Η Ελλάδα μετά την πανδημία και οι όροι οικονομικής ανασυγκρότησης
Μετά την έναρξη της υγειονομικής κρίσης ακόμα πιο επιτακτική έγινε η αναγκαιότητα παραγωγικής αναδιάρθρωσης και ανάπτυξης της ελληνικής βιομηχανίας, τόσο για οικονομικούς όσο και για γεωπολιτικούς λόγους. Ήδη σε παγκόσμιο επίπεδο έχει ενταθεί η συζήτηση για την «επόμενη ημέρα» και τους όρους οικονομικής ανασυγκρότησης. Πώς μπορεί όμως η χώρα μας να τεθεί σε τροχιά ανάκαμψης και ποια μαθήματα μπορούμε να αντλήσουμε από τις απρόβλεπτες καταστάσεις που βιώσαμε;
Πανεπιστημιακοί και εμπειρογνώμονες διεθνούς κύρους αναλύουν τις ευκαιρίες που διανοίγονται στον μεταπανδημικό κόσμο, σε ειδική έκδοση του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών (ΟΠΑ NEWS, τεύχος 40) που φιλοξενεί το Αθηναϊκό- Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων.
Πάνος Λώλος (*): Η ανάπτυξη της ελληνικής βιομηχανίας
Η ελληνική βιομηχανία αποτελεί το 9% του ΑΕΠ, συμβάλλει στο 87% της αξίας των εξαγωγών αγαθών και στο 42% των συνολικών εξαγωγών(συμπεριλαμβανομένων του τουρισμού, της ναυτιλίας και των μεταφορών). Παράλληλα, συνεισφέρει 40% του συνολικού φόρου εισοδήματος των νομικών προσώπων και 13% των αμοιβών των εργαζομένων στην Ελλάδα, ενώ αμείβει κατά 37% καλύτερα τους εργαζομένους της σε σχέση με τον μέσο όρο. Τέλος, συνεισφέρει κατά 37% στις δαπάνες Έρευνας και Ανάπτυξης (Ε&Α) που πραγματοποιούνται στη χώρα μας και επενδύει 5 φορές περισσότερο από κάθε άλλον τομέα της οικονομίας μας.
Η σημασία της ελληνικής βιομηχανίας για την εγχώρια οικονομία είναι αυταπόδεικτη και αποτελεί συνέχεια του διεθνούς παραδείγματος, κατά το οποίο οι πλέον ανεπτυγμένες οικονομικά χώρες του κόσμου είναι και οι πλέον ανεπτυγμένες βιομηχανικά.
Το μέλλον της ελληνικής βιομηχανίας δεν μπορεί να βασίζεται στις σταθερές και στα συγκριτικά πλεονεκτήματα του παρελθόντος, πολλά εκ των οποίων έχουν οριστικά απολεσθεί και μάλιστα εντός ενός δυναμικού διεθνούς περιβάλλοντος.
Η ελληνική βιομηχανία διέπεται από επιχειρήσεις που διαθέτουν το κρίσιμο μέγεθος για να αναπτυχθούν περαιτέρω διεθνώς και από άλλες που διαθέτουν χαρακτηριστικά ποιοτικής διαφοροποίησης. Και τα δυο είναι απαραίτητα για τη μεγέθυνσή της. Μη διαθέτοντας σημαντική πρόσβαση σε πρώτες ύλες, σημαντικά γεωγραφικά πλεονεκτήματα που καθιστούν την εφοδιαστική αλυσίδα ευχερέστερη σε σχέση με τις αγορές της κεντρικής και βόρειας Ευρώπης και χωρίς σημαντικό μέγεθος εγχώριας αγοράς, η ελληνική βιομηχανία είναι εξαρχής υποχρεωμένη να είναι εξωστρεφής και διαφοροποιημένη ως προς τα παραγόμενα προϊόντα της. Κυρίως όμως οφείλει να αναπτυχθεί διαθέτοντας εθνικούς πρωταθλητές οι οποίοι μπορούν να επηρεάσουν ένα οικοσύστημα κλάδων και επιχειρήσεων σε τοπικό, περιφερειακό και εθνικό επίπεδο. Επιπρόσθετα, οφείλει να αναπτυχθεί ευέλικτα λαμβάνοντας υπόψη την ανάγκη για σχετική αυτάρκεια, κάτι που κατέστη πλήρως αναγκαίο κατά την τρέχουσα πανδημία, και μάλιστα σε ευρωπαϊκό επίπεδο, ώστε να αποφύγει την οικονομική και πολιτική εξάρτηση.
Η ανάπτυξη της ελληνικής βιομηχανίας είναι απολύτως εφικτή, αλλά είναι και απολύτως αναγκαία για οικονομικούς και γεωπολιτικούς λόγους. Υπάρχουν σαφή πλεονεκτήματα αλλά παράλληλα υφίστανται και σαφή μειονεκτήματα ως προς την επίτευξη του στόχου για τη συμμέτοχη της ελληνικής βιομηχανίας στο 12% του ΑΕΠ έως και το 2025, όπως τονίσθηκε το περασμένο έτος από την κυβέρνηση και τον πρωθυπουργό της χώρας και όπως επιδιώκουν οι φορείς εκπροσώπησης της βιομηχανίας. Η σύσταση του Εθνικού Συμβουλίου Βιομηχανίας είναι μια θετική πρωτοβουλία, αλλά τα περισσότερα εμπόδια για την ανάπτυξη της βιομηχανίας είναι παλαιά και γνωστά.
Η βιομηχανική πολιτική της χώρας είναι εθνική υπόθεση και ως τέτοια πρέπει να ιδωθεί από όλους τους εμπλεκομένους, μιας και το όφελος από την περαιτέρω ανάπτυξη διαχέεται στο σύνολο της κοινωνίας. Η ελληνική βιομηχανία αναπτύχθηκε σημαντικά στο παρελθόν όταν επικράτησαν συγκεκριμένες συνθήκες και το ίδιο μπορεί και πρέπει να γίνει και τώρα, εξασφαλίζοντας σημαντικές προοπτικές σε πολλούς νέους αποφοίτους ανωτάτων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων διαφόρων επιστημονικών ενδιαφερόντων.
(*) Ο Πάνος Λώλος είναι μέλος ΔΣ του φορέα Ελληνική Παραγωγή - Συμβούλιο Βιομηχανιών για την Ανάπτυξη & Γενικός Διευθυντής Τομέα Διέλασης Χαλκού και Κραμάτων της ΕΛΒΑΛΧΑΛΚΟΡ ΑΕ
Προκόπης Κ. Θεοδωρίδης (*): Αγροτική επιχειρηματικότητα και μάρκετινγκ τροφίμων μετά την πανδημία
Είναι γνωστό ότι η πανδημία που έπληξε σφοδρά την ελληνική οικονομία δεν άφησε αλώβητο τον πρωτογενή τομέα, διακόπτοντας απότομα την όποια ανοδική πορεία της οικονομικής δραστηριότητας διαφαινόταν στις αρχές του 2020. Τα διαρθρωτικά προβλήματα που αντιμετωπίζει ο πρωτογενής τομέας στην Ελλάδα είναι πολλά και χρόνια. Έχουμε αγροτικά προϊόντα και τρόφιμα εξαιρετικής ποιότητας με διεθνή αναγνώριση. Η προσπάθεια για ένα ποιοτικό αγροτικό προϊόν σταματάει πολλές φορές στην παραγωγή, σταματάει στο χωράφι και στο δένδρο. Η κρίση της πανδημίας κάνει επιτακτική την ανάγκη για μία αλλαγή στο παραγωγικό μοντέλο της χώρας και ιδιαίτερα στον πρωτογενή τομέα.
Η αλλαγή πρέπει να εστιάσει σε τρεις αλληλοσχετιζόμενους άξονες: α) σχέδιο περιφερειακής αγροτικής ανάπτυξης, β) εστίαση στην τυποποίηση και γ) προσανατολισμός στη βιωσιμότητα και κλιματική αλλαγή.
Ένα «σχέδιο» περιφερειακής αγροτικής ανάπτυξης πρέπει να απαντά με σαφήνεια σε στρατηγικά ερωτήματα: τι μπορεί να καλλιεργηθεί, τι δυνατότητες υπάρχουν, τι ανάγκες υπάρχουν για εγχώρια κατανάλωση και να γίνει ανίχνευση των τάσεων στις αγορές του εξωτερικού, δηλαδή τι αγροτικά προϊόντα θέλουν ποιες χώρες και πού έχουμε ανταγωνιστικό πλεονέκτημα. Ένα σχέδιο που θα προτείνει ένα χαρτοφυλάκιο προϊόντων-καλλιεργειών, ποιος καλλιεργεί τι και με ποιο όφελος. Το Πανεπιστήμιο καλείται να προσφέρει την υποστήριξή του στον αγροτικό χώρο με τη μεταφορά της γνώσης και της έρευνας από τα αμφιθέατρα και τα εργαστήρια στο χωράφι, στην ομάδα των παραγωγών, στον συνεταιρισμό.
Η εστίαση στην τυποποίηση του αγροτικού προϊόντος συνεπάγεται επώνυμη ζήτηση από τον καταναλωτή, κατάκτηση μεριδίου αγοράς, προσφορά ποιοτικού προϊόντος με συνέπεια και συνέχεια. Δεν μπορούμε να έχουμε άμεσα και βραχυχρόνια μικρό κόστος παραγωγής στο αγροτικό προϊόν στην Ελλάδα.
Η τυποποίηση είναι μονόδρομος για τα περισσότερα αγροτικά προϊόντα. Το «χύμα» αγροτικό προϊόν έχει το πλεονέκτημα να ενσωματώνει μόνο το κόστος παραγωγής του. Το μειονέκτημα ή απειλή για τον γεωργό-παραγωγό είναι ότι μπορεί το προϊόν που διαθέτει να υποκατασταθεί με οποιαδήποτε άλλο προϊόν με παρόμοια χαρακτηριστικά (εγχώριο ή εισαγόμενο). Σήμερα ο ενδιάμεσος αγοράζει από έναν συγκεκριμένο παραγωγό, αύριο όμως μπορεί να αγοράσει το ίδιο προϊόν από κάποιον άλλον παραγωγό, δίνοντας ίσως και χαμηλότερη τιμή. Οι ομάδες παραγωγών και οι «νέοι» συνεταιρισμοί θα πρέπει να ενσωματώσουν τη λογική του μάρκετινγκ και να συνειδητοποιήσουν ότι σε μια τέτοια συλλογική προσπάθεια θα πρέπει να υπάρχουν και κάποιοι που θα πουλάνε, θα επικοινωνούν και θα διαπραγματεύονται με την αγορά, τους ενδιάμεσους, τις αλυσίδες σούπερ μάρκετ και τους εξαγωγείς-αντιπρόσωπους. Κάποιοι θα παράγουν και κάποιοι θα διοικούν την προσπάθεια. Αναφερόμαστε σε «συλλογικότητα» γιατί η επένδυση στη γεωργία προϋποθέτει μεγάλα κεφάλαια.
Ταυτόχρονα, θα πρέπει να προσανατολιστούμε στη μελέτη και πρόληψη των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής και στη βιώσιμη αγροτική καλλιέργεια και ανάπτυξη. Έχει έρθει η ώρα να αλλάξει η παραδοσιακή καλλιέργεια με νέες μεθόδους, που προσανατολίζονται στη λελογισμένη χρήση των περιβαλλοντικών σπάνιων πόρων (π.χ. υδροπονία), να υιοθετηθούν σε μεγαλύτερη κλίμακα μοντέλα τεχνητής νοημοσύνης και νέα λογισμικά στην παραγωγική διαδικασία, να χαραχθούν πολιτικές μείωσης των απωλειών σε αγροτικά προϊόντα πριν φθάσουν στον καταναλωτή ή στη μεταποιητική βιομηχανία (food loss) και να δημιουργηθούν σχέδια πρόληψης και αντιμετώπισης των περιβαλλοντικών επιπτώσεων. Υπάρχουν η γνώση, οι δυνατότητες και οι ευκαιρίες για τη δημιουργία του πλαισίου ενός νέου παραγωγικού μοντέλου για τον πρωτογενή τομέα στη χώρα μας.
Στην Ελλάδα η πολυετής οικονομική κρίση ανέδειξε το παραγωγικό έλλειμμα της χώρας ως το βαθύτερο πρόβλημα της οικονομίας και κατέδειξε την ανάγκη της παραγωγικής ανασυγκρότησης, με έμφαση στα διεθνώς εμπορεύσιμα προϊόντα.
Η ανάγκη αυτή έγινε περισσότερο επιτακτική μετά την εμφάνιση της πανδημίας και την επακόλουθη ανάσχεση της αναπτυξιακής δυναμικής. Ο πρωτογενής τομέας και ο δευτερογενής τομέας της οικονομίας είναι αποδεδειγμένα περισσότερο ανθεκτικοί και λιγότερο ευαίσθητοι στις επιπτώσεις της πανδημίας και μπορούν να λειτουργήσουν σταθεροποιητικά στο πανδημικό περιβάλλον.
Επομένως, η παραγωγική ανασυγκρότηση αποτελεί κρίσιμο παράγοντα της αναπτυξιακής προσπάθειας κατά την ύστερη φάση της πανδημίας, αλλά και μετά την αποδρομή της.
Δεν αρκεί όμως να μπορείς να παράγεις προϊόντα, εάν δεν εξασφαλίζεις ζήτηση για αυτά. Η επιβίωση των προϊόντων στην αγορά δεν είναι η αναπόφευκτη κατάληξη που ακολουθεί την παραγωγή τους.
Είναι ακριβές, αν και σπάνια αναφέρεται, ότι τα περισσότερα νέα προϊόντα διεθνώς δεν κατορθώνουν να συγκεντρώσουν ικανές πωλήσεις, ώστε να συνεχιστεί η παραγωγή και διανομή τους, και εντέλει καταργούνται από τις επιχειρήσεις που τα ανέπτυξαν.
Κάθε προϊόν που εισάγεται στην αγορά αντιμετωπίζει τον ανταγωνισμό από άλλα προϊόντα, είτε με τη μορφή της προϊοντικής υποκατάστασης, είτε με τη μορφή της γενικότερης διεκδίκησης της δαπάνης του καταναλωτή.
Επιπρόσθετα, ο παραγωγός πρέπει να διαχειριστεί την ετερογενή ζήτηση προσφέροντας ένα εύστοχα διαφοροποιημένο προϊόν.
Η δομικά σημαντική ετερογένεια της ζήτησης σημαίνει ότι τα προϊόντα πρέπει να απευθύνονται σε συγκεκριμένες και συναφείς καταναλωτικές προτιμήσεις και όχι σε κάποιον ελάχιστο κοινό παρονομαστή που εκπροσωπείται από κάποιον υποτιθέμενο μέσο καταναλωτή.
Επιπλέον, η προσαρμογή του προϊόντος σε διαπιστωμένες καταναλωτικές προτιμήσεις πρέπει να είναι τόσο αποτελεσματική, ώστε να διαμορφώνει συνθήκες ανελαστικής ζήτησης, στον βαθμό που επιτρέπει η φύση της υποκείμενης προϊοντικής κατηγορίας.
Τέλος, οι επιλεγμένες καταναλωτικές προτιμήσεις πρέπει να εμφανίζονται σε κλίμακα ικανή ώστε το διαφοροποιημένο προϊόν να είναι βιώσιμο. Με άλλα λόγια, να διαφοροποιείσαι κατά τρόπο που ικανοποιεί ένα επαρκές τμήμα της αγοράς και ποτέ ασύνδετα με τη δομή και το μέγεθος της ζήτησης.
Με αυτά τα δεδομένα, η ζήτηση συγκεντρώνεται σε προϊόντα με σημαντικό βαθμό αντικειμενικής ή υποκειμενικής διαφοροποίησης, την οποία όμως ταυτοποιεί η μάρκα τους. Σήμερα, η κυριαρχία των επώνυμων προϊόντων (brands) δεν παρατηρείται μόνο στις παραδοσιακές κατηγορίες τυποποιημένων καταναλωτικών προϊόντων, αλλά επεκτείνεται σε κλάδους που θεωρούνται «commodities», όπως τα αδρανή οικοδομικά υλικά ή τα αγροτικά προϊόντα. Δεν είναι τυχαίο ότι τέτοια εμπορεύματα διακινούνται πλέον ως επώνυμα προϊόντα και έχουν ενσωματώσει χαρακτηριστικά διαφοροποίησης συναφή με την κατηγορία τους (π.χ. προδιαγραφές, πιστοποιήσεις, προέλευση).
Η μάρκα, με την ικανότητά της να συμπυκνώνει πληροφορίες και δεδομένα, απλουστεύει την αγοραστική διαδικασία και μειώνει την αβεβαιότητα για το προϊόν. Η γνώση που συνδέεται με μία μάρκα επηρεάζει επίσης τις αντιδράσεις του καταναλωτή σε ερεθίσματα που την αφορούν, όπως οι διαφημίσεις και οι προωθητικές ενέργειες. Η ικανότητα της μάρκας να αυξάνει τη ζήτηση, να προσελκύει και να διατηρεί πελάτες, αλλά και να υποστηρίζει υψηλότερα περιθώρια κέρδους είναι ο λόγος που οι εταιρείες επενδύουν στην επώνυμη παραγωγή.
Στην ελληνική οικονομία έχει συντελεστεί μεγάλη πρόοδος στην κατανόηση της σημασίας που έχει η επώνυμη παραγωγή και έχει αναβαθμιστεί σημαντικά η τεχνογνωσία των επιχειρήσεων στο ευρύτερο πεδίο του μάρκετινγκ. Αυτό έχει διοχετεύσει οικονομικούς και διοικητικούς πόρους στην ενίσχυση παλαιών και νέων ελληνικών μαρκών, με ορατά αποτελέσματα τόσο στα μερίδια της εγχώριας αγοράς όσο και στις εξαγωγικές επιδόσεις.
Σημειώνεται παρενθετικά ότι οι εξαγωγές είναι κρίσιμες για την αύξηση του μεγέθους των επιχειρήσεων, εφόσον η εγχώρια αγορά δεν είναι αρκετά μεγάλη για να προάγει την ανάπτυξή τους σε διεθνώς συγκρίσιμα και ανταγωνιστικά μεγέθη.
Σε κάθε περίπτωση, η ελληνική παραγωγή για να επιτελέσει τον αναπτυξιακό ρόλο της στη μεταπανδημική εποχή πρέπει να είναι εύστοχα διαφοροποιημένη, αξιόπιστα επώνυμη και στενότερα συνδεδεμένη με τη ζήτηση και τις προτιμήσεις των καταναλωτών. Αυτό πρωτίστως προϋποθέτει ότι οι επιχειρήσεις διαθέτουν στελέχη με εξειδικευμένη τεχνογνωσία. Είναι γνωστό ότι η διοίκηση προϊόντος και ευρύτερα η διοίκηση μάρκετινγκ εξελίσσονται μέσω της τεχνολογίας σε περισσότερο τεχνικά και αναλυτικά αντικείμενα.
(*) Ο Γεώργιος Μπάλτας είναι καθηγητής Τμήματος Μάρκετινγκ και Επικοινωνίας Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών
Κωνσταντίνος Ζοπουνίδης (*) - Στέλιος Τσαφαράκης(**): Το μάνατζμεντ των επιχειρήσεων σε περίοδο πανδημίας
Εδώ και αρκετούς μήνες οι συνέπειες του κορονοϊού γίνονται αισθητές στην παγκόσμια οικονομία. Μείωση παραγγελιών και προμηθειών, επιβράδυνση ή ακόμη και αναστολή δραστηριοτήτων, επιπτώσεις που μπορεί να είναι επικίνδυνες για τη βιωσιμότητα των επιχειρήσεων. Αυτά είναι τα προβλήματα που πλήττουν όλες τις επιχειρήσεις, χωρίς διάκριση. Στο άρθρο αυτό καταγράφονται αρχικά τα βήματα που πρέπει να ακολουθήσει μία επιχείρηση ώστε να καταστεί βιώσιμη. Στη συνέχεια, εφόσον αυτή η κρίση μπορεί να θέσει σε κίνδυνο την επιβίωση των επιχειρήσεων, ορισμένοι κίνδυνοι μπορούν να εντοπιστούν και να περιοριστούν, ώστε να ελαχιστοποιηθούν οι αρνητικές επιπτώσεις της κρίσης.
Επείγοντα μέτρα:
Καλή πληροφόρηση
Όταν συμβαίνει μία απρόβλεπτη κατάσταση, το πρώτο πράγμα που πρέπει να γίνει είναι η σωστή ενημέρωση. Επιλογή αξιόπιστων πηγών πληροφοριών που ταιριάζουν στις ανάγκες της επιχείρησης. Η ενημέρωση δεν σημαίνει να ακούγονται όλες οι απόψεις ανά πάσα στιγμή της ημέρας, είναι αντιπαραγωγικό. Ακόμη, προκαλεί άγχος και εμποδίζει την καλή προετοιμασία για το μέλλον. Είναι καλό η επιχείρηση να βασίζεται στις συνήθεις επαφές της, τον λογιστή της, τον εσωτερικό ελεγκτή της, τον δικηγόρο της, το εμπορικό επιμελητήριο, τις συνομοσπονδίες με τις οποίες είναι συνδεδεμένη για να τη βοηθήσουν να ενεργήσει σε περιόδους κρίσης.
Ασφάλιση του προσωπικού
Το προσωπικό είναι ο κύριος πόρος μιας επιχείρησης. Οι μάνατζερ πρέπει να κάνουν τα πάντα για να το διατηρήσουν και να του δώσουν προοπτικές για το μέλλον. Αρχικά πρέπει να γίνει επικοινωνία με το προσωπικό για καθησυχασμό και ενημέρωση. Ανακοίνωση μέτρων περιορισμού και λύσεων τηλεργασίας. Εάν υπάρχει ανάγκη για τεχνική ανεργία, η επιχείρηση πρέπει να διαβεβαιώσει το προσωπικό για τον εξαιρετικό και προσωρινό χαρακτήρα της κατάστασης. Η ευελιξία και η απόκριση είναι θεμελιώδης κανόνας του μάνατζμεντ.
Καταγραφή των ταμειακών ροών
Πρέπει να γίνει πρόβλεψη ταμειακών ροών ώστε η επιχείρηση να μην πηγαίνει στα τυφλά.
Δραστική μείωση του κόστους
Προφανώς, το κόστος της επιχείρησης πρέπει να μειωθεί. Ακόμη, το μεταβλητό κόστος μπορεί να προσαρμοστεί γρήγορα. Τέλος, τα σταθερά έξοδα πρέπει να επαναδιαπραγματευθούν.
Πρόβλεψη των χρηματοοικονομικών αναγκών
Με τα εργαλεία των μεθόδων του ποσοστού πωλήσεων και της γραμμικής παλινδρόμησης πρέπει να προβλεφθούν όλες οι ανάγκες χρηματοδότησης του κύκλου εκμετάλλευσης της επιχείρησης. Στη συνέχεια, εάν είναι απαραίτητο, να αναζητηθούν τα αναγκαία κεφάλαια (επιδοτήσεις, δάνεια, φοροαπαλλαγές κ.λπ.).
Μελλοντικές ενέργειες και εξακρίβωση κινδύνων
Ο κορονοϊός δεν είναι το είδος της πρόκλησης που εμφανίζεται μόνο μία φορά. Είναι πιο αποτελεσματικό η επιχείρηση να προετοιμαστεί τώρα για την επόμενη κρίση από το να αντιδράσει με μία ad hoc απάντηση, ακόμη και όταν η κρίση βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη. Πολλές επιχειρήσεις αναπτύσσουν σενάρια για να είναι διανοητικά προετοιμασμένες για απρόσμενες καταστάσεις. Ωστόσο, τα σενάρια αυτά θα πρέπει να ανανεώνονται και να προσαρμόζονται με βάση τους πιο ζωτικούς επιχειρηματικούς κινδύνους ανά πάσα στιγμή. Ιδανικά, τα σενάρια θα πρέπει να ενισχυθούν με ασκήσεις στρατηγικής δημιουργικότητας που καθιστούν δυνατή τη δημιουργία προσομοίωσης και την παρακολούθηση συμπεριφορών υπό πίεση, προκειμένου να αντληθούν μαθήματα.
Οι διάφοροι κίνδυνοι μπορεί να προέλθουν από τις αλυσίδες εφοδιασμού. Η πτώση της παραγωγής στα κινέζικα εργοστάσια από την έναρξη της πανδημίας έχει δημιουργήσει πραγματικές δυσκολίες εφοδιασμού για πολλές επιχειρήσεις στη δυτική Ευρώπη. Οι μειωμένες πωλήσεις προέρχονται από την παγκόσμια επιβράδυνση της οικονομίας. Οι μειώσεις και οι ακυρώσεις των παραγγελιών αυξάνονται και μπορούν, με την πάροδο του χρόνου, να θέσουν σε κίνδυνο την οικονομική και χρηματοοικονομική ισορροπία των επιχειρήσεων, έως την πιθανή παύση της δραστηριότητας (κίνδυνος πτώχευσης). Η κρίση του κορονοϊού ωθεί τις εταιρείες να αναδιοργανωθούν για να αποφύγουν όσο το δυνατόν περισσότερους κινδύνους για την υγεία. Η γενίκευση της τηλεργασίας για τον περιορισμό του κινδύνου μόλυνσης απαιτεί από τις επιχειρήσεις να υποβληθούν σε σημαντική αναθεώρηση του οργανισμού τους. Αυτές οι αλλαγές μπορεί να έχουν σοβαρές συνέπειες, όπως η μειωμένη παραγωγικότητα της ομάδας. Η εκτίμηση των κινδύνων για την επιχείρηση είναι ζωτικής σημασίας για τον καλύτερο περιορισμό των επιπτώσεων της κρίσης.
Συμπερασματικά, η κρίση της COVID-19 σίγουρα θα μεταμορφώσει ουσιαστικά τις επιχειρήσεις και την κοινωνία. Είναι πολύ πιθανό να τονώσει τομείς όπως οι διαδικτυακές αγορές, η διαδικτυακή εκπαίδευση και οι επενδύσεις στη δημόσια υγεία. Επίσης, ενδέχεται να αλλάξει τον τρόπο με τον οποίον οι επιχειρήσεις οργανώνουν τις αλυσίδες εφοδιασμού τους και να τις ωθεί λιγότερο να εξαρτώνται από έναν μικρό αριθμό μεγάλων προμηθευτών. Όπως αναφέρει και ο γενικός διευθυντής του Ιδρύματος Οικονομικών & Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ) κ. Νίκος Βέττας, μόνο για όσες επιχειρήσεις προσαρμοστούν στις τεχνολογικές εξελίξεις και στις νέες τάσεις της ζήτησης υπάρχουν προοπτικές ισχυρής ανάκαμψης. Μόλις το επείγον της κρίσης είναι πίσω μας, οι επιχειρήσεις θα πρέπει να εξετάσουν τις αλλαγές που έχουν κάνει και τα διδάγματα που έχουν αντλήσει για να τα συμπεριλάβουν στα νέα σχέδιά τους.
(*) Ο Κωνσταντίνος Ζοπουνίδης είναι καθηγητής Πολυτεχνείου Κρήτης & Audencia Business School Γαλλίας
(**) Ο Στέλιος Τσαφαράκης είναι αναπληρωτής καθηγητής Πολυτεχνείου Κρήτης