Μια σχολική σάκα που δεν άλλαξε ποτέ μόδα!
Ήταν η σάκα μιας εποχής πριν το ’65, που ακόμα ζει στο νου και στις καρδιές μας!
Μια πάνινη σάκα που έμοιαζε με ταγάρι, ή με το «δρουβά» που έβαζαν τη ταγή για τα ζώα και τη κρέμαγαν στο λαιμό τους, κα είναι ραμμένη από τις ίδιες τις μανάδες των παιδιών, ήταν η σχολική μας τσάντα!
Την έφτιαχναν από ανθεκτικό ύφασμα, συνήθως σκούρο μαύρο ή μπλε, και της πρόσθεταν ένα μακρύ κορδόνι για να κρεμά ελεύθερα στον ώμο!
Αφού βρήκαμε μια τέτοια τσάντα –σάκα, που τότε την ονόμασαν «ντάσκα», είπαμε να την «ανοίξουμε» για να δούμε μέσα εκείνες τις όμορφες αναμνήσεις των παιδικών μας χρόνων!
Οι περισσότεροι φρόντισαν και πέταξαν την «ντάσκα» τους στα σκουπίδια, ίσως κάποιοι δεν θέλανε να θυμούνται εκείνα τα φτωχά χρόνια, που τα αποκαλούν και «πέτρινα». Θέλοντας όμως και μη, αυτή η "ντάσκα" έχει γράψει ιστορία, ανήκει στην ιστορία που θα συναντήσουμε στις ρίζες μας, και καθρεφτίζει τη ψυχή του παλιού μαθητή της Κρήτης.
Είτε παιδιά πλουσίων, είτε παιδιά φτωχών, στον ώμο τους κρεμόταν η ίδια ντάσκα και έτσι τα έκανε να μοιάζουν ίδια και ισότιμα μεταξύ τους, αλλά με τη διαφορά, πως μια «ντάσκα» με το περιεχόμενό της, θα μπορούσε να βοηθήσει ένα πολύ φτωχό παιδί, να ξεπεράσει σε «δύναμη» σε κύρος και σε πλούτη αυτό με τους πλούσιους γονείς!
Γιατί απλά η ντάσκα αυτή περιείχε τα εφόδια όπως ήταν τα βιβλία, τα τετράδια, που πάντα ήταν ντυμένα με μπλε κόλλα, το αριθμητήριο, τη πλάκα με τον κοντυλοφόρο, το μικρό μολυβάκι, τα κοβδόλια (χρωματιστά μολύβια). Τι άλλο όμως μπορούσε να περιέχει μια ντάσκα?
Αν ήταν το μάθημα της χειροτεχνίας θα περιείχε μια μικρή πλάκα από μαλακή πέτρα που να κατεργάζεται εύκολα τον λεγόμενο «μόλο», και το κάθε παιδί έβρισκε σε ποτάμια, και με ένα μαχαιράκι να μπορεί να τη σκαλίσει και να φτιάξει στη πλάκα αυτή, διάφορα σχέδια και εικόνες ανάγλυφες. Το καλύτερο χειροτέχνημα, θα έμπαινε στην έκθεση του σχολείου.
Θα περιείχε διάφορα σχέδια από χαρτί καλαθάκια μικρά που μας μάθαιναν να πλέκουμε, και ασφαλώς τη «γόμα» μέσα σε ένα μπουκαλάκι, που δεν ήταν σβήστρα αλλά κόλα συγκόλλησης χαρτιού. Τη κόλα αυτή την έφτιαχναν οι γονείς των παιδιών με αλεύρι και νερό (αλευρόκολα), επίσης την έφτιαχναν από κόλα μυγδαλιάς διαλύοντάς τη στο νερό, επίσης με βολβούς από τα μανουσάκια Υπήρχε η «λαστιχίδα» που ήταν η γόμα. Υπήρχε η πλαστελίνη, και πριν το ’63 όσα παιδιά πήγαιναν σχολείο υπήρχε και το μελανοδοχείο με τον κοντυλοφόρο. Η εικόνα ενός παιδιού ακόμα υπάρχει στη μνήμη μας, με τα κοντά φαρδιά παντελόνια, όπως οι σημερινές «σαλαπέτες», και το παντελόνι συνέχιζε με ένα τετράγωνο ύφασμα στο στήθος, και εκεί στο πάνω μέρος του πέτου κουμπώνανε σταυρωτά οι δύο τιράντες . Δεν ήταν λίγα τα παιδιά που είχαν πολλαπλά μπαλώματα στα ρούχα τους, ακόμα και στην ίδια τη ντάσκα, αλλά και διαφορετικής ποιότητας υφάσματος και χρώματος! Τα παιδιά σχεδόν όλα αδύνατα τότε, εκτός ελαχίστων που οι γονείς τους έπαιρναν μισθό από κάποια δημόσια υπηρεσία!
Όλα όμως τα παιδιά είχαν πολλά κοινά χαρακτηριστικά, εκτός της κοινή πάνινη ντάσκα.
Όλα ήταν κουρεμένα γουλί, «με τη ψιλή μηχανή», όλα είχαν «μια κοψιά»!
Όλα ή τα περισσότερα πήγαιναν ξυπόλυτα στο σχολείο, και τα γόνατα τους γεμάτα «τσερόνια» από τα συχνά πεσίματα! Τα αγόρια στο διάλειμμα συνήθως κινιόντουσαν σε όλο τον διαθέσιμο χώρο της αυλής του σχολείου, κυνηγώντας το ένα το άλλο, ή παίζανε «σκλαβιά», «μπίζ μπώλ», ενώ τα κορίτσια περιοριζόταν σε συγκεκριμένο χώρους παίζοντας κουτσό, τριώδι, σχοινάκι, κρυφτό κλπ.
Η ντάσκα ήταν σπουδαίο χρειαζούμενο για κάθε μαθητή, ήταν ότι και η βούργια για τον πατέρα, που την έπαιρνε όπου πάει. Μέσα εκεί οι γονείς τους έβαζαν και κάποιο πρόχειρο φαγητό, για να φάνε στο διάλειμμα, επειδή τα παιδιά τότε περνούσαν πολλές ώρες στο σχολείο, αφού μαθήματα γινόταν και το απόγευμα, αλλά και τα Σάββατα.
Έτσι σε ένα χωριστό πάνινο σακουλάκι θα έβρισκες και ένα «χαραμάδι» ψωμάκι, η ένα ντάγκο ξερό, λίγο γιδοτύρι με δυο ελιές και ίσως και κανένα ολόκληρο κρεμμύδι!
Τα παιδιά μόλις επιτέλους σχόλαγαν πήγαιναν τρέχοντας στο σπίτι, ξεκρέμαγαν τη ντάσκα από τον ώμο και την πέταγαν βιαστικά σε μιαν άκρη στο κρεβάτι ή τη κρέμαγαν σε μια καρέκλα ή στο καρφί που υπήρχε πίσω από τη πόρτα. Μετά έτρωγαν και βιαστικά «χτυπούσαν έξω», έφευγαν δηλαδή, για να βρουν άλλα παιδιά και να παίξουν τα παιγνίδια της εποχής σε κάποια γειτονιά, δηλαδή «αμάδες» «μακριά γαϊδάρα», «ψείρες», «χωστό» (κρυφτό), «γουρούνα», και ένα άλλο αγαπημένο παιγνίδι που το λέγανε «χωράφια» ,και τόσα άλλα παιγνίδια !
Το βράδυ και πάλι σπίτι κουρασμένα παντονιαρισμένα, ορμούσαν κατ’ ευθείαν στο τηγάνι να βουτήξουν τη τηγανητή πατάτα, τον τηγανήτη, η το ψαράκι πριν καλά- καλά τηγανιστεί! Ήταν η εποχή που τα παιδιά του δημοτικού τα λέγανε και «δασκάλια», αλλά ο ρόλος τους στο χωριό ήταν χρήσιμος, γιατί αν και ζωηρά όλα σχεδόν ήταν πρόθυμα και φιλότιμα, εργατικά, και έκαναν εξυπηρετήσεις σε όποιον τους το ζητούσε!
Ήταν αεικίνητα, άσχετο πως σε πολλά παιδιά, τα γράμματα τους φάνταζαν δύσκολα, και δεν ήταν λίγοι οι «μόνιμοι μαθητές», που παρέμεναν στην ίδια τάξη, « μέχρι να βγουν οι μουστάκες τους»! Όπως απειλούσαν οι γονείς τα παιδιά που δε διάβαζαν:
-Από κειά θα σε πάρουνε για το στρατό με τσι μουστάκες α δε διαβάζεις κακομοίρη μου! Θα ξε-βαρεθεί να ακούει το παιδί από τον πατέρα του!
Χάθηκε όμως για πάντα αυτή η πάνινη ντάσκα μας, μαζί με τα έθιμα και τις συνήθειες της εποχής, όπως χάθηκε και το μαγκάλι, η λάμπα πετρελαίου, το σίδερο με τα κάρβουνα και τόσα άλλα!
Σήμερα που τη βλέπουμε τη ντάσκα αυτή, μπορεί να μας να φαντάζει πολύ φτωχή, αλλά να μην μας διαφεύγει πως από κει μέσα ξεπήδησαν όνειρα παιδικά, που κάποια μέρα έγιναν για πολλούς πραγματικότητα!
Ξεπήδησαν δικηγόροι, δικαστικοί, δήμαρχοι, βουλευτές υπουργοί γιατροί, δάσκαλοι και καθηγητές, και είναι καταξιωμένοι στη σημερινή κοινωνία. Μπορεί σήμερα κάποιοι από αυτούς να ξέχασαν οριστικά την «ντάσκα» τους, αλλά η «ντάσκα» δεν τους ξέχασε!
Δείτε επίσης
- Oι πληρωμές της εβδομάδας
- Kαιρός: “Λευκά Χριστούγεννα” προ των πυλών
- Χειμερινές εκπτώσεις: Πότε κάνουν πρεμιέρα και πόσο θα διαρκέσουν
- Τροχαία ατυχήματα: Μια κορυφή για την Κρήτη που...προβληματίζει
- Λέκκας για τον μεγάλο σεισμό στην Κρήτη: «Δεν είναι κάτι που μας προβληματίζει»