επισκέφθηκα. Και αυτό, γιατί μ’ άρεσε πολύ ο τρόπος, που
διασκέδαζαν οι Ρεθεμνιώτες, ενώ παράλληλα ήταν άνθρωποι ντόμπροι, μερακλήδες,
λεβέντες με λίγα λόγια”.
-Ήρθες στην Αθήνα. Άρχισες εμφανίσεις σε γάμους, βαπτίσεις σε κρητικά κέντρα.
Μέχρι, που είδαμε να χτίζεις, εσύ ένας λυράρης, ένα μεγάλο κρητικό κέντρο, που
λειτουργεί ακόμη και σήμερα. Το “Γοργόνα”.
-“Ναι. Το 1984 έψαχνα να βρω οικόπεδο, για να στεγάσω ένα κρητικό κέντρο.
Βρήκαμε οικόπεδο και το νοικιάσαμε με το Νίκο Λαμπράκη και σιγά-σιγά χτίσαμε
αυτό το κέντρο στην περιοχή της Νέας Χαλκηδόνας και του δώσαμε το όνομα
“Γοργόνα”. Τα εγκαίνια έγιναν στις 17 του Γενάρη το 1986, την ημέρα του Αγίου
Αντωνίου”.
-Πώς έγινε και ασχολήθηκες με τη λύρα;
-“Στο Τυμπάκι, ήμουν 12 χρονών, έβλεπα τα έχνη, επέβλεπα, μ’ άλλα λόγια, τα ζώα,
και έτσι όπως ήμουν μέσα σε μια καλύβα, που είχε για στέγη πολλά φύλλα από
αθανάτους, εκείνα με τις τσίτες, ένα φύλλο, που το χτυπούσε καθημερινά δυνατά ο
ήλιος, μούμοιαζε νάχει αποκτήσει το σχήμα της λύρας. Αυτό ήταν… Σκέφτομαι: Δεν
φτιάχνω μια λύρα; Πήρα το φύλλο, τοποθέτησα από ένα κομμάτι ξύλο στις δυο άκρες
κι έδεσα μια χορδή από γερμανικό καλώδιο, την τέντωσα κι έφτιαξα ένα πρόχειρο
λυράκι. Έπρεπε, όμως, να φτιάξω και δοξάρι. Πήρα τρίχες από την ουρά του
γαϊδάρου, τις έτριψα με λιβάνι, έτοιμο και το δοξάρι. Κι άρχισα να τριγουνίζω το
λυράκι. Αυτό ήταν… Τόχα, όμως, και μέσα μου. Μ’ άρεσε η κρητική μουσική. Κάθε
μέρα δεν άφηνα το λυράκι από τα χέρια. Σιγά-σιγά και βλέποντας ο πατέρας μου
τη μεγάλη αγάπη μου για τη λύρα, μου πήρε μια πραγματική λύρα κι όσο περνούσε ο καιρός γινόμπουν και καλύτερος”.
-Πότε έκανες το πρώτο σου γλέντι;
-“Σε ηλικία 16 χρονών, φορούσα ακόμη κοντό παντελονάκι. Γινόταν ένας γάμος στο
χωριό, γνώριζαν όλοι, ότι παίζω καλή λύρα, κι έπεσαν όλοι στον πατέρα μου, για να
παίξω εγώ λύρα. Έτσι κι έγινε. Έπαιξα μαζί με τον Μανώλη Παπαδάκη στο
μαντολίνο. Ένας εξαιρετικός καλλιτέχνης”
.
-Με ποιούς σκοπούς ξεκίνησες;
-“Εμένα από τότε στην μπροστινή μπάντα της καρδιάς μου ήταν ο Θανάσης
Σκορδαλός. Οι σκοποί του Σκορδαλού ήταν στο αίμα μου. Και μ’ αυτούς πορεύθηκα
κι αργότερα. Ένας άλλος μεγάλος λυράρης, ο Κώστας Μουντάκης, ήταν δύσκολος
για μένα κι όταν ήρθα στην Αθήνα, ένα βράδυ, που πήγα στο κρητικό κέντρο
“Σύντεκνος”, στη Πλατεία Κουμουνδούρου, όπου έπαιζε, του λέω: Κώστα μη με
παρεξηγείς, τα δικά σου κομμάτια με δυσκολεύουν. Τί μου είπε; Άστον τον
Μουντάκη. Συνέχισε αυτό που σου πηγαίνει”.
-Θανάσης Σκορδαλός, Κώστας Μουντάκης. Δυο κορφές της κρητικής μουσικής.
Έζησες, όμως, κι άλλα μεγάλα ονόματα εκείνης της εποχής. Ο Λεωνίδας Κλάδος.
-“Ήταν φτιαγμένος από το Θεό για τη λύρα, ήταν ένας παθιασμένος λυράρης, που
άφησε εποχή. Ήμασταν πολύ φίλοι. Δεν τραγουδούσε, βέβαια, γιατί κάτι δεν πήγε
καλά, όταν μικρός είχε κάνει επέμβαση αμυγδαλών, αλλά κομμάτια σαν το “Όταν
κοιμάται ο δυστυχής”, θα μείνουν, δεν θα σβήσουν ποτέ”.
-Ο Σπύρος Σηφογιωργάκης;
-“Ξεχωριστός κι ο Σηφογιωργάκης. Είχε κι εκείνος το χάρισμα ν’ αφήνει τη σφραγίδα
του. Θέλω να πω, οτι, όταν άκουγες ένα κομμάτι του Κλάδου ή του Σηφογιώργη,
αμέσως καταλάβαινες, ότι αυτό το κομμάτι είναι του Κλάδου, είναι του Σηφογιώργη,
χωρίς να σου τόχει πει κανείς”.
-Ο Νίκος Ξυλούρης:
-“Τι να πω για το Νίκο Ξυλούρη. Είχαμε πέντε χρόνια διαφορά στην ηλικία. Σαν
λυράρης, πριν το όνομά του γίνει πανελλήνιο, ήταν ο πρώτος στην περιοχή του. Δεν
ήταν μόνο η λύρα, αλλά και η φωνή του, από τότε στην Κρήτη, είχε ένα βαθύ κρητικό
χρώμα. Κι όταν, βέβαια, τον ανακάλυψαν οι μεγάλοι συνθέτες, η φωνή του
απογειώθηκε. Έγινε φωνή της Ελλάδας”
.
Πολλά από τα κομμάτια, που έγραψε ο Νίκος Σκευάκης, θα μείνουν στην ιστορία της
κρητικής μουσικής. Έχει κι εκείνος το χάρισμα για να ξεχωρίζει στα υψηλά πατώματα της κρητικής μουσικής παράδοσης.
-Ποια κομμάτια απ’ όσα έχεις γράψει μπορείς να πεις, ότι τα θεωρείς, ότι σε
αντιπροσωπεύουν καλύτερα;
-“Θα’ λεγα το πρώτο “Σκληρά η τύχη με χτυπά” και το τελευταίο “Γαρύφαλλό μου
κόκκινο”.
-Κάτι τελευταίο: Σήμερα μπορεί να βλέπουμε, ανάμεσα στους νέους, καλούς
λυράρηδες, όσον αφορά το παίξιμο, δεν βλέπουμε, ωστόσο, λυράρηδες-δημιουργούς.
Είναι έτσι;
-“Αυτό είναι και το πρόβλημα των εταιρειών, που ασχολούνται με τη δισκογραφία
της κρητικής μουσικής. Τα τελευταία χρόνια δεν ξεπετάχτηκε κάποιος νέος, που να
κάνει μια επιτυχία, να περάσει στον κόσμο, ν’ ακουστεί ευρύτερα. Τίποτα το εντυπωσιακό.
Κι αυτό είναι κακό για την κρητική μουσική. Και μπορεί βέβαια να υπάρχουν νέοι δεξιοτέχνες λυράρηδες και καλοί διασκεδαστές, αλλά δεν βλέπουμε δημιουργούς. Τίποτα το εντυπωσιακό δεν βλέπουμε, που θα ταράξει τα νερά. Ένα νέο ταλέντο-δημιουργός, που
θα βγάλει κάτι καινούργιο και θ’ ακουστεί σ’ όλο το νησί, θα τραγουδηθεί, όπως
γινόταν τα παλιότερα χρόνια, σε πόλεις και χωριά”.
Δείτε επίσης
-
Δεν υπάρχουν καταχωρήσεις